ΠΑ.ΣΟ.Κ. 1974 – 2007: από την άνοδο στην πτώση;
Εξομολογούμαι: Ποτέ δεν υποστήριξα το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ποτέ δεν το συμπάθησα ως κόμμα. Και δεν μπόρεσα επίσης ποτέ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να βρίσκονται στο κόμμα αυτό (ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από το ’81 έως το ’89) άνθρωποι σοβαροί, με κύρος, με σεβασμό στους θεσμούς και στους νόμους του κράτους, με όραμα για το μέλλον του τόπου.
Αν θα μπορούσαμε να δούμε την ιστορία του κόμματος αυτού που – καλώς ή κακώς – βρίσκεται στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας, θα τη χωρίζαμε σε τρεις – τέσσερις περιόδους: Στην πρώτη (1974 – 1981) περίοδο ή «Εποχή της αθωότητας», κυριαρχεί ένας έντονος συναισθηματισμός, ένα πνεύμα αγωνιστικό που δεν το συναντά κανείς σε πολιτικό κόμμα, ένας έντονος ριζοσπαστισμός. Σημειολογικά, η αντικομφορμιστική αμφίεση με κυρίαρχο τον ρόλο του ζιβάγκο είναι έντονη σε όλα σχεδόν τα στελέχη! Κι αυτό είναι απολύτως λογικό, αφού μόλις έχει περάσει η Επταετία της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών και η χώρα από άκρου εις άκρο δείχνει απέχθεια προς κάθε τι το δεξιό. Η Δεξιά χρεώνεται εξ ολοκλήρου την επιβολή της δικτατορίας και την υποστήριξή της και αντιμετωπίζεται ως η παράταξη που υπέβαλε (σε συνεργασία με τις Η.Π.Α.) σε δοκιμασία την πατρίδα και που ευθύνεται για το αιματοκύλισμα στην Κύπρο με την εισβολή των Τούρκων στο νησί. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, με νωπές τις δάφνες του πολιτικού ηγέτη που «αντιστάθηκε» στη δικτατορία, που ίδρυσε και αντιστασιακή οργάνωση (το Π.Α.Κ.), που δραστηριοποιήθηκε στο εξωτερικό όπου είχε εξοριστεί, επιστρέφει «μετά βαΐων και κλάδων» ως ήρωας. Εν τω μεταξύ είχε «αποδημήσει» νωρίτερα «εις Κύριον» ο πατέρας του Γεώργιος, μια θρυλική μορφή για την πολιτική παράταξη του Κέντρου, κι έτσι ήταν μια ευκαιρία με την κληρονομιά ενός τόσο μεγάλου ονόματος να τραβήξει με το μέρος του εκτός από τις ριζοσπαστικές σοσιαλιστικές δυνάμεις της Ελλάδας και το παλαιό Κέντρο. Με ακραίες θέσεις που προκαλούσαν (θυμίζω μερικές: «Έξω από το Ν.Α.Τ.Ο.», «Ε.Ο.Κ. και Ν.Α.Τ.Ο. το ίδιο συνδικάτο» κ.λπ.) και με κεντρικό σύνθημα την «Αλλαγή», καθώς και με ακατάσχετη ρητορεία, κατόρθωσε να κερδίσει τις μάζες των ψηφοφόρων, ιδιαίτερα αυτών που ένιωθαν πως οι ως τότε κυβερνήσεις τις είχαν παραγκωνίσει στο περιθώριο. Έτσι το 1981 το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατίσχυσε στις βουλευτικές εκλογές με εκπληκτικά ποσοστά, σχηματίζοντας έτσι την πρώτη σοσιαλιστική κυβέρνηση των νεώτερων χρόνων.
Εδώ ξεκινά η δεύτερη περίοδος για την ιστορία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που περιλαμβάνει την εποχή από το 1981 ως και τον θάνατο του Αντρέα με την ταυτόχρονη ανάδειξη στην ηγεσία του κόμματος του Κ. Σημίτη το 1995-’96: Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε «Περίοδο της απομυθοποίησης». Το πρώτο διάστημα η Ελλάδα ευτύχησε να λάβει πακτωλό κυριολεκτικά χρημάτων από την Ε.Ο.Κ. που ελεεινολογούσε ως τότε ο Αντρέας, με αποτέλεσμα να υπάρξει αρχικά μια ευφορία στον λαό που είδε μετά από πολλές δεκαετίες το πορτοφόλι του γεμάτο. Οι αγρότες έλαβαν εκατομμύρια δραχμές υπό μορφήν επιδοτήσεων, θεσμοθετήθηκε η αγροτική σύνταξη, οι δημόσιοι υπάλληλοι σχεδόν διπλασιάστηκαν (αρκούσε μια συστατική επιστολή από τον τοπική κλαδική του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ο διορισμός ήταν άμεσος), η ανεργία μειώθηκε κατά πολύ, ο λαός γενικότερα δέχτηκε με ευχαρίστηση τη διακυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο οποίο και χρέωνε την ευρωστία των δημόσιων οικονομικών! Το ζιβάγκο πλέον δίνει τη θέση του στο σινιέ κοστούμι με την πανάκριβη γραβάτα. Τα παλιά συνθήματα τοποθετούνται πλέον οριστικά στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας» κατά την προσφιλή έκφραση του Αντρέα και η Ελλάδα συνεχίζει να απομυζά την Ε.Ο.Κ. και να ανήκει στο Ν.Α.Τ.Ο. Η βελτιωμένη εικόνα της οικονομικής κατάστασης της χώρας, δίνει άλλη μία τετραετία στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. που σύντομα (1989) θα κλυδωνιστεί από το ασύλληπτης έκτασης σκάνδαλο Κοσκωτά: Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, πρωθυπουργός κατηγορείται για χρηματισμό και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που η ιταλική μαφία ωχριά μπροστά του! Κατηγορίες για κούτες από «πάμπερς» γεμάτες εκατομμύρια δραχμές που έφευγαν από την τράπεζα που διηύθυνε ο Κοσκωτάς και κατευθύνονταν απ’ ευθείας στο Καστρί, καταγγελίες από παντού για εμπλοκή όχι μόνο των άμεσων συνεργατών αλλά και του ίδιου του Αντρέα, κλονίζουν την εμπιστοσύνη του λαού και τον γκρεμίζουν από την εξουσία, αλλά όχι για πολύ. Από τη μια η αθώωσή του από το περιβόητο Ειδικό Δικαστήριο, απ’ την άλλη η περιπέτεια της υγείας του που τον κάνει περισσότερο συμπαθή στον λαό, καθώς και οι χιλιάδες πιστοί που «εξυπηρέτησε» μέσω διορισμών στο δημόσιο, επανεκλέγεται και «κυβερνά» τη χώρα υποβασταζόμενος και «καλωδιωμένος» από την εντατική με τη βοήθεια της κατά πολύ νεώτερης συζύγου του Δήμητρας και πλήθους εξορκιστών, μάγων, καφετζούδων κ.λπ.
Ύστερα απ’ αυτά, έρχεται η «περίοδος» του λεγόμενου «Εκσυγχρονισμού». Την περίοδο αυτή είναι που ανατέλλει το άστρο του Κ. Σημίτη. Ένας άσημος ως τότε υπουργός, κοντοπίθαμος, με το πλέον αντιεπικοινωνιακό πρόσωπο πολιτικού, με λόγο που σχεδόν τραυλίζει και κάνει απίστευτα σαρδάμ, κάνει τη μεγάλη έκπληξη και εκλέγεται ηγέτης στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. Εδώ θα πρέπει να παραδεχτούμε πως παρά τις εγγενείς αδυναμίες του (δεν είχε τη «στόφα» του ηγέτη, θύμιζε περισσότερο διαχειριστή παρά πρωθυπουργό με όραμα για την Ελλάδα του αύριο) οδήγησε την Ελλάδα και το κόμμα του σε σημαντικά βήματα προόδου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι κυβέρνησε για τόσο μακρό χρονικό διάστημα τη χώρα χωρίς αμφισβήτηση στο εσωτερικό του κόμματός του και είχε στον οικονομικό κυρίως τομέα σημαντικές επιτυχίες. Αυτά βέβαια αφορούν την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησης της χώρας, αφού η δεύτερη σημαδεύτηκε από σωρεία σκανδάλων, με κυρίαρχο αυτό του Χρηματιστηρίου, καθώς και από πλήρη υποταγή του κόμματος και του κράτους στο δημοσιογραφικό και οικονομικό κατεστημένο που ακούει στο όνομα «Λαμπράκης», «Μπόμπολας» κ.λπ. Λίγο πριν χάσει παραδίδει την εξουσία (κληρονομικώ δικαίω) στον γιο του Αντρέα, Γιώργο, που αναδεικνύεται έτσι στον τρίτο αρχηγό του κόμματος.
Με αυτόν αρχίζει η τέταρτη περίοδος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (2004 – 2007) που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «Περίοδο της Διάλυσης». Ο Γιώργος Παπανδρέου, ένας συμπαθής κατά τ’ άλλα άνθρωπος, αυτός που κάθε μαμά θα ήθελε ως γαμπρό για την κόρη της, προσπαθεί να δώσει την προσωπική του σφραγίδα στο κόμμα που ηγείται και τα καταφέρνει: Διαλύει τη νεολαία του κόμματος επειδή δεν του αρέσει, καλεί να τον ψηφίσουν «οι φίλοι και τα μέλη του ΠΑ.ΣΟ.Κ.», μιλάει μεγαλόστομα αλλά με κενότητα λόγου, μιλά καλύτερα τα αμερικανικά από τα Ελληνικά, οραματίζεται άπιστα πράγματα, προσπαθεί να οργανώσει το κόμμα που παρέλαβε με βάση ένα οργανόγραμμα που ούτε ο ίδιος κατάλαβε ποτέ, ενώ ταυτόχρονα διαπράττει το ένα σφάλμα μετά το άλλο: Χειραγωγείται από τη μαμά του Μάργκαρετ, επιλέγει την Καραχασάν στις δημοτικές εκλογές και καταποντίζεται. Υποστηρίζει την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων (άρθρο 16) για να αποσύρει την τελευταία στιγμή την υποστήριξή του αυτή, δηλώνει παρών στη συνταγματική αναθεώρηση με εποικοδομητικές θέσεις για να συρθεί αργότερα από τον Βενιζέλο εκτός, καταγγέλλοντας τη διαδικασία…
Μοιραία λοιπόν ήρθε πριν λίγες μέρες το αποτέλεσμα που τον έφερε παραιτούμενο και βορά στα νύχια του καραδοκούντος Βενιζέλου. Τώρα άβουλος, μοιραίος, γαντζωμένος στην εξουσία που βλέπει ότι χάνει με μαθηματική βεβαιότητα, εγκαταλειμμένος από όσους του φώναζαν «Ωσαννά» πριν λίγο καιρό. Και ένα κόμμα υπό διάλυση, ένα κόμμα αλληλοσπαρασσόμενο με τρεις – προς το παρόν – υποψηφίους αρχηγούς.
Όπως έγραψα και στην αρχή, ποτέ δεν υποστήριξα το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και κανονικά ίσως θα έπρεπε να επιχαίρω για όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στο κόμμα αυτό. Ωστόσο θα πρέπει να καταλάβουμε καλά κάτι: πως όσο δεν υπάρχει αντιπολιτευτικός λόγος καθαρός και καταγγελτικός όπου χρειάζεται, τόσο η κυβερνητική πολιτική θα χαλαρώνει, θα επαναπαύεται στα όσα έχει, θα είναι επιρρεπής σε ατασθαλίες και σε στραβοπατήματα. Γιατί η πολιτική είναι σαν τον αγώνα δρόμου: Δεν μπορείς να πετύχεις μεγάλες επιδόσεις όσο τρέχεις μόνος σου. Για να κάνεις ρεκόρ πρέπει να νιώθεις καυτή την ανάσα του «αντιπάλου» σου για να προσπαθήσεις περισσότερο και να διακριθείς. Ας ευχηθούμε λοιπόν περαστικά στο άρρωστο ΠΑ.ΣΟ.Κ. ακόμα κι εμείς που είμαστε «αντίπαλοί» του. Γιατί μόνο έτσι θα προχωρήσει μπροστά η χώρα. Γιατί και η ίδια η Νέα Δημοκρατία έχει την ανάγκη ενός ισχυρού ΠΑ.ΣΟ.Κ. που θα την ελέγχει και θα στηλιτεύει τα λάθη της. Ενός ΠΑ.ΣΟ.Κ. όμως που θα έχει διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος του, που θα σταματήσει τους πειραματισμούς. Ενός πατριωτικού, πραγματικά σοσιαλδημοκρατικού, συλλογικού οργάνου, που θα απομακρύνει τα «βαρίδια» του παρελθόντος και θα προχωρήσει μπροστά για το καλό του τόπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου