Σάββατο 4 Ιουνίου 2016



Ωστε υπήρξε ο Αριστοτέλης...

του Νίκου Κωνσταντάρα, εφημ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 29/5/2016




     Τ​​ην Πέμπτη, ο server που φιλοξενεί την ιστοσελίδα της αγγλικής έκδοσης της «Καθημερινής» (ekathimerini.com) δεν άντεξε τον όγκο επισκέψεων αναγνωστών απ’ όλο τον κόσμο και πάγωσε για ώρες. Αιτία του πρωτοφανούς ενδιαφέροντος ήταν η ανακοίνωση Έλληνα αρχαιολόγου ότι ταφικό μνημείο που αποκαλύφθηκε το 1996 στα Στάγειρα, γενέτειρα του Αριστοτέλη, πιθανότατα ανήκει στον μεγάλο φιλόσοφο. Εφημερίδες, κοινωνικά δίκτυα και διεθνή πρακτορεία αναμετέδιδαν την είδηση, μαζί με την επιφύλαξη του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Σισμανίδη ότι «δεν έχουμε αποδείξεις αλλά ισχυρότατες ενδείξεις – φθάνουν σχεδόν στη βεβαιότητα».
     Στην Ελλάδα, έχοντας πικρή πείρα, μάθαμε να προσέχουμε όταν ακούμε για μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, έτσι μας ξάφνιασε το άμεσο και μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον. Οι φωτογραφίες από την περιοχή της ανασκαφής δείχνουν ένα σημαντικό πεταλωτό οικοδόμημα με πανοραμική θέα τη θάλασσα της Χαλκιδικής. Θα ήταν, ασφαλώς, ταιριαστή τελευταία κατοικία για έναν άνθρωπο του οποίου το όνομα είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο – αφού μεγάλο μέρος του έργου του διασώθηκε έως τις μέρες μας. Το διεθνές ενδιαφέρον, πάντως, ίσως προέρχεται από τον θαυμασμό και το δέος που αισθάνεται κανείς όταν μπορεί να συνδέσει την ιδέα, τη σκέψη, το πνεύμα, με την ύλη. Να πει: «Εδώ περπάτησε ο Χριστός» ή «Αυτές είναι ζωγραφιές των πρώτων ανθρώπων...».
     Έχουμε ανάγκη από τεκμήρια. «Ώστε υπάρχει! Όπως μάθαμε στο σχολείο», αναφώνησε ο Σίγκμουντ Φρόιντ όταν βρέθηκε στην Ακρόπολη το 1904. Όταν θεωρούμε κάτι πολύ σημαντικό, φοβόμαστε ότι ίσως υπάρχει μόνο στο μυαλό μας και όχι στον πραγματικό κόσμο. Έτσι κυνηγάμε τον τάφο του Μεγαλέξανδρου ή της Κλεοπάτρας· γι’ αυτό θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι τάφοι που βρίσκουμε είναι του Αγαμέμνονα ή του Φιλίππου Β΄ και όχι κάποιου αγνώστου (άρα λιγότερο σημαντικό, κατά τη γνώμη μας). Έχουμε ανάγκη να ταξινομήσουμε τα πράγματα – να ταιριάξουμε το πνεύμα με την ύλη, να οριοθετήσουμε τον κόσμο μας, να βάλουμε τάξη στο τότε και το τώρα, σκαλίζοντας τη γη για να φέρουμε το παρελθόν στο σήμερα.
Είναι, όμως, η ύλη –οι πέτρες του ταφικού μνημείου σε αυτή την περίπτωση– η «έκφραση» του άυλου που αναζητούμε; Εξαρτάται από το ποιοι είμαστε και ποια η σχέση μας με αυτό που θέλουμε να βρούμε. Πολλοί γνωρίζουν κάτι για τον Αριστοτέλη, ότι ήταν κορυφαίος φιλόσοφος, μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Αλεξάνδρου· γι’ αυτούς είναι ενδιαφέρουσα η ιδέα ότι το όνομα τοποθετείται τώρα και στον πραγματικό κόσμο, ότι μπορούμε κατά κάποιον τρόπο να «αγγίξουμε» κάτι που ταυτίζεται με το όνομα. Μπορούσαμε να επισκεφθούμε το Λύκειο στο οποίο δίδαξε στην Αθήνα, τώρα προσθέτουμε και το σημείο όπου ετάφη.
     Εάν μας είναι αδιάφορος ο Αριστοτέλης και ο κόσμος που εκπροσωπεί, δεν θα μας ενδιαφέρει η σχέση μεταξύ του τάφου και του επιφανούς νεκρού. Οι αρχαίοι Έλληνες εξέφρασαν την απόσταση μεταξύ αρχιτεκτονικής μορφής και πνεύματος με ένα ρητό για τους Αιγύπτιους, τους οποίους θαύμαζαν αλλά αδυνατούσαν να κατανοήσουν. «Έχουν σπουδαίους ναούς», έλεγαν, «κι όμως μέσα οι ιερείς υμνούν γάτες και κροκοδείλους».
     Εμείς ποιοι είμαστε και τι υμνούμε; Αυτή είναι η ουσιαστική ερώτηση που μας θέτουν οι πέτρες στα ερείπια του παρελθόντος. Είναι ίδιο το συναίσθημα όταν επισκεπτόμαστε την αρχαία Ελευσίνα ή μια εν λειτουργία ορθόδοξη εκκλησία; Στο παγκόσμιο χωριό, ο Αριστοτέλης είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της φιλοσοφίας και του πνεύματος εξερεύνησης και εξήγησης των φυσικών φαινομένων, των πολιτειακών συστημάτων, της λογοτεχνίας και της μεταφυσικής. Ακριβώς επειδή το έργο του είναι τόσο σημαντικό και τόσο γνωστό, πολλοί ενδιαφερόμαστε για ό,τι έχει σχέση με αυτόν – είτε ο φερόμενος ως τάφος του είτε η αναζήτηση χαμένου βιβλίου του για την κωμωδία, όπως πραγματεύεται ο μεγάλος Ουμπέρτο Έκο στο «Όνομα του Ρόδου». Η «συγγένεια» αυτή ίσως μας βγάζει και λίγο από την καθημερινότητά μας, εμπλουτίζοντας για λίγο τη φαντασία μέσω της επαφής με έναν άλλον κόσμο, με μια άλλη εποχή.
     Όσοι γνωρίζουν βαθύτερα το έργο του Αριστοτέλη νιώθουν, ασφαλώς, την ανάγκη να αντιμετωπίσουν τη θεωρία του αρχαιολόγου με τον πρέποντα –αριστοτέλειο– σκεπτικισμό. Επειδή η σημασία του ανθρώπου είναι το έργο του και το γεγονός ότι αρκετά μεγάλο μέρος του διεσώθη μέσα από τους αιώνες, χάρη σε Άραβες, καλόγερους του Μεσαίωνα και μελετητές της Αναγέννησης. Εάν ο τάφος περιείχε τόμους χαμένων έργων, τότε θα μιλούσαμε για πραγματικό θησαυρό – σημαντικότερο απ’ οποιοδήποτε κτίσμα, πολυτιμότερο από χρυσό. Αλλά και πάλι, και μόνο η παρατήρηση του Αριστοτέλη ότι ο θαυμασμός είναι η αρχή της φιλοσοφίας αρκεί για να αισθανόμαστε ότι, πράγματι, όλη η Γη είναι ο τάφος του.



     Τ​​ην Πέμπτη, ο server που φιλοξενεί την ιστοσελίδα της αγγλικής έκδοσης της «Καθημερινής» (ekathimerini.com) δεν άντεξε τον όγκο επισκέψεων αναγνωστών απ’ όλο τον κόσμο και πάγωσε για ώρες. Αιτία του πρωτοφανούς ενδιαφέροντος ήταν η ανακοίνωση Έλληνα αρχαιολόγου ότι ταφικό μνημείο που αποκαλύφθηκε το 1996 στα Στάγειρα, γενέτειρα του Αριστοτέλη, πιθανότατα ανήκει στον μεγάλο φιλόσοφο. Εφημερίδες, κοινωνικά δίκτυα και διεθνή πρακτορεία αναμετέδιδαν την είδηση, μαζί με την επιφύλαξη του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Σισμανίδη ότι «δεν έχουμε αποδείξεις αλλά ισχυρότατες ενδείξεις – φθάνουν σχεδόν στη βεβαιότητα».
     Στην Ελλάδα, έχοντας πικρή πείρα, μάθαμε να προσέχουμε όταν ακούμε για μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, έτσι μας ξάφνιασε το άμεσο και μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον. Οι φωτογραφίες από την περιοχή της ανασκαφής δείχνουν ένα σημαντικό πεταλωτό οικοδόμημα με πανοραμική θέα τη θάλασσα της Χαλκιδικής. Θα ήταν, ασφαλώς, ταιριαστή τελευταία κατοικία για έναν άνθρωπο του οποίου το όνομα είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο – αφού μεγάλο μέρος του έργου του διασώθηκε έως τις μέρες μας. Το διεθνές ενδιαφέρον, πάντως, ίσως προέρχεται από τον θαυμασμό και το δέος που αισθάνεται κανείς όταν μπορεί να συνδέσει την ιδέα, τη σκέψη, το πνεύμα, με την ύλη. Να πει: «Εδώ περπάτησε ο Χριστός» ή «Αυτές είναι ζωγραφιές των πρώτων ανθρώπων...».
     Έχουμε ανάγκη από τεκμήρια. «Ώστε υπάρχει! Όπως μάθαμε στο σχολείο», αναφώνησε ο Σίγκμουντ Φρόιντ όταν βρέθηκε στην Ακρόπολη το 1904. Όταν θεωρούμε κάτι πολύ σημαντικό, φοβόμαστε ότι ίσως υπάρχει μόνο στο μυαλό μας και όχι στον πραγματικό κόσμο. Έτσι κυνηγάμε τον τάφο του Μεγαλέξανδρου ή της Κλεοπάτρας· γι’ αυτό θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι τάφοι που βρίσκουμε είναι του Αγαμέμνονα ή του Φιλίππου Β΄ και όχι κάποιου αγνώστου (άρα λιγότερο σημαντικό, κατά τη γνώμη μας). Έχουμε ανάγκη να ταξινομήσουμε τα πράγματα – να ταιριάξουμε το πνεύμα με την ύλη, να οριοθετήσουμε τον κόσμο μας, να βάλουμε τάξη στο τότε και το τώρα, σκαλίζοντας τη γη για να φέρουμε το παρελθόν στο σήμερα.
Είναι, όμως, η ύλη –οι πέτρες του ταφικού μνημείου σε αυτή την περίπτωση– η «έκφραση» του άυλου που αναζητούμε; Εξαρτάται από το ποιοι είμαστε και ποια η σχέση μας με αυτό που θέλουμε να βρούμε. Πολλοί γνωρίζουν κάτι για τον Αριστοτέλη, ότι ήταν κορυφαίος φιλόσοφος, μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Αλεξάνδρου· γι’ αυτούς είναι ενδιαφέρουσα η ιδέα ότι το όνομα τοποθετείται τώρα και στον πραγματικό κόσμο, ότι μπορούμε κατά κάποιον τρόπο να «αγγίξουμε» κάτι που ταυτίζεται με το όνομα. Μπορούσαμε να επισκεφθούμε το Λύκειο στο οποίο δίδαξε στην Αθήνα, τώρα προσθέτουμε και το σημείο όπου ετάφη.
     Εάν μας είναι αδιάφορος ο Αριστοτέλης και ο κόσμος που εκπροσωπεί, δεν θα μας ενδιαφέρει η σχέση μεταξύ του τάφου και του επιφανούς νεκρού. Οι αρχαίοι Έλληνες εξέφρασαν την απόσταση μεταξύ αρχιτεκτονικής μορφής και πνεύματος με ένα ρητό για τους Αιγύπτιους, τους οποίους θαύμαζαν αλλά αδυνατούσαν να κατανοήσουν. «Έχουν σπουδαίους ναούς», έλεγαν, «κι όμως μέσα οι ιερείς υμνούν γάτες και κροκοδείλους».
     Εμείς ποιοι είμαστε και τι υμνούμε; Αυτή είναι η ουσιαστική ερώτηση που μας θέτουν οι πέτρες στα ερείπια του παρελθόντος. Είναι ίδιο το συναίσθημα όταν επισκεπτόμαστε την αρχαία Ελευσίνα ή μια εν λειτουργία ορθόδοξη εκκλησία; Στο παγκόσμιο χωριό, ο Αριστοτέλης είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της φιλοσοφίας και του πνεύματος εξερεύνησης και εξήγησης των φυσικών φαινομένων, των πολιτειακών συστημάτων, της λογοτεχνίας και της μεταφυσικής. Ακριβώς επειδή το έργο του είναι τόσο σημαντικό και τόσο γνωστό, πολλοί ενδιαφερόμαστε για ό,τι έχει σχέση με αυτόν – είτε ο φερόμενος ως τάφος του είτε η αναζήτηση χαμένου βιβλίου του για την κωμωδία, όπως πραγματεύεται ο μεγάλος Ουμπέρτο Έκο στο «Όνομα του Ρόδου». Η «συγγένεια» αυτή ίσως μας βγάζει και λίγο από την καθημερινότητά μας, εμπλουτίζοντας για λίγο τη φαντασία μέσω της επαφής με έναν άλλον κόσμο, με μια άλλη εποχή.
     Όσοι γνωρίζουν βαθύτερα το έργο του Αριστοτέλη νιώθουν, ασφαλώς, την ανάγκη να αντιμετωπίσουν τη θεωρία του αρχαιολόγου με τον πρέποντα –αριστοτέλειο– σκεπτικισμό. Επειδή η σημασία του ανθρώπου είναι το έργο του και το γεγονός ότι αρκετά μεγάλο μέρος του διεσώθη μέσα από τους αιώνες, χάρη σε Άραβες, καλόγερους του Μεσαίωνα και μελετητές της Αναγέννησης. Εάν ο τάφος περιείχε τόμους χαμένων έργων, τότε θα μιλούσαμε για πραγματικό θησαυρό – σημαντικότερο απ’ οποιοδήποτε κτίσμα, πολυτιμότερο από χρυσό. Αλλά και πάλι, και μόνο η παρατήρηση του Αριστοτέλη ότι ο θαυμασμός είναι η αρχή της φιλοσοφίας αρκεί για να αισθανόμαστε ότι, πράγματι, όλη η Γη είναι ο τάφος του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: