Η κατανόηση του
παρελθόντος
του Θάνου Βερέμη*,
εφημ. «Καθημερινή», 23/9/2013
Από τις
κοινωνικές επιστήμες η Ιστορία είναι η πιο φιλόδοξη αλλά και ευάλωτη σε
υποκειμενικές κρίσεις και αλλοιώσεις. Φιλόδοξη γιατί ασχολείται με την ανάπλαση
συνθηκών που ίσχυαν πριν από αιώνες και ευάλωτη γιατί καθώς αλλάζουν οι υλικές
συνθήκες κάθε εποχής, έτσι αλλάζουν και οι προτεραιότητες και συνεπώς η κρίση
των ιστορικών. Είναι φανερό ότι ολόκληροι κόσμοι του παρελθόντος δεν είναι
προσβάσιμοι στους σύγχρονους μελετητές ώστε να καθίσταται δύσκολη η κατανόηση
των νοοτροπιών που επικρατούσαν τότε.
Η Ιστορία έχει
υποστεί εκμετάλλευση, τόσο ως αντικείμενο προπαγάνδας από καθεστώτα που θέλουν
να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους, όσο και ως μέσον διαπαιδαγώγησης των πολιτών.
Η διδακτική χρήση της Ιστορίας για τη διαμόρφωση εθνικού φρονήματος είναι
κοινός τόπος στα περισσότερα έθνη-κράτη και η επιλεκτική της χρήση γίνεται
κάποτε αντιληπτή όταν μεγαλώνοντας τα παιδιά εκτεθούν σε πολλαπλές μαρτυρίες ή
σε εκδοχές άλλων εθνών. Για να αξιωθεί την ιδιότητα της επιστήμης, η Ιστορία
οφείλει να είναι ανεξάρτητη από σκοπιμότητες που συχνά παρακολουθούν το
εκπαιδευτικό έργο του σχολείου, με εθνωφελές ή ηθικοπλαστικό περιεχόμενο. Η
ακρίβεια και η αλήθεια που επιζητούν οι ιστορικοί δεν έχει σχέση με την ειδική
μεταχείριση του ημέτερου έθνους ή την αποσιώπηση ελαττωμάτων των ηρώων μας. Έτσι
η επιλογή και μόνον γεγονότων που προσφέρονται για συναγωγή ηθικών διδαγμάτων,
τα οποία μάλιστα να συμφωνούν με συγχρόνους αξιακούς κανόνες, αποτελεί την
πρώτη αλλά όχι και την τελευταία παραμόρφωση που είναι δυνατό να υποστεί η
Ιστορία από την κρατική ιδεολογία.
Το ότι κάποιες
αξίες του παρελθόντος όπως η φιλοπατρία, η φιλανθρωπία ή η φιλαλήθεια δεν
αλλάζουν ριζικά, δεν σημαίνει ότι δεν αλλάζουν άλλες. Ένα σημαντικό παράδειγμα
αλλαγής υπήρξε η μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον χριστιανικό. Οι κανόνες που
ρύθμιζαν τις υποχρεώσεις των αρχαίων έναντι του δωδεκαθέου, ελάχιστα θυμίζουν
τη σχέση του χριστιανού με τον Θεό. Αν οι δώδεκα θεοί αποτελούν παραδείγματα
προς αποφυγή για τους αρχαίους, ο χριστιανός οφείλει να βλέπει τον Θεό ως
υπόδειγμα αγιότητας την οποία έχει υποχρέωση να μιμηθεί. Για τους αρχαίους η
απόπειρα μίμησης των θεών (εκπροσωπούσαν ο καθένας κάποιο στοιχείο της φύσης),
υπήρξε η ακραία πράξη «ύβρεως», ενώ ο χριστιανός θεωρεί τη θέωση εφικτή. Τέλος,
η αντιμετώπιση του θανάτου είναι τελείως διαφορετική στις δύο θρησκείες. Για
τους αρχαίους ο θάνατος τερμάτιζε τη ζωή, ή πάντως ήταν η μετάβαση στο βασίλειο
σκιών χωρίς μνήμη. Για τους χριστιανούς ο θάνατος αποτελεί αφετηρία μιας νέας
ζωής.
Δεν είναι όμως
μόνο η αλλαγή των αξιών που δυσχεραίνει το έργο της Ιστορίας αλλά και οι ίδιες
οι πηγές οι οποίες απηχούν τις απόψεις αυτών που τις γράφουν, καθώς και τα κενά
που δημιουργεί η απουσία σημαντικών μαρτυριών. Αν σκεφτούμε, όπως επισημαίνει ο
Ε. Χ. Καρ, ότι ο θαυμαστός ελληνικός πέμπτος αιώνας έφτασε σε μας διαμέσου
περιορισμένου φάσματος από αυτόπτες: Άνδρες, Αθηναίους (πλην Ηροδότου) και ελεύθερους,
τότε θα πρέπει να αμφιβάλλουμε για το κύρος των όσων γνωρίζουμε. Η απουσία
μαρτυριών από γυναίκες, δούλους και άλλες πόλεις-κράτη της Ελλάδος αφήνουν κενά
στις γνώσεις μας.
Εφόσον η
αντικειμενικότητα κάνει το έργο του ιστορικού αξιόπιστο, η ενασχόληση κάθε
γενεάς με συγγενείς ιστορικούς προβληματισμούς δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Όμως
κάθε ιστορικός είναι φορέας των αντιλήψεων της εποχής του και ιεραρχεί τις
προτεραιότητές του ανάλογα. Ο προτεστάντης Γκίμπον θεωρούσε την ανατολική και
τη δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία ξεπεσμένα προϊόντα της Ορθοδοξίας και του
Καθολικισμού. Οι ιστορικοί του Διαφωτισμού καταδικάζουν τις θρησκευτικές
ακρότητες αλλά όχι εκείνες που διέπρατταν τα έθνη στο όνομα της πατρίδας. Οι
θετικιστές και οι φιλελεύθεροι του δεκάτου ενάτου αιώνα πίστευαν, σε αντίθεση
με τον Μακιαβέλι, ότι η αλήθεια της Ιστορίας θα λάμψει στο τέλος και οι
Γερμανοί ιστορικοί θαύμαζαν τον Μέγα Αλέξανδρο γιατί τον ταύτιζαν με τον
Μπίσμαρκ που ένωσε τα γερμανικά κρατίδια όπως ο Αλέξανδρος είχε ενώσει τα ελληνικά.
Υπάρχουν όμως
και εκείνοι όπως ο Φ. Μπράντλεϊ που πιστεύουν ότι από το παρελθόν
αντιλαμβανόμαστε μόνον όσα φαινόμενα παρουσιάζουν αναλογία με τις δικές μας
εμπειρίες. Έτσι ο καλός ιστορικός θα πρέπει να έχει προβεί σε συστηματική
αυτογνωσία, πριν καταπιαστεί με την αποκρυπτογράφηση του παρελθόντος. Σε
τελευταία ανάλυση το γοητευτικότερο στοιχείο της Ιστορίας είναι ο διάλογος ο
οποίος διεξάγεται ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς. Είναι μια γνωριμία
με το παρελθόν που μας μαθαίνει τις απώλειες και τα κέρδη μας μέσα στην
ιστορική μας διαδρομή.
* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου