Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013



ΟΜΙΛΙΑ
ΕΙΣ ΤΟΝ Ι. Ν. ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
ΕΠΙ ΤΗι ΕΠΕΤΕΙΩι ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΜΝΗΜΗΣ
ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

15 Σεπτεμβρίου 2013

Κυρίες και κύριοι,
                           Όταν η προϊσταμένη μου αρχή με ενημέρωσε ότι μου ανετέθη η ευθύνη αυτής της ομιλίας, αισθάνθηκα αμήχανα, όπως πολλούς αιώνες πριν ο ηγέτης της αρχαίας Αθήνας Περικλής μπροστά από τους νεκρούς του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου. Γιατί είναι πολύ εύκολο να μιλά κανείς για το απώτερο παρελθόν· κανείς απ’ τους ακροατές του δεν μπορεί να τον διαψεύσει, διότι κανείς απ’ αυτούς δεν έχει προσωπική εμπειρία απ’ όσα αναφέρει. Όταν όμως φτάνει η στιγμή να αναφερθεί σε γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος μπροστά σε ειδότες, σε ανθρώπους δηλαδή που γνωρίζουν εμπειρικά ή που έζησαν αυτοί και οι οικογένειές τους το ίδιο γεγονός, τότε οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν σοβαρά την εμπειρία των ανθρώπων αυτών και τις αντιλήψεις τους, οι οποίες άλλωστε προέρχονται από τη γνώση της πραγματικότητας και όχι από τη θεωρία.
     Τα λόγια μου ίσως να αντηχούν ως κοινοτυπίες στα αυτιά πολλών από εσάς, ωστόσο, φοβάμαι πως δεν είναι καθόλου τέτοιες. Ζούμε σε μια εποχή όπου τα πάντα αναιρούνται και αμφισβητούνται· ιδίως στην ιστορία. Έτσι αναρωτιόμαστε για παράδειγμα μήπως το Κρυφό Σχολειό ήταν μια πλάνη· μήπως οι γυναίκες του Ζαλόγγου δεν υπήρξαν ποτέ· μήπως εν τέλει οι Μικρασιάτες Έλληνες δεν σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους αλλά «συνωστίστηκαν» στην προκυμαία της Σμύρνης.
     Είναι πολύ εύκολο να αμφισβητήσει κανείς τώρα πια το Κρυφό Σχολειό· Δεν ζει κανείς από αυτούς που δίδαξαν ή διδάχθηκαν σ’ αυτό για να τους αντικρούσει. Είναι πολύ εύκολο επίσης να διατυπώσει κανείς τις αντιρρήσεις του για το αν οι γυναίκες του Ζαλόγγου θυσιάστηκαν με τον τρόπο που έχουμε μάθει στην ιστορία· Δεν ζει καμμιά τους για να το διαψεύσει. Είναι όμως τόσο εύκολο να μιλήσει κανείς για συνωστισμό στη Σμύρνη όσο υπάρχουν ακόμα εν ζωή Μικρασιάτες που βρέθηκαν εκεί και έζησαν το δράμα του ξεριζωμού; Όσο υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που άκουσαν με τα ίδια τους τα αυτιά τους γονείς τους ή τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους να τους εξιστορούν τα όσα τράβηξαν εκείνες τις φοβερές ημέρες του ’22;
     Πριν από λίγες ημέρες, βρέθηκα στην Αθήνα για την κηδεία της Χρυσάνθης Σοφιανοπούλου, γιαγιάς της συζύγου μου. Έφυγε πλήρης ημερών όπως συνηθίζουμε να λέμε· 103 και πλέον ετών. Η γυναίκα αυτή δεν ήταν μια τυχαία ηλικιωμένη που έφυγε απ’ τη ζωή· Ήταν μια βασανισμένη ψυχή, Μικρασιάτισσα, που έφυγε στα 12 της χρόνια κακήν κακώς από τον Βουτζά, ένα προάστιο ΒΑ της Σμύρνης, με 10.000 περίπου κατοίκους, όλους σχεδόν Έλληνες. Μια γυναίκα που η ίδια και η οικογένειά της επέζησε μέσα από ανείπωτες ταλαιπωρίες και διωγμούς, αλλά είδε και όλα σχεδόν όσα περιγράφουν Έλληνες και ξένοι αυτόπτες μάρτυρες της τραγωδίας του Ελληνισμού της Μ. Ασίας. Είδε τον Τούρκο να σφάζει, να βιάζει, να πυρπολεί, να μην αφήνει ούτε λίθο επί λίθου που να θυμίζει την μακραίωνη παρουσία των Ελλήνων εκεί. Και το σπουδαιότερο· ως το τέλος της μακράς ζωής της διέθετε καταπληκτική πνευματική διαύγεια, τον μεγαλύτερο εχθρό των «συνωστισμών»…
     Σαν τη γιαγιά Χρυσάνθη υπήρξαν - και είναι πιθανό να υπάρχουν ακόμη - χιλιάδες γυναίκες και άντρες που έζησαν όσα έγιναν, που βρέθηκαν εκεί, αυτόπτες και αυτήκοοι του δράματος που εξελίχθηκε στις ακτές της Μ. Ασίας. Ενός δράματος που ξεκίνησε τον Μάιο του 1919 και ολοκληρώθηκε τρία χρόνια αργότερα, με την πλήρη επικράτηση των Τούρκων. Τούρκων που δεν αρκέστηκαν μόνο στη νίκη τους, παρά επέλεξαν να απαλλαγούν ολοκληρωτικά από το «εσωτερικό καρκίνωμα»[1] όπως αποκαλούσαν τους Έλληνες που κατοικούσαν εκεί αιώνες πριν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της εξόντωσης του ηγέτη του μικρασιατικού Ελληνισμού, μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, ο οποίος αφού αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, παρέμεινε ως το τέλος στη Σμύρνη, παραδόθηκε στον μανιασμένο όχλο και κυριολεκτικά κατακρεουργήθηκε, όπως και πολλοί ακόμα επίσκοποι, κληρικοί και δημογέροντες που κοσμούν και συμπληρώνουν το νέο μαρτυρολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι δε απλοί Μικρασιάτες; Λίγες ήταν εκείνες οι οικογένειες που κατόρθωσαν να επιζήσουν χωρίς ούτε μία απώλεια από τη λαίλαπα. Από τους υπόλοιπους, άλλοι εξοντώθηκαν ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, νεαρές κοπέλες αλλά και μεγαλύτερες γυναίκες βιάστηκαν, ενώ αμέτρητες είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων που έχασαν τα λογικά τους βλέποντας τη ζωώδη συμπεριφορά των πρώην φίλων και γειτόνων τους.
     Στην ίδια οικτρή θέση βρέθηκε και η γιαγιά Χρυσάνθη. Η οικογένειά της μαζί με τις υπόλοιπες, ειδοποιήθηκε πως πρέπει να ξεσπιτωθεί από τον τόπο της. Ο πατέρας της, μαζί με όλους τους άντρες της περιοχής, συνελήφθη και οδηγήθηκε στα διαβόητα αμελέ ταμπουρού, τα «Τάγματα Εργασίας». Τι εστί αμελέ ταμπουρού; Ένα Άουσβιτς εν ροή. Έλληνες και Αρμένιοι κρατούμενοι, οδηγούνταν στα βάθη της Ανατολίας, βαδίζοντας μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες, συνήθως χωρίς προορισμό. Προορισμός τους ήταν η εξόντωση και ο θάνατος.
     Η Σμύρνη ήταν ο επόμενος σταθμός της οικογένειας της γιαγιάς Χρυσάνθης. Χιλιάδες Έλληνες «συνωστίζονταν» στο λιμάνι της Σμύρνης, προσμένοντας είτε ένα πλοίο για να τους πάει όσο μακρύτερα γινόταν από τη φρίκη είτε την ατίμωση και τον θάνατο από τους τσέτες που παραμόνευαν. Η Σμύρνη, η πολυτραγουδισμένη Σμύρνη, είχε παραδοθεί στις φλόγες για να σβηστεί κάθε σημάδι που μαρτυρούσε την εκεί ελληνική παρουσία. Τα συμμαχικά πλοία ναυλοχούσαν εκεί. Οι ναύτες τους τραβούσαν φωτογραφίες (όπως κάνουν οι τουρίστες που επισκέπτονται ένα αξιοθέατο) και οι εντολές που είχαν λάβει, μιλούσαν για αυστηρή ουδετερότητα· Για χάρη της, όσοι άτυχοι Έλληνες έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν από το λεπίδι του Τούρκου, έχαναν τη ζωή τους από τα κουπιά ή το ζεματιστό νερό των χριστιανικών πληρωμάτων που τους απαγόρευαν κι αυτή την ελπίδα για σωτηρία. Και ο λαός της Μικρασίας, ο «συνωστισμένος» στο λιμάνι της Σμύρνης, μάταια περίμενε να πέσει έστω και μια κανονιά για να σταματήσει το κακό!   
     Οι άνθρωποι αυτοί, όσοι επέζησαν από τη μανία των σφαγέων τους, έφτασαν με ό,τι μέσο βρήκαν, πρώτα στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και στη συνέχεια σε διάφορα μέρη της πατρίδας μας. Το ίδιο συνέβη και με τη γιαγιά Χρυσάνθη· Έφτασε με τη μητέρα και τις αδελφές της πρώτα στη Χίο κι ύστερα στην Αθήνα, στην περιοχή του Ταύρου, ζώντας μέσα σε άθλιες συνθήκες και μη μπορώντας να υποφέρει ένα πράγμα: την περιφρόνηση των γηγενών Ελλήνων που κάθε φορά που τους συναντούσαν, τους αποκαλούσαν υποτιμητικά «πρόσφυγ(γ)ες» και «τουρκόσπορους». Τέτοιοι πονεμένοι άνθρωποι έφτασαν και στην πόλη μας, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της δυτικής παραλίας. Ακόμα και σήμερα, πίσω από τα φανταχτερά εστιατόρια της μαρίνας, σώζονται μερικά χαμόσπιτα από εκείνα τα χρόνια, που στέγασαν τις ελπίδες και τα όνειρα πολλών Ελλήνων της Μ. Ασίας.
     Σήμερα, σ’ ολόκληρο τον Ελληνισμό, θυμόμαστε και ανακαλούμε στη μνήμη όλα όσα υπέφεραν οι βασανισμένοι Μικρασιάτες. Δεν μνησικακούμε, αλλά δεν ξεχνούμε κιόλας. Ιδιαίτερα σήμερα, που οι εχθροί της Ελλάδος πάλιν μαίνονται, πάλιν ταράττονται, πάλιν την κεφαλήν της Ελλάδος επιζητούν αποτμηθήναι, για να παραφράσουμε ένα πασίγνωστο χωρίο[2] του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου του οποίου τελέσαμε προ ολίγου τη Θεία Λειτουργία.
     Η πατρίδα μας ξανά βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Με μια διαφορά όμως: τότε η καταστροφή συνοδεύτηκε από αγώνα για επιβίωση, από πείσμα για ζωή. Ενώ ο σημερινός Έλληνας, παραδομένος στη ραστώνη της καλοπέρασης και των κονδυλίων από την εσπερία, βλέπει απαθής την καταστροφή του. Οι άνθρωποι εκείνοι, μέσα σε λίγα χρόνια, κατόρθωσαν να ριζώσουν στον τόπο που εγκαταστάθηκαν, να προοδεύσουν και σιγά σιγά να ενσωματωθούν πλήρως στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της χώρας. Έφεραν μαζί τους μια παράδοση αιώνων μπολιάζοντας την ελλαδική μέσα από τη μουσική, τη λογοτεχνία, τα ήθη και τα έθιμα, τον τρόπο ζωής.
     Αυτή η αισιοδοξία και ο αγώνας εκείνων των τόσο βασανισμένων ανθρώπων για ζωή, νομίζω πως πρέπει να αποτελέσουν για όλους μας ένα τρανό παράδειγμα. Εμείς, που λυγίζουμε με πολύ λιγότερα προβλήματα, εμείς, που απογοητευόμαστε τόσο εύκολα από τη ζωή μας, εμείς, που παραιτούμαστε αποκαμωμένοι από τις δήθεν αξεπέραστες δυσκολίες του βίου, έχουμε πολλά να μάθουμε απ’ αυτούς τους ανθρώπους.
     Αρκεί να μην τους ξεχνάμε· αρκεί να μην προσβάλλουμε τη μνήμη τους με ανιστόρητες αναφορές από αναιδείς «επαΐοντες»· αρκεί να κρατήσουμε ό,τι μας κάνει να ξεχωρίζουμε ακόμα από τον ανερμάτιστο και απολίτιστο πολυπολιτισμικό περίγυρό μας: την καλώς νοούμενη αγάπη για την πατρίδα, τον εθνισμό μας κατά τον αδικοχαμένο Ίωνα Δραγούμη· την πίστη μας στην Ορθοδοξία, το «πολυτίμητον τζιβαϊρικόν» του Μακρυγιάννη· την εμπιστοσύνη στις παραδόσεις της οικογένειας και του τόπου μας, αυτού του ανεκτίμητου πυρήνα επιβίωσης του Ελληνισμού· την καλλιέργεια της γλώσσας μας, της μίας και αδιαίρετης, αυτής της γλώσσας που μιλιέται αδιάκοπα σε τούτον εδώ τον τόπο χιλιάδες χρόνια τώρα.
     Ας έχουμε πάντοτε στο μυαλό ότι το Γένος μας επιβίωσε μέσα σε πολύ πιο αντίξοες συνθήκες από αυτές που ζούμε σήμερα. Επιβίωσε όμως χάρη σε όσα αναφέρθηκαν πριν. Αυτό το πνεύμα είναι ανάγκη να ξαναζήσουμε στο σπίτι, στο σχολείο, στην εργασία, στην πολιτική ζωή του τόπου μας.
     Το 1922 μπορεί να καταστραφήκαμε, όμως, μην ξεχνάτε πως ο ίδιος λαός, μετά από λίγα χρόνια, μεγαλούργησε στα βουνά της Βορείου Ηπείρου πολεμώντας με γενναιότητα δύο υπερδυνάμεις εκείνης της εποχής! 
     Ας είναι λοιπόν αιωνία η μνήμη σε όλους όσους μαρτύρησαν για την πίστη και την πατρίδα στα αγιασμένα χώματα της Μικρασίας.
     Ας είναι αιωνία και η μνήμη της γιαγιάς Χρυσάνθης και κάθε ανώνυμου Μικρασιάτη, για όλες τις πολύτιμες μαρτυρίες που μας πρόσφεραν, κλαίγοντας με λυγμούς κάθε φορά που θυμούνταν κάτι από τις συμφορές που τους βρήκαν τα χρόνια εκείνα τα δίσεχτα.
     Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.


[1] Η φράση αποδίδεται στον Τζελάλ Μπαγιάρ (Celal Bayar), ηγετικό στέλεχος των Νεοτούρκων.
[2] PG 59, 485.

Δεν υπάρχουν σχόλια: