Ποδοσφαίρου το…ανάγνωσμα
Σκηνή πρώτη: Βράδυ Τετάρτης στον Ναυτικό Όμιλο της πόλης μας. Μάθημα ιστιοπλοϊας. Οι περισσότεροι από τους μαθητές άνω των –άντα, μπαίνοντας στην αίθουσα μαθημάτων κοιτάζουν τα ρολόγια τους και αναρωτιούνται: «Θα τελειώσουμε άραγε λίγο νωρίτερα το μάθημα για να δούμε το παιχνίδι σε λίγο;».
Σκηνή δεύτερη: Το ίδιο βράδυ, της ίδιας ημέρας σε ένα κεντρικό φροντιστήριο∙ Οι μαθητές μπαίνουν ανήσυχοι, κοιτάζοντας κι αυτοί το αντικείμενο που τους προκαλεί αυτή την ανησυχία: το ρολόι τους. «Θα μας αφήσει ο δάσκαλος να την κάνουμε νωρίτερα για να προλάβουμε το ματσάκι;».
Η αγωνία ίδια∙ «Θα προλάβουμε να μη χάσουμε ούτε λεπτό;». Τι να ’ναι όμως αυτό που οδηγεί τόσους πολλούς ανθρώπους διαφορετικής ηλικίας, μορφωτικού επιπέδου, επαγγέλματος ή θρησκείας, να αφοσιώνονται με τέτοιον τρόπο σε έναν απλό αθλητικό αγώνα;
Αν ρωτήσουμε έναν απλό φίλαθλο, δύσκολα θα μπορέσει να ψελλίσει μια λογική εξήγηση. Τις περισσότερες φορές θα αρθρώσει επιχειρήματα μεταφυσικού περιεχομένου, που θα εξαντλούνται σε διατυπώσεις του τύπου: «Η μπάλα είναι μαγεία!» ή «Αγαπάω τη μπάλα τόσο πολύ, που αν μου κόψεις τις φλέβες, το αίμα που θα βγει θα είναι κίτρινο. Δεν ξέρω γιατί, ίσως κάτι στο D.Ν.Α. μου με κατευθύνει εκεί!».
Κατά καιρούς πολλοί άνθρωποι και σημαντικοί διανοητές έχουν καταπιαστεί με το θέμα, ενώ ακόμα και η επιτροπή των Πανελληνίων εξετάσεων ασχολήθηκε τον περασμένο Ιούνιο με τα ομαδικά αθλήματα και τη σημασία τους για τον άνθρωπο, χρησιμοποιώντας ένα κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη.
Η πιο επιγραμματική πάντως φράση που υποδηλώνει τη σπουδαιότητα του ποδοσφαίρου ανήκει στον πολωνό σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα∙ όταν τον ρώτησαν για ποιόν λόγο πηγαίνει στο γήπεδο, αυτός απάντησε αφοπλιστικά: «Εκπλήσσομαι και ο ίδιος· είκοσι δύο άνθρωποι τρέχουν πάνω – κάτω στον αγωνιστικό χώρο κυνηγώντας μια μπάλα. Με ελαφρά τη καρδία, δεν είναι εξυπνότεροι από εμάς. Έχουν όμως το χάρισμα να κρατούν σε αγωνία 100.000 θεατές. Τη δύναμη αυτή έχει μόνο το ποδόσφαιρο». Εμείς θα προσθέταμε στους 100.000 θεατές μέσα στο γήπεδο και πολλά εκατομμύρια έξω απ’ αυτό ή ολόκληρους λαούς, αν αναλογιστούμε τον αντίκτυπο που είχε στην ελληνική κοινωνία η κατάκτηση του EURO 2004 από τη χώρα μας.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ανθεί ο αθλητικός τύπος ή καλύτερα για να ακριβολογούμε, αυτή η εκτρωματική κατάσταση που αποκαλείται «αθλητικός τύπος».
Έχουμε αναρωτηθεί όμως γιατί παθιαζόμαστε τόσο πολύ με τα αθλήματα που χρησιμοποιούν μπάλα, και περισσότερο απ’ όλα με το ποδόσφαιρο;
Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το ποδόσφαιρο έγινε ο «βασιλιάς» όλων των αθλημάτων, γιατί πέτυχε αυτό που κανένα ως τώρα άθλημα δεν είχε πετύχει: τη συλλογική ταύτιση με αυτό. Ο άνθρωπος δηλαδή, έχει μια έμφυτη τάση ό,τι κάνει, να το κάνει μαζί με άλλους συνανθρώπους του. Δεν αντέχει τη μοναξιά. Επιθυμεί να ανήκει κάπου, με τα θετικά και τα αρνητικά που αυτό συνεπάγεται φυσικά. Το ποδόσφαιρο είναι λοιπόν το άθλημα που του προσφέρει αυτή τη συμμετοχή στην ομάδα που αποζητά να βρίσκεται. Είτε ως αθλητής, είτε ως παράγοντας ή απλός θεατής, γίνεται ένα με την ομάδα του. Τόσο ένα, που αν αυτή κινδυνεύσει για κάποια αιτία, είναι ικανός να θυσιάσει και τον εαυτό του ακόμα για να τη σώσει. Είναι νομίζω γνωστά σε όλους τα πολλά παραδείγματα αυτοθυσίας οπαδών που αφήνουν τις ασχολίες τους, τις οικογένειές τους και γενικότερα τις υποχρεώσεις τους για να ακολουθήσουν την αγαπημένη τους ομάδα, όπου κι αν αυτή παίξει!
Έπειτα, ας μην ξεχνάμε ότι ο λαός, ή καλύτερα η μάζα, για να συγκεντρωθεί θέλει θέαμα εντυπωσιακό και αν είναι δυνατόν και αρκετά βίαιο. Ας θυμηθούμε τις ρωμαϊκές αρένες ή τους βυζαντινούς ιπποδρόμους. Σε αυτές τις προδιαγραφές μόνο το ποδόσφαιρο μπορεί να ανταποκριθεί αν το συγκρίνουμε με κάποιο άλλο: Ο συνδυασμός της ατομικής ενέργειας ενός ποδοσφαιριστή της κλάσης του Πελέ ή του Μαραντόνα με τον ομαδικό συντονισμό τύπου Βραζιλίας ή Γερμανίας ή – γιατί όχι και της Ελλάδας στο EURO 2004 που δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει πώς συνέβη μια ομάδα με αυτές τις ποδοσφαιρικές μονάδες να πέτυχε τέτοιον άθλο – δίνουν στο ποδόσφαιρο επάξια τον τίτλο του «βασιλιά». Ασφαλώς υπάρχουν κι άλλα σπουδαία αθλήματα, όπως το εντυπωσιακότερο σε εναλλαγή σκορ μπάσκετ (που διαπρέπουμε σταθερά τα τελευταία χρόνια) ή το αλτικότερο βόλλεϋ ή η βιαιότερη πυγμαχία. Ποιο άλλο όμως έχει πετύχει το πάντρεμα σκληρότητας, αντοχής, τεχνικής και «ευφυίας των ποδιών»; Σε ποιο άλλο συγκρούονται όχι μόνο ικανότητες αλλά και κορμιά;
Ένας επιπλέον λόγος που καθιστά το ποδόσφαιρο κυρίαρχο, είναι ασφαλώς και η απλότητα που έχει και ως προς τους κανόνες του, αλλά και ως προς την προετοιμασία που χρειάζεται για να παιχτεί: Μια μπάλα (παλιότερα τον ρόλο της έπαιζαν κουρέλια), δυο πέτρες για δοκάρια και μια αλάνα είναι αρκετά για να διεξαχθεί ένας απλός αγώνας στη γειτονιά. Ούτε φιλέ χρειάζεται, ούτε ταμπλώ με στεφάνια, ούτε ειδικό ρίνγκ!
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πλήθος ακόμα λόγων που μας οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι το ποδόσφαιρο κατέχει κυρίαρχη θέση στην καρδιά των ανδρών κυρίως, αλλά και των γυναικών (τα τελευταία χρόνια), αλλά θα χρειαζόταν να γεμίσουμε πολλές σελίδες της εφημερίδας για να εξαντλήσουμε το θέμα.
Ωστόσο φρόνιμο νομίζω θα ήταν να αναρωτηθούμε αν το ποδόσφαιρο στην κατάσταση που βρίσκεται αυτή τη στιγμή ανταποκρίνεται στον ρόλο του αλλά και στις προσδοκίες των φίλων του που το υπεραγαπούν. Αλλά αυτό ας το αφήσουμε για την επόμενη «Τρίτη…Ευκαιρία».
Σκηνή πρώτη: Βράδυ Τετάρτης στον Ναυτικό Όμιλο της πόλης μας. Μάθημα ιστιοπλοϊας. Οι περισσότεροι από τους μαθητές άνω των –άντα, μπαίνοντας στην αίθουσα μαθημάτων κοιτάζουν τα ρολόγια τους και αναρωτιούνται: «Θα τελειώσουμε άραγε λίγο νωρίτερα το μάθημα για να δούμε το παιχνίδι σε λίγο;».
Σκηνή δεύτερη: Το ίδιο βράδυ, της ίδιας ημέρας σε ένα κεντρικό φροντιστήριο∙ Οι μαθητές μπαίνουν ανήσυχοι, κοιτάζοντας κι αυτοί το αντικείμενο που τους προκαλεί αυτή την ανησυχία: το ρολόι τους. «Θα μας αφήσει ο δάσκαλος να την κάνουμε νωρίτερα για να προλάβουμε το ματσάκι;».
Η αγωνία ίδια∙ «Θα προλάβουμε να μη χάσουμε ούτε λεπτό;». Τι να ’ναι όμως αυτό που οδηγεί τόσους πολλούς ανθρώπους διαφορετικής ηλικίας, μορφωτικού επιπέδου, επαγγέλματος ή θρησκείας, να αφοσιώνονται με τέτοιον τρόπο σε έναν απλό αθλητικό αγώνα;
Αν ρωτήσουμε έναν απλό φίλαθλο, δύσκολα θα μπορέσει να ψελλίσει μια λογική εξήγηση. Τις περισσότερες φορές θα αρθρώσει επιχειρήματα μεταφυσικού περιεχομένου, που θα εξαντλούνται σε διατυπώσεις του τύπου: «Η μπάλα είναι μαγεία!» ή «Αγαπάω τη μπάλα τόσο πολύ, που αν μου κόψεις τις φλέβες, το αίμα που θα βγει θα είναι κίτρινο. Δεν ξέρω γιατί, ίσως κάτι στο D.Ν.Α. μου με κατευθύνει εκεί!».
Κατά καιρούς πολλοί άνθρωποι και σημαντικοί διανοητές έχουν καταπιαστεί με το θέμα, ενώ ακόμα και η επιτροπή των Πανελληνίων εξετάσεων ασχολήθηκε τον περασμένο Ιούνιο με τα ομαδικά αθλήματα και τη σημασία τους για τον άνθρωπο, χρησιμοποιώντας ένα κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη.
Η πιο επιγραμματική πάντως φράση που υποδηλώνει τη σπουδαιότητα του ποδοσφαίρου ανήκει στον πολωνό σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα∙ όταν τον ρώτησαν για ποιόν λόγο πηγαίνει στο γήπεδο, αυτός απάντησε αφοπλιστικά: «Εκπλήσσομαι και ο ίδιος· είκοσι δύο άνθρωποι τρέχουν πάνω – κάτω στον αγωνιστικό χώρο κυνηγώντας μια μπάλα. Με ελαφρά τη καρδία, δεν είναι εξυπνότεροι από εμάς. Έχουν όμως το χάρισμα να κρατούν σε αγωνία 100.000 θεατές. Τη δύναμη αυτή έχει μόνο το ποδόσφαιρο». Εμείς θα προσθέταμε στους 100.000 θεατές μέσα στο γήπεδο και πολλά εκατομμύρια έξω απ’ αυτό ή ολόκληρους λαούς, αν αναλογιστούμε τον αντίκτυπο που είχε στην ελληνική κοινωνία η κατάκτηση του EURO 2004 από τη χώρα μας.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ανθεί ο αθλητικός τύπος ή καλύτερα για να ακριβολογούμε, αυτή η εκτρωματική κατάσταση που αποκαλείται «αθλητικός τύπος».
Έχουμε αναρωτηθεί όμως γιατί παθιαζόμαστε τόσο πολύ με τα αθλήματα που χρησιμοποιούν μπάλα, και περισσότερο απ’ όλα με το ποδόσφαιρο;
Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το ποδόσφαιρο έγινε ο «βασιλιάς» όλων των αθλημάτων, γιατί πέτυχε αυτό που κανένα ως τώρα άθλημα δεν είχε πετύχει: τη συλλογική ταύτιση με αυτό. Ο άνθρωπος δηλαδή, έχει μια έμφυτη τάση ό,τι κάνει, να το κάνει μαζί με άλλους συνανθρώπους του. Δεν αντέχει τη μοναξιά. Επιθυμεί να ανήκει κάπου, με τα θετικά και τα αρνητικά που αυτό συνεπάγεται φυσικά. Το ποδόσφαιρο είναι λοιπόν το άθλημα που του προσφέρει αυτή τη συμμετοχή στην ομάδα που αποζητά να βρίσκεται. Είτε ως αθλητής, είτε ως παράγοντας ή απλός θεατής, γίνεται ένα με την ομάδα του. Τόσο ένα, που αν αυτή κινδυνεύσει για κάποια αιτία, είναι ικανός να θυσιάσει και τον εαυτό του ακόμα για να τη σώσει. Είναι νομίζω γνωστά σε όλους τα πολλά παραδείγματα αυτοθυσίας οπαδών που αφήνουν τις ασχολίες τους, τις οικογένειές τους και γενικότερα τις υποχρεώσεις τους για να ακολουθήσουν την αγαπημένη τους ομάδα, όπου κι αν αυτή παίξει!
Έπειτα, ας μην ξεχνάμε ότι ο λαός, ή καλύτερα η μάζα, για να συγκεντρωθεί θέλει θέαμα εντυπωσιακό και αν είναι δυνατόν και αρκετά βίαιο. Ας θυμηθούμε τις ρωμαϊκές αρένες ή τους βυζαντινούς ιπποδρόμους. Σε αυτές τις προδιαγραφές μόνο το ποδόσφαιρο μπορεί να ανταποκριθεί αν το συγκρίνουμε με κάποιο άλλο: Ο συνδυασμός της ατομικής ενέργειας ενός ποδοσφαιριστή της κλάσης του Πελέ ή του Μαραντόνα με τον ομαδικό συντονισμό τύπου Βραζιλίας ή Γερμανίας ή – γιατί όχι και της Ελλάδας στο EURO 2004 που δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει πώς συνέβη μια ομάδα με αυτές τις ποδοσφαιρικές μονάδες να πέτυχε τέτοιον άθλο – δίνουν στο ποδόσφαιρο επάξια τον τίτλο του «βασιλιά». Ασφαλώς υπάρχουν κι άλλα σπουδαία αθλήματα, όπως το εντυπωσιακότερο σε εναλλαγή σκορ μπάσκετ (που διαπρέπουμε σταθερά τα τελευταία χρόνια) ή το αλτικότερο βόλλεϋ ή η βιαιότερη πυγμαχία. Ποιο άλλο όμως έχει πετύχει το πάντρεμα σκληρότητας, αντοχής, τεχνικής και «ευφυίας των ποδιών»; Σε ποιο άλλο συγκρούονται όχι μόνο ικανότητες αλλά και κορμιά;
Ένας επιπλέον λόγος που καθιστά το ποδόσφαιρο κυρίαρχο, είναι ασφαλώς και η απλότητα που έχει και ως προς τους κανόνες του, αλλά και ως προς την προετοιμασία που χρειάζεται για να παιχτεί: Μια μπάλα (παλιότερα τον ρόλο της έπαιζαν κουρέλια), δυο πέτρες για δοκάρια και μια αλάνα είναι αρκετά για να διεξαχθεί ένας απλός αγώνας στη γειτονιά. Ούτε φιλέ χρειάζεται, ούτε ταμπλώ με στεφάνια, ούτε ειδικό ρίνγκ!
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πλήθος ακόμα λόγων που μας οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι το ποδόσφαιρο κατέχει κυρίαρχη θέση στην καρδιά των ανδρών κυρίως, αλλά και των γυναικών (τα τελευταία χρόνια), αλλά θα χρειαζόταν να γεμίσουμε πολλές σελίδες της εφημερίδας για να εξαντλήσουμε το θέμα.
Ωστόσο φρόνιμο νομίζω θα ήταν να αναρωτηθούμε αν το ποδόσφαιρο στην κατάσταση που βρίσκεται αυτή τη στιγμή ανταποκρίνεται στον ρόλο του αλλά και στις προσδοκίες των φίλων του που το υπεραγαπούν. Αλλά αυτό ας το αφήσουμε για την επόμενη «Τρίτη…Ευκαιρία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου