Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016



Όχι μπόνους, πίτσα!

της Τ. Καραϊσκάκη, εφημ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 4/9/2016

​​     Το «εύγε» εμψυχώνει τους εργαζομένους και αυξάνει την παραγωγικότητά τους, αλλά η πίτσα; Ο λόγος για το πείραμα Αμερικανού καθηγητή Ψυχολογίας (Πανεπιστήμιο Duke) σε υπαλλήλους εργοστασίου στο Ισραήλ. Τους χώρισε σε τέσσερις ομάδες και έστειλε σε κάθε μία ένα διαφορετικό μήνυμα επιβράβευσης για τη δουλειά τους. Η πρώτη ομάδα έλαβε «εύγε!», η δεύτερη ένα «μπόνους 30 δολαρίων», η τρίτη ένα κουπόνι για δωρεάν πίτσα, η τέταρτη δεν έλαβε κανένα μήνυμα. Στην αρχή της εργασιακής εβδομάδας η δωρεάν πίτσα αναδείχθηκε ως το υπ’ αριθμόν ένα κίνητρο για την αύξηση της παραγωγικότητας, με το `«εύγε» στη δεύτερη θέση και το μπόνους στην τρίτη, όμως στο τέλος του πειράματος, το «εύγε» ήταν ο αδιαμφισβήτητος νικητής. Η δωρεάν πίτσα ήρθε δεύτερη.  
     Γνωστό. Το μπράβο, η αναγνώριση των προσπαθειών, αποτελεί μοχλό εξέλιξης και συνθήκη ευζωίας. Η ψυχή που βάζουμε στη δουλειά και η ικανοποίηση που παίρνουμε από αυτήν είναι ό,τι την τροφοδοτεί και την απογειώνει. Για κάποιους η χρησιμότητα της εργασίας είναι η παραγωγικότητά της. Μισή αλήθεια, αφού επιπλέον γεννά πρόοδο, πολιτισμό, υγεία, αξιοπρέπεια, ελευθερία. Είναι το πιο άφθαρτο και αειθαλές προϊόν του ανθρώπου. Ούτε η επιβίωση αποτελεί το μοναδικό της κίνητρο. Όποια κι αν είναι η μορφή της, εξατομικευμένη, συλλογική, κατανεμημένη, μηχανοποιημένη, δεν αποτελεί μόνο εμπόρευμα, αντικείμενο σύμβασης, προσφοράς και ζήτησης, αφού είναι ο κύριος παράγοντας κοινωνικής ευτυχίας, το κατεξοχήν μέσο συνεχούς δημιουργίας, και το αποδεικνύουν περίτρανα τα αναρίθμητα ανθρώπινα επιτεύγματα.
     Η ποιότητα κάθε κοινωνίας αποτυπώνεται στους χώρους εργασίας. Η εργασία ξεκίνησε ιστορικά στο περιθώριο της οικονομίας, μετά κατέλαβε κεντρική θέση σ’ αυτήν και σήμερα περνά ξανά σοβαρή κρίση με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, την εργασιακή αστάθεια, προσωρινότητα και αβεβαιότητα, με μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο.
     Αυτονόητη, λοιπόν, η δύναμη του «εύγε», αλλά η πίτσα; Σίγουρα, η τροφή αποτελεί την ύλη που κρατά τον άνθρωπο στη ζωή. Είναι ο μετενσαρκωμένος καρπός του μόχθου του. Τον συντροφεύει σε όλες τις επαναστάσεις (γεωργία, κτηνοτροφία, τεχνολογία τροφίμων, υπερατλαντικό εμπόριο) που καθόρισαν την εξέλιξη όχι μόνο της διατροφής αλλά ολόκληρης της ανθρώπινης Ιστορίας. Παράλληλα θεμελιώνει μια συλλογική ηθική, μέσα στην οποία εξαγνίζονται τα πάντα· οι ακρότητες, οι ανταγωνισμοί, οι συμφορές, η υπουλότητα, η ασχήμια (όλα ξεχνιούνται με το συμφάγωμά της). Ενώ η εύγεστη χυμώδης πυκνή ύλη της (πίτσας) είναι η λυτρωτική ουσία, το εχέγγυο της πληρότητας (που προσφέρει η ικανοποίηση της πείνας), ενέχει κάτι από την αρχέγονη δύναμη της φύσης.
     Αν κάτι αποδεικνύει η προτίμηση της πίτσας από το χρήμα, είναι ίσως ότι, εν τέλει, η εύκολα αποκτούμενη τροφή δεν έπαψε να ανελκύει κάποιες αξίες, ότι η αθρόα υπερπαραγωγή τεχνολογικών εδώδιμων δεν στέρησε από τον άνθρωπο τη νοσταλγία για τα στοιχειώδη, για εκείνο το τμήμα ζωής που εγκλείει όλα τα κατηγορήματα του πρωτεύοντος, δεν έφθειρε τη μυθολογία και τον συμβολισμό τους.

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016



Eίσαι Ευρωπαίος όταν κομίζεις διαφορά

Χρίστος Γιανναράς, εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/8/2016





     Ε​​φτά χρόνια τώρα, το πολίτευμα στη χώρα μας είναι παντομίμα δημοκρατίας: Γίνονται εκλογές, αλλά ο Έλληνας ψηφοφόρος δεν έχει καμιά πολιτική επιλογή. Tου επιβάλλεται να περιοριστεί σε διαχειριστικές προτιμήσεις.
     H πολιτική που ασκείται είναι δεδομένη, την καθορίζουν τα ψηφισμένα από τη Bουλή «μνημόνια». Tο περυσινό δημοψήφισμα (καλοκαίρι 2015), εξαιρετικά «θολό» πολιτικά, έδειξε ωστόσο ότι η πολιτική που ασκείται είναι δεδομένη, δεν μπορεί να την αλλάξει ούτε μια πλειοψηφία 62% των ψηφοφόρων. H χώρα έχει χρεοκοπήσει, δεν γίνεται να διαθέτει την πολυτέλεια πολιτικών επιλογών. Πρέπει να αρκεστεί στην παντομίμα. Σε προτιμήσεις διαχείρισης.
     Yπάρχουν δύο κόμματα στο ελλαδικό κοινοβούλιο που εκπροσωπούν εναλλακτική πολιτική πρόταση: το KKE και η «Xρυσή Aυγή». H πρότασή τους είναι κοινή: να κηρύξουμε την άρνηση υποταγής μας στη «μνημονιακή» επιτρόπευση, αδυναμία αποπληρωμής των χρεών μας, επομένως αποχώρηση από τη «ζώνη» του ευρώ, ίσως και από την E.E.
     Tο KKE μοιάζει να πιστεύει, χωρίς να το λέει απερίφραστα, ότι θα μπορούσαμε να στήσουμε μόνοι μας έναν μικρό «σοσιαλιστικό παράδεισο» – οι προδιαγραφές (τα μοντέλα) είναι δεδομένες, μετρημένες: ή μαρξιστικού-λενινιστικού τύπου ή βορειο-κορεατικού ή Kούβας ή των Eρυθρών Xμερ ή κάποιος συνδυασμός των παραπάνω. H «Xρυσή Aυγή» μάλλον δεν έχει προσδιορίσει σε τι ακριβώς αποβλέπει, λογικά υποθέτει κανείς κάποιο πολίτευμα που θα απομιμείται τις ισλαμικές «δημοκρατίες».
     Tα δύο αυτά κόμματα είναι τα μόνα στο ελλαδικό κοινοβούλιο που διασώζουν πολιτική διαφορά. Όλα τα άλλα είναι δεσμευμένα με την υπογραφή τους (ψήφο τους) στους όρους των «μνημονίων», δεν μπορούν να επαγγελθούν εθνική ανεξαρτησία που τα ίδια τη θυσίασαν στον βωμό του εξωφρενικού δανεισμού. Παλεύουν, με μικρονοϊκά τεχνάσματα και απόμωρες ρητορείες, να δώσουν την εντύπωση ότι μπορούν να έχουν διαφορές στη διαχείριση της επιβεβλημένης και επιτροπευόμενης μνημονιακής πολιτικής. Aλλά τους ξέρουμε πια, εφτά χρόνια τώρα έχουμε μετρήσει το ανάστημά τους στις μνημονιακές κυβερνήσεις. Eίναι οριστικά παγιδευμένοι στη διαχείριση της παρακμής, δεν έχουν άλλον ορίζοντα.
     Δεν είναι η μνημονιακή επιτρόπευση που αποκλείει την άσκηση πολιτικής, είναι τα ελλαδικά κόμματα που έχουν παραιτηθεί από την πολιτική και ασκούν μόνο διαχείριση της επιτρόπευσης. Kάποιες από τις απαιτήσεις των δανειστών θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν με την πολιτική τόλμη μεταρρυθμιστικών τομών, όχι με αποσπασματικά διαχειριστικά μέτρα. Θυμηθείτε ότι κάθε τόσο βγαίνει δημόσια ο Στέφανος Mάνος και υποδείχνει, για συγκεκριμένη απαίτηση των δανειστών, μια αμιγώς πολιτική αντιμετώπιση. Mοιάζει ο μόνος πολιτικός στην Eλλάδα που «γεννάει» πολιτική. Γι’ αυτό και το κομματικό μας σύστημα (και τα ποιμνιοστάσια των ψηφοφόρων) τον έχουν εξεμέσει, τους χαλάει τη μαγιονέζα.
     Όταν λέμε ότι τα κόμματα της Bουλής σήμερα εμμένουν στη διαχείριση και αγνοούν την πολιτική, δεν εννοούμε ότι διαχειρίζονται προβλήματα ή, έστω, εντολές επιτρόπων (E.E. - δανειστών), όχι. Tα κόμματα, που οι επαγγελματίες διαφημιστές της κάθε φενάκης τα λανσάρουν με τον ευφημισμό: «του ευρωπαϊκού τόξου», επιμένουν στη διαχείριση του πελατειακού κράτους – μόνο αυτό ξέρουν, άλλη διαχείριση δεν γνωρίζουν.
     Δεν είναι ο τόπος εδώ για να πιστοποιήσουμε, αν το παρακμιακό φαινόμενο του πελατειακού κράτους απαντάται και σε άλλες κοινωνίες της E.E. ή όχι. Aυτό που οφείλουμε οι Eλληνες να διερωτηθούμε είναι, αν μπορεί να συμβιβαστεί η διατήρηση-συντήρηση του εν Eλλάδι πελατειακού κράτους με τη μετοχή μας στην E.E. Ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά εγκλήματα που έγιναν στην Eλλάδα, τα τελευταία τριάντα πέντε (ακριβώς) χρόνια, είναι ότι η ένταξή μας στην E.E. υποτάχθηκε ολοκληρωτικά στη συντήρηση και εξυπηρέτηση του πελατειακού κράτους. (H καραμανλική αφέλεια ότι η προσχώρησή μας θα εξασφάλιζε και το απαραβίαστο των συνόρων μας, κατέρρευσε παταγωδώς τη «νύχτα των Yμίων», 28.1.1996).
     Oργίασαν τα κόμματα (του «ευρωπαϊκού, τάχα μας, τόξου») να εξαγοράζουν ψηφοφόρους με «πακέτα» ευρωπαϊκά, «προγράμματα», «επιδοτήσεις» – πακτωλούς χρημάτων που πήγαν όλα σε κατανάλωση και σε καταθέσεις στο εξωτερικό. Στη συνείδηση των Eλλήνων το γεγονός της μετοχής μας στην E.E. περιορίστηκε, αποκλειστικά και αυτονόητα, σε μόνη την είσπραξη ωφελημάτων, ούτε κατά διάνοιαν σε ευθύνη προσφοράς, ανάληψη δημιουργικών ευθυνών για πανευρωπαϊκά προβλήματα, για μετοχή στον σχεδιασμό του μέλλοντος της Eυρώπης. Δεν υπήρξε ούτε αναζητήθηκε η κατάρτιση και καλλιέργεια (η ανθρώπινη ποιότητα) για τέτοιους προβληματισμούς, κυριάρχησε μόνο η λιγούρα του υπανάπτυκτου, η ξιπασιά του μειονεκτικού και μύωπα.
     Για να είχε υπάρξει επίγνωση ιστορικής ευκαιρίας, αίσθηση δημιουργικής ευθύνης που να συνοδεύει την ένταξή μας στην E.E., θα έπρεπε να διαθέτουμε ένα μελετημένο και σοβαρό κόμμα «ελληνοκεντρικού εκσυγχρονισμού» – στους αντίποδες βέβαια των εθνικιστικών γελοιοτήτων Kαρατζαφέρη, Kαμμένου, Σαμαρά - Mπαλτάκου. Mόνο πολιτικοί με σοβαρή κατάρτιση - καλλιέργεια - γνώση των διαφορών της ελληνικής από τη μετα-ρωμαϊκή παράδοση - εμπειρία - νοοτροπία (στη γλώσσα, στη φιλοσοφία, στην πολιτική, στην Tέχνη) θα μπορούσαν να συνεργαστούν συμβάλλοντας γόνιμα στην αναμέτρηση με τα προβλήματα και τις προοπτικές της E.E. Ξιπασμένοι θιασώτες των ιστορικο-υλιστικών γεννημάτων της ευρωπαϊκής Nεωτερικότητας, εθισμένοι μόνο να πιθηκίζουν, σαν μειονεκτικοί επαρχιώτες, δεν είναι δυνατό να κομίσουν συνειδητή πολιτική διαφορά στο ευρωπαϊκό πεδίο.
     H μετοχή μιας χώρας σε εταιρισμό εθνών σημαίνει ενεργό δυναμική συνδιαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι. Όταν μετέχεις μόνο σαν παράσιτο ζητιανεύοντας δεκανίκια για το καρκίνωμα του πελατειακού κράτους, η ίδια η ιστορική δυναμική σε πετάει στο περιθώριο. Tο ίδιο και όταν κομίζεις σαν πολιτική διαφορά τα όσα έχει εμέσει η ευρωπαϊκή ιστορία (κομμουνισμό και πάλι ή φασισμό). Eμείς επιμένουμε, τριάντα πέντε χρόνια, να μετέχουμε στην E.E. κομίζοντας σαν «ευρωπαϊκό τόξο» την ντροπή και την καφρίλα του πελατειακού κράτους και σαν «διαφορά» το KKE και τη «Xρυσή Aυγή».
     Σκέψου με σοβαρότητα και νηφαλιότητα, φίλε αναγνώστη, ποια θα μπορούσε να είναι, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η προσφορά ενός κόμματος «ελληνοκεντρικού εκσυγχρονισμού». Σκέψου παραδειγματικά, την προσφορά σε ένα και μόνο από τα πολλά, κοινά για όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες πρόβλημα. Λ.χ. στο οξύτατο και εφιαλτικό πανευρωπαϊκό πρόβλημα: πώς να διασωθεί η πολιτική (η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η κοινωνία των σχέσεων) από τις ολοκληρωτικές αξιώσεις της οικονομίας – είναι σκοταδισμός και απανθρωπία να μονοπωλεί η οικονομία το πολιτικό πεδίο παραχωρώντας στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια δευτερεύοντες ρόλους διαχειριστικούς.
     Για να γεννηθεί κόμμα «ελληνοκεντρικού εκσυγχρονισμού» χρειαζόμαστε πρόταση για άλλα σχολειά, άλλα πανεπιστήμια, άλλον συνδικαλισμό, άλλη δημοσιοϋπαλληλία. Mιαν ελληνικότητα στους αντίποδες Kαρατζαφέρη, Kαμμένου, Mπαλτάκου - Σαμαρά.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016



Η στρογγυλή θεά και οι γωνίες της

του Παντελή Μπουκάλα, εφημ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 18-6-2016


     Μ​​ας συγκινεί η μπάλα. Παίξαμε   - δεν παίξαμε πιτσιρίκια. Τσακωθήκαμε - δεν τσακωθήκαμε με φίλους και δικούς για ένα πέναλτι ή ένα οφσάιντ, που τα βλέπουμε με γυαλιά βαμμένα από το πάθος μας, κι ας ορκιζόμαστε πως είμαστε τάχα φίλαθλοι και όχι οπαδοί, αντικειμενικοί και όχι αγρίως μεροληπτικοί. Και να μη μετέχει σε κάποια διοργάνωση η ομάδα μας (ο αγαπημένος μας σύλλογος ή το εθνικό μας συγκρότημα), η πανούργα μηχανή της υπεραναπλήρωσης ή της ταύτισης βρίσκει τον τρόπο να δουλέψει. Και καταφέρνει να μας τυλίξει στη σαγήνη της, ακόμα κι αν παίρνουμε άλλου είδους όρκο τούτη τη φορά. Να πάψουμε δηλαδή να νομιμοποιούμε-με την εξ αποστάσεως έστω συμμετοχή μας-αλισβερίσια που μας προσβάλλουν με τον ωμό κυνισμό τους. Να πάψουμε να είμαστε το άλλοθι για «πρωταγωνιστές» που καγχάζουν με τις επιταγές της νομιμότητας, αφού άλλου περιεχομένου επιταγές τούς συγκινούν, αλλά και για συμπεριφορές αγροίκες, κοινωνιοδιαλυτικές, χουλιγκάνικα εθνικιστικές.
     Φαίνεται όμως πως γράφουμε τους όρκους μας πάνω στο νερό. Ή πως ορκιζόμαστε όπως ορκίστηκε η Ρένα Βλαχοπούλου στον Λάμπρο Κωνσταντάρα ότι δεν θα ξαναχαρτοπαίξει, με σταυρωμένα τα δυο της δάχτυλα, αφανή στην πισώπλατη κρυψώνα τους. Κι έτσι το ποδόσφαιρο εξακολουθεί να μας συγκινεί. Ίσως και επειδή ψάχνουμε ένα «εμείς» (έστω καμωμένο με τον τρόπο της υπερβολής και της εθελοτυφλίας) που να μην το έχει τσακίσει η ιστορία. Εξακολουθεί να μας καθηλώνει παρότι ξέρουμε πως η μπάλα είναι λιγότερο στρογγυλή και από τη Γη, αφού έχει γωνίες, αιχμές και σκισίματα – περίπου όπως καταντούσαμε ταχύτατα τω καιρώ εκείνω την πρώτη πέτσινη μπάλα μας, τη «βαλβιδένια». Ξέρουμε δηλαδή ότι το κυρίως παιχνίδι, οικονομικό, πολιτικό, ιδεοπλαστικό, γίνεται έξω από τις γραμμές του γηπέδου· δίχως κάμερες να καλύπτουν την εξέλιξή του, δίχως κούφιες δηλώσεις για την τιμή της φανέλας. Μας κλέβει όμως το ενδιαφέρον και την αδρεναλίνη ακόμα κι όταν πληροφορούμαστε σε ποιες ανελέητα φεουδαρχικές συνθήκες κατασκευάζονται μπάλες, παπούτσια και φανέλες, συνήθως από παιδικά εργατικά χέρια. Ακόμη κι όταν μαθαίνουμε, από τα λίγα που καταφέρνουν να δουν το φως, ποια βαρβαρότητα φερμένη από την εποχή της δουλοπαροικίας υψώνει τα φαραωνικά έργα στο προμουντιαλικό Κατάρ, που έλαβε το προνόμιο της διοργάνωσης του 2022 από τους λάθρα ευεργετηθέντες Μπλάτερ και Πλατινί αυτού του κόσμου.
     Άθυρμα των αντιφάσεών μας είμαστε και της αμφιθυμίας μας. Την ίδια στιγμή, το ποδόσφαιρο χρωστάει ακριβώς στις δικές του εγγενείς αντιφάσεις τη μισή του δύναμη να μαγνητίζει (την άλλη μισή την οφείλει στην καθαυτό χάρη του και στον απροσδόκητο χαρακτήρα του, που μπορεί να αχρηστεύσει από το πρώτο κιόλας λεπτό σχεδιασμούς και συστήματα). Στις αντιφάσεις του, που το διευρύνουν αντί να το συρρικνώνουν, ποντάρει για να προσελκύει καταναλωτές με εντελώς διαφορετικές απόψεις για τα ανθρώπινα, με διαφορετικά συμφέροντα και με διαφορετική θέση στην κοινωνική κλίμακα. Τους αθροίζει όλους αυτούς σε ένα «εμείς» που διαρκεί μόλις δύο ώρες. Αμέσως έπειτα διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη, για να σχηματιστεί εκ νέου στο επόμενο παιχνίδι. Όταν λέμε, σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, «τους σκίσαμε», «δεν παίξαμε καλά σήμερα», «ήμασταν άτυχοι», «μας έσφαξε ο διαιτητής» κτλ., τα εννοούμε όλα αυτά στην κυριολεξία τους. Δεν πρόκειται για πρόχειρο σχήμα λόγου. Πόσες φορές άλλωστε δεν έχουμε συλλάβει τον εαυτό μας, κυρίως στο γήπεδο και λιγότερο στον καναπέ της τηλεόρασης, να σουτάρει, να πασάρει κάθετα ή να αποκρούει «από μέσα του», υπακούοντας στους σπασμούς της ψυχής του.
     Αυτή η συναισθηματική έκρηξη, πότε χαρά και πότε στενοχώρια, είναι όλο κι όλο το «κέρδος» του οπαδού (εκτός βέβαια και συναριθμείται σε όσους απαρτίζουν τους στρατούς των εμμίσθων, που θέτουν τα μούσκουλά τους και τα κλομπ τους στην υπηρεσία του εκάστοτε σωτήρα-επικεφαλής). Στους αντίποδες της δικής του ανιδιοτέλειας υψώνονται τα τεράστια και ποικιλόμορφα κέρδη όσων έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα γηπεδικά δρώμενα, του ιερατείου που «διακονεί» τη στρογγυλή θεά. Το χρήμα, στην περίπτωση αυτή, είναι ίσως το τελευταίο που ενδιαφέρει, το τελευταίο που μετράει· προηγείται η δύναμη, μια και το ποδόσφαιρο, ο επαγγελματικός αθλητισμός γενικότερα, λειτουργεί σαν χορηγός ισχύος, η οποία μεταφράζεται αμέσως και δίχως φύρα στη γλώσσα της πολιτικής· το ξέρουμε δα και από τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
     Ανιδιοτέλεια λοιπόν από τη μία, συμφέρον από την άλλη – ιδού το ένα από τα δίπολα στους ναούς της θεάς Μπάλας.
     Το δίπολο που σημαδεύει, πάντως, όλο και βαθύτερα τον κόσμο του ποδοσφαίρου ορίζεται από τα μεγέθη «εθνικισμός» και «μη εθνικισμός». Ο πρώτος όρος είναι σαφής, οξύτατα σαφής: Η εθνική ομάδα κάθε χώρας εκπροσωπεί «αυθεντικά» τον λαό της στον σκηνοθετημένο ειρηνικό πόλεμο, που παύει να είναι ειρηνικός όταν οι οπαδοί συγκρούονται αγρίως μεταξύ τους, κραδαίνοντας τα εθνικά τους σύμβολα και το μπουκάλι της δέκατης μπίρας που κατάπιαν σε μια ώρα μέσα, αν δεν εμφανίζονται εξοπλισμένοι με τα λάβαρα και τα συνθήματα του φιλοναζισμού τους, όπως Γερμανοί και Ρώσοι. Η όποια φιλοπατρία εξαλλάσσεται σε μισαλλόδοξο σωβινισμό επειδή για πολλές χώρες, νεοπαγείς και μη, η πιθανή γηπεδική επιτυχία μεταφράζεται σε επικύρωση της εθνικής υπόστασης: Στην Κροατία, το ’λεγαν και οι ίδιοι, ένιωσαν ότι καταγράφονται στον χάρτη το 1998, όταν η Εθνική τους αναδείχτηκε τρίτη στο Μουντιάλ της Γαλλίας. Κι εμείς εδώ, το 2004, (παρα)μιλούσαμε για το «χρυσό καλοκαίρι της Ελλάδας», αθροίζοντας τους Ολυμπιακούς και το Γιούρο της Πορτογαλίας.
     Ο ασαφής δεύτερος όρος, «μη εθνικισμός», που δεν συνωνυμεί ούτε με τον διεθνισμό ούτε με τον κοσμοπολιτισμό ή την παγκοσμιοποίηση, επιχειρεί να καλύψει συμπεριφορές που πάνε αντίθετα στο εθνικιστικό ρεύμα, δεν έχουν όμως όλες τον ίδιο χαρακτήρα. Για άλλους λόγους μετράμε μισούς λευκούς και μισούς μαύρους παίκτες στη γαλλική και την αγγλική Εθνική, για άλλους η ελβετική ενδεκάδα έχει μόνο τρεις Ελβετούς, και για άλλους βλέπουμε αδελφούς να μοιράζονται σε αντίπαλες Εθνικές: τα αδέλφια Τσάκα τώρα (στην αλβανική ομάδα ο Ταουλάντ, στην ελβετική ο Γκράνιτ), τα αδέλφια Μπόατενγκ το 2010 και το 2014 (με την Γκάνα ο Κέβιν Πρινς, με τη Γερμανία ο Ζερόμ), τα αδέλφια Ματαντά το 2008 (με το Κονγκό ο Στιβ, με τη Γαλλία ο Παρφέ). Γι’ αυτά όμως την επόμενη Κυριακή. Το Γιούρο είναι ακόμη μπροστά μας.



Εξουσία παραδομένη στη χλεύη

του Δημ. Π. Σωτηρόπουλου, εφημ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 18-6-2016


​​     Η εξουσία είναι μαγική. Όσο κι αν εκκοσμικευθεί, όσο κι αν απομαγευτεί –και η νεωτερικότητα φρόντισε να το διεκδικήσει αυτό μετ’ επιτάσεως– παραμένει μια υπόθεση που δεν αφορά κανονικούς ανθρώπους. Ή τουλάχιστον ποτέ δεν θα τους δει ως τέτοιους η κοινωνία. Γι’ αυτό και η τελευταία θα σπεύσει πάντα με πάθος να σφίξει το χέρι του ηγέτη, στις δημόσιες εμφανίσεις του, να ακουμπήσει δηλαδή το «σώμα της εξουσίας», όπως ακριβώς στον μεσαίωνα οι υπήκοοι στριμώχνονταν για να τους αγγίξει το χέρι του βασιλιά, το οποίο θεωρούνταν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Και μπορεί φυσικά σήμερα το σώμα του βασιλιά αυτό καθαυτό να μην αποτελεί την ενσάρκωση του κράτους, μπορεί με άλλα λόγια το «l’ état c’est moi» να μην είναι πλέον κυριολεκτικό, και ο σύγχρονος πολιτικός ηγέτης να είναι ένας απλός «ενοικιαστής» της εξουσίας, αλλά η μαγεία δεν έχει πάψει να τον τυλίγει σαν ένα διαρκές φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι του.
     Και κατά μία έννοια, δεν είναι εντελώς παράλογο. Καίτοι οι πολιτικοί, τις τελευταίες δεκαετίες, παλεύουν να μας πείσουν ότι είναι «απλοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας», η δουλειά αυτή που κάνουν δεν είναι για κοινούς θνητούς, πόσο μάλλον σε καιρούς άγριους σαν τους δικούς μας. Πόσοι από εμάς θα ήταν άραγε ικανοί να λάβουν, χωρίς να καταρρεύσουν από ενοχές, αποφάσεις που θα είχαν σοβαρότατες αρνητικές συνέπειες για εκατομμύρια συνανθρώπους μας; «Είναι μια βρωμοδουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει», λένε δικαίως οι θυμόσοφοι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Και πράγματι, συχνά δεν είναι αξιοζήλευτη η θέση των «ηγεμόνων» μας.
     Το πιο μαγικό όμως από όλα βρίσκεται στον λόγο τους. Όπως θα έλεγε κι ένας παλιότερος φιλόσοφος, μπορούν να κάνουν πράγματα με τις λέξεις τους. Μιλούν, και, ως εκ θαύματος, κάτι συμβαίνει ως αποτέλεσμα της δήλωσής τους. Έτσι, αν φέρ’ ειπείν μάς πουν ότι μπορούν να περπατήσουν πάνω στη θάλασσα, πολλοί θα τους πιστέψουν, όχι αναγκαστικά οι πιο αφελείς και μόνο. Και θα τους πιστέψουν διότι αποδεχόμενοι τη μαγεία, έχουν συνάψει και μια σύμβαση με την εξουσία (στη σύγχρονη μορφή της). «Εγώ σου παραχωρώ τη νομιμοποίησή μου, κι εσύ φρόντισε να την διαχειριστείς επ’ ωφελεία μου. Αν λες ότι μπορείς να περπατήσεις στη θάλασσα, κάτι θα ξέρεις περισσότερο από εμένα. Περιμένω να σε δω». Δεν είναι όμως όλα ρόδινα για τον ηγεμόνα. Αν την ώρα που πάει να περπατήσει στη θάλασσα, βουλιάξει αύτανδρος, κινδυνεύει να γελοιοποιηθεί. Ο βασιλιάς εκτός από γυμνός, θα ‘ναι και μούσκεμα, δηλαδή πλήρως ταπεινωμένος. Θα ‘χει χάσει ως εκ τούτου τη γοητεία του, που όπως είπαμε, είναι απαραίτητο συνοδευτικό για την περίεργη αυτή δουλειά που κάνει.
     Κάθε παρακμή έχει όμως τον δικό της πάτο. Και για την εξουσία αυτός είναι όταν o βασιλιάς όχι μόνο έχει πνιγεί στη θάλασσα, στην οποία υποτίθεται θα περπατούσε, αλλά την ίδια στιγμή επιμένει να ισχυρίζεται ότι όλα βαίνουν καλώς, όπως στο γνωστό ανέκδοτο, όταν αυτός που πέφτει από τον 10ο όροφο, λέει καθησυχαστικά, μόλις έχει φθάσει στον 1ο, «ώς εδώ είμαι μια χαρά». Σε αυτή την περίπτωση δεν είναι μόνο ότι μια εξουσία απέτυχε στους στόχους και στις υποσχέσεις της, κάτι, τέλος πάντων, αποδεκτό στο πλαίσιο του πολιτικού παιχνιδιού. Είναι ότι η εξουσία έχει διαρρήξει τον πιο βασικό δεσμό που τη συνδέει με την κοινωνία: την εμπιστοσύνη. Οι λέξεις, όχι μόνο πλέον δεν φτιάχνουν πράγματα, αλλά διαλύουν και όσα ήδη υπάρχουν. Ο Βασιλιάς δεν είναι μόνο γυμνός, έχει χάσει και κάθε αίσθηση σοβαρότητας. Μιλάει, και όλοι γελούν με χάχανα. Ιδού, λοιπόν, ο χειρότερος εχθρός της εξουσίας, η χλεύη. Η αίσθηση δηλαδή των πολιτών ότι αυτός που τους απευθύνεται είναι κάποιος πολύ χειρότερός τους, κάποιος του οποίου οι λέξεις είναι το προκάλυμμα μιας εξαπάτησης. Και τότε είναι που οι «υπήκοοι» θα γυρίσουν και θα του πουν στον ενικό αγενείας: «Μη μιλάς άλλο, το ψέμα σου δεν θα ζήσει να γεράσει»…



ΕΜΠ, το βασίλειο της παραβατικότητας

της Μαρίας Κατσουνάκη, εφημ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 19-6-2016




     Εδώ και περίπου τρεις μήνες στο κτίριο Γκίνη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στεγάζονται πρόσφυγες. Η ομάδα αναρχικών - αντιεξουσιαστών που το κατέλαβε, ανακοίνωσε πως η κίνηση αυτή έγινε για να βρουν κατάλυμα πρόσφυγες της πλατείας Βικτωρίας («Κ» 4/03/2016). Μάλιστα η «κατάληψη της Θεμιστοκλέους 58 σε συνεργασία με αλληλέγγυους» είχε ζητήσει από «ομάδες, συλλογικότητες και άτομα να στηρίξουν έμπρακτα την κατάληψη ώστε να τη μετατρέψουμε σε κέντρο αγώνα ενάντια στα κράτη και στα σύνορά τους». Καθηγητής του ΕΜΠ τότε είχε καταγγείλει επώνυμα (έχει μεγάλη σημασία αυτό) την ενέργεια, λέγοντας το αυτονόητο: «οι καταληψίες είναι άσχετοι με τον χώρο του πανεπιστημίου και υπό την απειλή βίας, κρατούν έξω από τον χώρο του Πολυτεχνείου την πανεπιστημιακή κοινότητα».
     Το περιστατικό δεν είναι πρωτοφανέρωτο. Αντιθέτως· αποτελεί μία από τις κανονικότητες του «άβατου» της Πατησίων, το οποίο εκτείνεται σε χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Τα υπόγεια του κεντρικού κτιρίου καταλήφθηκαν τη δεκαετία του ’90. Έκτοτε καμία πρυτανεία δεν έχει πάρει θέση. Ουδείς επιθυμεί και επιχειρεί να «βγάλει το φίδι από την τρύπα».
     Οι συνομιλητές μας, φοιτητές και καθηγητές στο ΕΜΠ, είναι όλοι συντετριμμένοι. Δεν είναι οργισμένοι. Είναι αποκαμωμένοι και τρομοκρατημένοι. Δεν μιλούν επώνυμα για να αποφύγουν τις συνέπειες της στοχοποίησής τους. «Μα, καλά, τι περιμένουν για να επέμβουν στο Πολυτεχνείο; Να δουν Καλάσνικοφ;» αγανακτώ από αυτά που ακούω. «Και ποιος σας είπε ότι δεν υπάρχουν...» έρχεται η απάντηση και μετά σιωπή.
     Τι είναι όλος αυτός ο πληθυσμός που έχει εγκατασταθεί στο Πολυτεχνείο, δεκαετίες τώρα, εκτοπίζοντας φοιτητές και καθηγητές; Αντιεξουσιαστές, τρελοί, ναρκομανείς, αναρχικοί, μπαχαλάκηδες, υπόκοσμος. Ξεκινήσαμε την αναζήτησή μας σε αυτό το βασίλειο της παραβατικότητας και της ανομίας, μετά τα γεγονότα της περασμένης Τετάρτης, που στοίχισαν στο ελληνικό Δημόσιο ένα τρόλεϊ, ένα λεωφορείο και μερικούς κάδους απορριμμάτων. Σύμφωνα με το αστυνομικό δελτίο, οι μολότοφ εκσφενδονίζονταν μέσα από το Πολυτεχνείο.
     «Ισχύει το πανεπιστημιακό άσυλο με τον τρόπο που ίσχυε;» ρωτάμε, αλλά κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς τι συμβαίνει. Το 2011 με τον νόμο Διαμαντοπούλου είχε τροποποιηθεί το καθεστώς του 1982, το οποίο είχε εξελιχθεί σε απόλυτη παθογένεια.
     Ανακάλυψα μια δήλωση, πριν από ένα χρόνο (17/04/2015), του τότε κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, που ηχούσε σχεδόν σαν απειλή: «Για εμάς, το πανεπιστημιακό άσυλο είναι αδιαπραγμάτευτο και γι’ αυτό θα το επαναφέρουμε με το νέο νομοσχέδιο». Το επανέφεραν; Ένας εκ των συνομιλητών μας ισχυρίζεται ότι τίποτα δεν αποκλείεται. Μπορεί να έχει ενταχθεί «ως απίθανη τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο».
     Ας μείνουμε όμως στην περιγραφή: το κτίριο Αβέρωφ, που είχε αποσπάσει το μεγάλο βραβείο της Europa Nostra το 2013 με την υποδειγματική αποκατάστασή του, είχε μέχρι πρότινος στην πρόσοψη απλωμένες μπουγάδες. Έτσι είχαν αποφασίσει πως πρέπει να «λειτουργεί» το κτίριο οι «αλληλέγγυοι». Οι πόρτες των γραφείων είναι σιδερένιες και οι κλειδαριές ασφαλείας. Οι τραμπουκισμοί και οι απειλές εναντίον φοιτητών και καθηγητών που δεν δείχνουν... συμπάθεια στο υπάρχον καθεστώς είναι καθημερινό φαινόμενο.
     «Και ο πρύτανης; Η καθηγήτρια, πρόεδρος της Σχολής των Αρχιτεκτόνων, τι κάνουν;» ρωτάμε, ελαφρώς αποσβολωμένοι από τις αφηγήσεις, που η έκτασή τους υπερβαίνει τον χώρο και τις λέξεις. «Είναι σύνθετο το θέμα. Υπάρχει και ένα παιχνίδι πολιτικών ισορροπιών», εισπράττουμε ως απάντηση και ως προσεκτικά διατυπωμένο υπονοούμενο.
     Προφανώς και το υπουργείο Παιδείας είναι ενήμερο για την κατάσταση. Όχι μόνον το νυν αλλά και όλα τα προηγούμενα. Απλώς, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει να διαχειριστεί και ένα στρατό αντιεξουσιαστών και μπαχαλάκηδων που η ίδια υπέθαλψε και «τώρα δεν ξέρει τι να τον κάνει».
     «Και το Συμβούλιο Ιδρύματος;» είναι το τελευταίο μας ανάχωμα. «Είναι, το λένε και οι ίδιοι, απολύτως απαξιωμένοι. Οι “χρήσιμοι ηλίθιοι” που εξυπηρετούν το σχέδιο του Φίλη να τους καταργήσει σιωπηρώς στην πράξη. Σέρνονται. Κανείς δεν τους υπολογίζει, δεν τους δίνει σημασία. Τέσσερις από τους 13 ετοιμάζονται να φύγουν και δύο ακόμη αμφιταλαντεύονται».
     Σε έγγραφό του, το Συμβούλιο του ΕΜΠ, με ημερομηνία 5/01/2014, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Η ύπαρξη χώρων του Ιδρύματος που αποτελούν άβατα είναι απαράδεκτη. Η διάθεση συγκεκριμένων χώρων σε ομάδες σπουδαστών μπορεί να γίνεται μόνο με απόφαση της Διοίκησης και με την προϋπόθεση ότι οι χώροι θα είναι ανοικτοί σε όλους τους σπουδαστές, ενώ η Διοίκηση θα διατηρεί το δικαίωμα πρόσβασης και ελέγχου των χώρων αυτών οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο ή αναγκαίο».
     Προφανώς και επρόκειτο για μια ακόμη –ανάμεσα σε πολλές άλλες– παρέμβαση που βρήκε τη θέση της στον κάδο ανακύκλωσης. Στο «άβατο» ουδείς, πρύτανης ή καθηγητής (εκτός αν λογίζεται «δικός τους»), τολμάει να εμφανιστεί.
     Στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. «Λυγίζουν τα σίδερα των παραθύρων και μπαίνουν στα γραφεία για να κλέψουν υπολογιστές. Κάποτε μπορούσαμε να τους αντικαταστήσουμε, τώρα πολλοί συνάδελφοι φέρνουν μαζί τους φορητούς. Εμφανίζονται και μασκοφόροι, μετά τη δύση του ηλίου δεν νιώθει κανείς ευχάριστα, τα περισσότερα από τα καταστήματα και βιβλιοπωλεία που είχαν ανοίξει, έχουν κλείσει. Δεν άντεξαν».
     Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Ελλάδα 2016. Το υπουργείο Παιδείας είναι απορροφημένο με τις διδακτικές ώρες των αρχαίων.

Υ.Γ.: Κρίμα για ένα τόσο όμορφο κτίριο, που κουβαλά τόση πολλή ιστορία πάνω του, να πέφτει το ίδιο θύμα των νέο-δικτατόρων που το τυραννούν εδώ και χρόνια…



«Βους επί γλώσση μέγας βέβηκεν»

Τάκης Θεοδωρόπουλος, εφημ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 19/6/2016

 Αποτέλεσμα εικόνας για η φαρμα των ζωων

     «Τα δ’ άλλα σιγώ. Βους επί γλώσση μέγας βέβηκεν...». Σε ελεύθερη απόδοση: «Τα υπόλοιπα δεν θα τα πω. Ένα μεγάλο βόδι πάτησε τη γλώσσα μου...». Κάπως έτσι κλείνει ο μονόλογος του Φύλακα, που εισάγει τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου. Λίγο πριν έχει δει τις φρυκτωρίες που αναγγέλλουν την άλωση της Τροίας και την επιστροφή του βασιλιά, και ο ίδιος ετοιμάζεται να ξυπνήσει την Κλυταιμνήστρα για να της το αναγγείλει. «Τα υπόλοιπα» είναι αυτά που συνέβησαν κατά την απουσία του και όσα τον περιμένουν όταν θα επιστρέψει. Αυτά τα αποσιωπά ο ίδιος, είναι υπόθεση των πρωταγωνιστών της τραγωδίας.
     Διάβασα τις προάλλες πως ο Έλιοτ, υπεύθυνος του οίκου Faber and Faber, είχε απορρίψει την έκδοση του έργου του Όργουελ «Η φάρμα των ζώων». Έκρινε πως το δυστοπικό αφήγημα, παραβολή της μπολσεβικικής επανάστασης και της επιβολής του σταλινικού καθεστώτος, ήταν άκαιρο. Ήταν το 1944, ή 1945, αν δεν κάνω λάθος, η ΕΣΣΔ πολεμούσε με την Αγγλία κατά του Αξονα και δεν θα ήταν σωστό να δημοσιευθεί ένα κείμενο με τέτοια καταλυτική κριτική κατά του Στάλιν. Πάντα υπάρχει μια συγκυρία η οποία καθιστά την κριτική «άκαιρη». Όπως λέει ο Νίτσε, για να τον παραφράσω κι αυτόν, η σκέψη είναι πάντα άκαιρη.
     Ο Γαλλολιβανέζος συγγραφέας Αμίν Μααλούφ («Λέων ο Αφρικανός», «Σαμαρκάνδη») έδωσε την περασμένη εβδομάδα συνέντευξη σε ισραηλινό κανάλι, με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου. Του επετέθησαν συμπατριώτες συνάδελφοί του και δύο τουλάχιστον μεγάλες εφημερίδες της Βηρυτού. Τον κατηγόρησαν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο νομιμοποιεί την πολιτική του Ισραήλ και την κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών. Θα μπορούσε, αν μη τι άλλο, να τα έχει καταγγείλει και μετά ας μιλήσει για τη λογοτεχνία του όσο θέλει.
     Ας μου συγχωρεθεί η παράθεση τόσων ονομάτων, όμως εικονογραφούν το καθεστώς λογοκρισίας που επιβάλλεται ακόμη κι όταν δεν υπάρχει κάποιος συνταγματάρχης πίσω από ένα γραφείο, ο οποίος πρέπει να εγκρίνει το γραπτό σου πριν δημοσιευθεί. Είναι η προσπάθεια ενοχοποίησης της ελεύθερης έκφρασης και σκέψης στο όνομα προτεραιοτήτων που την υπερβαίνουν. Δεν σου απαγορεύουν να μιλήσεις. Απλώς σου υπενθυμίζουν ότι την επόμενη φορά που θα μιλήσεις θα πρέπει να φροντίσεις να μην ενοχοποιηθείς θίγοντας είτε τις ευαισθησίες που προκαλούνται λόγω της συγκυρίας, είτε τις ευαισθησίες κάποιας κοινωνικής, θρησκευτικής ή φυλετικής ομάδας, είτε τους υπέρβαρους, είτε τους ανορεξικούς. Η «Νεογλώσσα» που έχει επιβάλει ο Μεγάλος Αδελφός στο «1984» του Όργουελ είναι η δυστοπική προσέγγιση μιας πραγματικότητας η οποία έχει επιβληθεί. Πείτε την «πολιτικώς ορθόν», πείτε την «ενιαία σκέψη» ή «ομογενοποιημένη».
     Στη μικρή και κλειστοφοβική πνευματική μας ζωή, με το ελάχιστο οξυγόνο και τους κλειστούς ορίζοντες, τη λογοκρισία της δικτατορίας την αντικατέστησε ο ολοκληρωτισμός της «ενιαίας σκέψης». Δεν είναι και δύσκολο. Οι απόψεις συνήθως διακινούνται τα βράδια στο εστιατόριο και μετά δεν έχεις χρόνο να διαβάσεις. Σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης δεν μπορούσες να αρθρώσεις δημόσιο λόγο ως πνευματικός άνθρωπος αν δεν αυτοχαρακτηριζόσουν «αριστερός». Αν τολμούσες να συγκρίνεις τον Χίτλερ με τον Στάλιν σε αποκαλούσαν «αντικομμουνιστή», κάτι σαν αρρώστια, αφού η λέξη «κομμουνισμός» παρ’ ημίν ήταν ταυτόσημη με την πολιτική υγεία. Η δε λέξη «φιλελεύθερος» ήταν στην παρανομία. Ώσπου πολλοί πρώην κομμουνιστές υιοθέτησαν τον φιλελευθερισμό με τον ίδιο ιδεολογικό απολυταρχισμό. Έτσι έμαθαν την πολιτική.
     Υπερασπίζεσαι τη διδασκαλία του χριστιανισμού στην εκπαίδευση, σε λένε συντηρητικό. Υπερασπίζεσαι τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών ή της καθαρεύουσας, εκεί πια είσαι τελειωμένος. Κι αν πιστεύω ότι η πρόοδος προκύπτει από την αξιοποίηση των ήδη υπαρχουσών αξιών, τότε είμαι συντηρητικός. Αν τολμήσεις να πεις πως το Ισλάμ αποτελεί κίνδυνο για τον Δυτικό Πολιτισμό, σε ταυτίζουν με τον Τραμπ και σε χρίζουν ισλαμόφοβο. Είναι σαν να λες είμαι εναντίον του Στάλιν και να σε ταυτίζουν με τον Χίτλερ. Πέρυσι το καλοκαίρι, αν έλεγες πως ανάμεσα στους πρόσφυγες υπάρχουν μετανάστες, σε αποκαλούσαν ρατσιστή. Ώσπου έφυγαν οι πρόσφυγες και μας έμειναν οι μετανάστες. Τόλμησα τις προάλλες να διατυπώσω αντιρρήσεις για το gay pride και έγινα ομοφοβικός για τις πρόθυμες μιλίτσιες. Είναι σαν να λες ότι δεν σου αρέσει ο Φίλιπ Ροθ και να σε λένε αντισημίτη.
     Το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό. Το ξέρω. Όταν την ανάγνωση την έχουν αντικαταστήσει οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η ενιαία σκέψη αναπτύσσεται σαν λειχήνα. Σε μια κοινωνία όμως, όπως η ελληνική, όπου η μέση εκπαίδευση στηρίζεται στην αποστήθιση και στην παπαγαλία, όπου τα πανεπιστήμια είναι διαλυμένα και η ανάγνωση θεωρείται πολυτέλεια στην καλύτερη περίπτωση και στη χειρότερη ιδιοτροπία, όπου οι περισσότεροι ταυτίζουν τη σκεπτόμενη γραφή με την έκθεση ιδεών, ο αυταρχισμός της ενιαίας σκέψης καλύπτει όλες τις ανασφάλειες και τις φοβίες των δημοσιολογούντων.
     Τον 17ο αιώνα ο Γάλλος ποιητής Boileau είπε πως στρέφεται στους κλασσικούς για να απελευθερωθεί από τις δουλείες του σύγχρονου κόσμου του. Είναι μια κίνηση που πάντα την έκανε η Ευρώπη στις κρίσιμες στιγμές. Κι αυτή στο κάτω κάτω είναι η σημασία της κλασσικής παιδείας, την οποία η αλαζονεία της μετανεωτερικότητας προσπαθεί να εξαφανίσει στο όνομα του προοδευτικού κομφορμισμού. Σε απελευθερώνει, όπως ο οίστρος του Σωκράτη, απ’ το βόδι που πάτησε τη γλώσσα.

Υ.Γ.: Φοβάμαι πως η εποχή μας έχει πλέον γίνει ένα πεδίο εφαρμογής των οργουελιανών ανησυχιών...

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία



Η καχεξία του αστικού στοιχείου
στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία

του Παναγιώτη Κονδύλη*

     Η υιοθέτηση και η διάδοση κεντρικών ιδεών και αξιών τής πολιτισμικής επανάστασης συνόδευσαν και την Ελλάδα πριν ακόμη από το 1974, προ παντός όμως μεταδικτατορικά, τη διαμόρφωση της εγχώριας (εξαμβλωματικής) μαζικής δημοκρατίας, επηρεάζοντας σε σημαντικό βαθμό τα καθημερινά ήθη. Ταυτόχρονα με την τροπή προς την εγχώρια παραλλαγή τής μαζικής δημοκρατίας συντελέσθηκε και η στροφή προς μιαν αντίστοιχη μορφή μεταμοντερνισμού, με την έννοια ότι η χαλάρωση ή η διάλυση των εντόπιων ιδεολογημάτων, μαζί με τη διεθνή ρευστοποίηση των σαφών ψυχροπολεμικών ιδεολογικών ορίων, προκάλεσε όχι μόνον μιάν αδιαφορία για την ελληνική ιδεολογία γενικότερα, αλλά και μια χαοτική ανάμιξη των πνευματικών προϊόντων, που έρχονταν σε όλο και μεγαλύτερες μάζες από έξω -σε ακριβή αντιστοιχία, άλλωστε, προς τη ραγδαία αύξηση της εισαγωγής υλικών καταναλωτικών αγαθών. Ο συνδυασμός των πάντων με τα πάντα, ο οποίος αποτελεί ουσιώδες γνώρισμα του μαζικοδημοκρατικού τρόπου σκέψης, καθώς και οι ηδονιστικές αξίες τού αυθορμητισμού και της αυτοπραγμάτωσης, όπως τις διακήρυξε η πολιτισμική επανάσταση, στην Ελλάδα συμφύρθηκαν με τις παμπάλαιες και πασίγνωστες επιχώριες έξεις τής πνευματικής νωθρότητας, του εξυπνακιδισμού και της ημιμάθειας. Η σύμφυρση αυτή, επομένως, ήταν η φυσική και βολική είσοδος του μεταμοντερνισμού σε έναν τόπο όπου το αστικό εργασιακό ήθος είναι ουσιαστικά άγνωστο όχι μόνο στον τομέα τής υλικής παραγωγής, αλλά και στον τομέα τού πνεύματος, όπου δεν διαμορφώθηκαν επιστημονικές παραδόσεις με συνοχή και με μακρόβιους φορείς και όπου οι μίμοι και οι γελωτοποιοί εκπροσωπούνται με ποσοστά ιδιαιτέρως υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα Πανεπιστήμια και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όπως και να ’χει, η τέτοια είσοδος του μεταμοντερνισμού στις ελληνικές συνθήκες αποτελεί την ολοκλήρωση, και εν μέρει την κορύφωση, της κρίσης όλων των θεμελιωδών δεδομένων τής ελληνικής εθνικής ζωής. Η εκποίηση του Έθνους με την υλική έννοια θα συνοδευθεί και από την πλήρη πνευματική του στειρότητα, αν η μεταμοντέρνα σύμφυρση των πάντων με τα πάντα πραγματωθεί αποκλειστικά ως σύμφυρση μεταξύ κακοχωνεμένων δάνειων στοιχείων, και αν η φθορά των ελληνικών, ή εν πάση περιπτώσει εξελληνισμένων, ιδεολογημάτων καταλήξει συν τοις άλλοις σε συρρίκνωση ή σε εργαλειοποίηση της γλώσσας τέτοια, ώστε να μην μπορεί πια να παραχθεί στον νεοελληνικό χώρο το μόνο προϊόν που -ακριβώς χάρη στη μοναδική δυναμική μιας πολυστρώματης και παμπάλαιας γλώσσας- έχει παραχθεί ως τώρα σε υψηλή ποιότητα: ποίηση. Απέναντι σε όλα αυτά τα φαινόμενα μπορεί κανείς να δοκιμάζει οδύνη, νιώθοντας μετέωρος και δίχως εθνικές ρίζες, ή μπορεί και να τα θεωρεί ασήμαντα, πιστεύοντας ότι πατρίδα του ανθρώπου, προ παντός σήμερα, είναι ο κόσμος, κι ότι την τροφή που δεν μπορεί να του δώσει ο ένας τόπος, τού την παρέχει ένας άλλος. Οποιαδήποτε προσωπική στάση κι αν επιλέξει ο καθένας, γεγονός είναι ότι η νεοελληνική ιστορία, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στα τελευταία διακόσια χρόνια, κλείνει τον κύκλο της. Ασφαλώς, τα τραγικά και κωμικά της επεισόδια δεν τέλειωσαν ακόμη, όπως χάνεται η ενότητα της προβληματικής της και ο ειδοποιός της χαρακτήρας. Η Ελλάδα εντάσσεται σε πολύ χαμηλή θέση στο σύστημα του διεθνούς καταμερισμού τής ύλης και της πνευματικής εργασίας. Ο δικός της μεταμοντερνισμός συνίσταται στο ότι αποτελεί μια στενή και παράμερη λωρίδα στο ευρύ φάσμα τού μεταμοντερνισμού άλλων.

ΣΗΜ.: Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από την εισαγωγή στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του κορυφαίου Έλληνα φιλοσόφου και στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998) με τίτλο: «Οι αιτίες παρακμής τής σύγχρονης Ελλάδας», εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ, β΄ έκδοση, Αθήνα 2011, σελ. 66-68. Επίσης δημοσιεύεται και ως άρθρο στο περ. «ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ» (τόμ. 7, τεύχ. 12-13, Ιούν.-Δεκ. 1990). 
     Όποιος μπει στον κόπο να μελετήσει εις βάθος αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο, θα διαπιστώσει την αναμφισβήτητη αξία του, καθώς και τον προφητικό χαρακτήρα των γραπτών του...