«Τους τρεις μεγίστους φωστήρας…»
Εν μέσω σκανδάλων αφόρητης δυσοσμίας, «αποκαλύψεων» για το ποιόν δημοσιογράφων και πολιτικών, απίστευτης αηδίας που νιώθει για όλ’ αυτά ο λαός, έρχονται τρεις «φάροι» να μας δείξουν τον αληθινό δρόμο: τον δρόμο της γνώσης και της παιδείας. Τον μόνο δρόμο από τον οποίο δεν πρόκειται ποτέ να χαθούμε, τις μοναδικές «μετοχές» που δεν πρόκειται ποτέ να χάσουν την αξία τους. Αντίθετα μάλιστα: όσο θα περνούν τα χρόνια, τόσο θα ωριμάζει και τόσο θα αποδίδει καρπούς όμορφους και ελκυστικούς. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, η ομορφιά κάποτε θα πάψει να μας συνοδεύει. Τα χρήματα κάποτε ίσως να μη μας ακολουθήσουν. Η δόξα μπορεί κάποτε να χαθεί. Οι γνώσεις όμως και η παιδεία που θα έχουμε αποκτήσει θα μας συντροφεύουν για πάντα στη ζωή.
Των Τριών Ιεραρχών αύριο λοιπόν, και η Εκκλησία μας καλεί να συν-μετάσχουμε σ’ αυτή τη λαμπρή γιορτή των Γραμμάτων. Την ίδια στιγμή η πολύπαθη Παιδεία θα προσπαθεί, έστω και για μια μέρα, να ξεχάσει τα προβλήματά της, και με οδηγούς φωτεινούς τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, να προσπαθήσει να «αγγίξει» το μέγα «μυστήριο» της γνώσης.
Ίσως να είναι ακατανόητο και δυσερμήνευτο για όσους δεν έχουν εμπειρία εκκλησιαστική το γεγονός ότι τρία πρόσωπα σαν τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο και τον Χρυσόστομο μπορούν ποτέ να εκπροσωπούν τα Γράμματα και όσους ασχολούνται με αυτά (μαθητές, δασκάλους, γονείς, αλλά και όλους τους φιλομαθείς). Ας δούμε λοιπόν αρχικά το γιατί επιλέχτηκαν οι συγκεκριμένοι άγιοι της Εκκλησίας ως προστάτες της παιδείας: Πρώτ’ απ’ όλα, η επιλογή και των τριών και όχι ενός από τους τρεις, έγινε για να ηρεμήσουν τα οξυμένα πνεύματα στην Κωνσταντινούπολη του 1100 όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός. Την εποχή εκείνη ο λαός της Βασιλεύουσας είχε χωριστεί σε τρεις παρατάξεις: στους Βασιλίτες, τους Γρηγορίτες και τους Ιωαννίτες. Κάθε μια από αυτές τις παρατάξεις έριζαν για το ποιος από τους τρεις γνωστούς ιεράρχες ήταν ο σημαντικότερος. Για να μπορέσει λοιπόν η Εκκλησία να ειρηνεύσει, επελέγησαν από κοινού και οι τρεις.
Ας τους πάρουμε όμως έναν – έναν: ο Μέγας Βασίλειος πρώτα, σπούδασε στην Αθήνα, το κέντρο της ειδωλολατρίας, και, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συμφοιτητής του Γρηγόριος «ποιο είδος παιδεύσεως και μαθήσεως δεν επιμελήθηκε»! Υπήρξε ένας ολοκληρωμένος παν-επιστήμονας του καιρού του, με φοβερές γνώσεις στις περισσότερες επιστήμες (σπούδασε ρητορική, Γραμματική, Φιλοσοφία, Φυσική, Μετεωρολογία, Γεωλογία, Διαλεκτική, Αστρονομία, Γεωμετρία και Ιατρική!). Εκτός όμως από τις θεωρητικές γνώσεις, υπήρξε και απόλυτα πρακτικός άνθρωπος. Ίδρυσε την περίφημη «Βασιλειάδα», ένα πολυ-ίδρυμα για εκείνη την εποχή που επιμελούνταν και συντηρούσε οικονομικά ο ίδιος και πέθανε πολύ νέος σε ηλικία, εξαιτίας των κακουχιών και των στερήσεων στις οποίες υπέβαλλε τον εαυτό του. Εντυπωσιακή και παραδειγματική ταυτόχρονα είναι η στάση του απέναντι στην εξουσία. Όταν βρέθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα Ουάλη που υποστήριζε την αίρεση του Αρειανισμού, όχι μόνο δεν κάμφθηκε από τις απειλές για δήμευση της περιουσίας του, εξορία και θάνατο με βασανιστήρια, αλλά του απάντησε με παρρησία: «Αρπαγή περιουσίας δε φοβάμαι, γιατί δεν έχω άλλο από λίγα τριμμένα ράσα και λίγα βιβλία. Εξορία δε γνωρίζω, γιατί στον κόσμο είμαι προσωρινός κάτοικος και όλοι οι τόποι δεν με εμποδίζουν να προσεύχομαι. Βασανιστήρια δεν μπορούν να επιβληθούν στο ασθενικό κορμί μου που θα καταρρεύσει με το πρώτο χτύπημα. Όσο για τον θάνατο, αυτό τον παρακαλώ, γιατί θα με φέρει πιο γρήγορα στον Θεό μου» (αλήθεια, πόσοι σημερινοί ιεράρχες ή και κληρικοί θα είχαν τη δύναμη να πουν το ίδιο στην εκάστοτε εξουσία εάν παρίστατο ανάγκη;).
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος από την άλλη σπούδασε κι αυτός μεταξύ άλλων πόλεων και στην Αθήνα με συμφοιτητή τον Βασίλειο. Μάλιστα ήταν τόσες οι γνώσεις και οι ικανότητές του στη ρητορική και τη φιλολογία, που του παραχωρήθηκε η έδρα του καθηγητή στη σχολή, ενόσω ο ίδιος ήταν φοιτητής! Ανέλαβε σε καιρούς δύσκολους για την Ορθόδοξη εκκλησία εξαιτίας της αίρεσης του Αρειανισμού, τον θρόνο στο Πατριαρχείο Κων/πόλεως. Όταν όμως μετά από δύο χρόνια είδε ότι η εκεί παρουσία του δημιουργούσε πρόβλημα στην Εκκλησία, αποχώρησε από μόνος του (άραγε, ποιος από τους σημερινούς εκκλησιαστικούς άνδρες θα έπραττε κάτι αντίστοιχο εάν η παρουσία του αποτελούσε βαρίδι για την Ορθοδοξία; Τα παραδείγματα πολλά).
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος τέλος, υπήρξε άριστος σπουδαστής στη σχολή της Αντιόχειας. Εκεί, ο δάσκαλός του Λιβάνιος, σε ερώτηση κάποιου για το ποιον θα επέλεγε ως διάδοχό του, είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Ο Ιωάννης, αν δεν τον είχαν αρπάξει οι Χριστιανοί»! Ως κληρικός βοήθησε όσο κανείς άλλος τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους, ενώ ως Πατριάρχης στην Κων/πολη, έλεγξε με κάθε μέσο την αδικία όσο ψηλά κι αν ήταν αυτός που την προκαλούσε. Υπέστη φοβερές διώξεις από το αυτοκρατορικό ζεύγος της εποχής που του στοίχισαν εξορίες. Στην τελευταία μάλιστα απ’ αυτές άφησε την τελευταία του πνοή καθ’ οδόν. Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του που αφορά τους άρχοντες και την κοσμική εξουσία: «Να φοβόμαστε και να τρέμουμε και εξαιτίας της συνειδήσεώς μας και εξαιτίας του βάρους της εξουσίας, και ούτε να παραπονιόμαστε όταν η εξουσία κάποτε μας ανατεθεί, ούτε, εάν δεν μας ανατεθεί να την επιδιώκουμε. Φυσικά, ο άρχοντας οφείλει αγάπη προς τον πολίτη, ο οποίος πολίτης οφείλει υπακοή. Εξάλλου υπουργός σημαίνει υπηρέτης…Ο άρχοντας, δεν πρέπει να υπερέχει από τους αρχόμενους στις τιμές, αλλά στις αρετές. Όσο μεγαλύτερο είναι ένα πολιτικό αξίωμα, τόσο μεγαλύτεροι είναι οι κίνδυνοι για εκείνον. Διότι, αρκεί ένα μόνο κατόρθωμα να τον ανεβάσει στον ουρανό της αλαζονείας. Η κενοδοξία τότε επιτίθεται σφοδρότατα και η φιλαργυρία και η αυθάδεια, επειδή η εξουσία παρέχει τέτοια δυνατότητα, ώστε τέλος γεννά και δυσαρέσκειες στον φτωχό λαό» (οποιαδήποτε αναγωγή σε γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στις μέρες μας είναι και επιθυμητή και απαραίτητη για την κατανόησή τους).
Οι άνθρωποι αυτοί υπήρξαν ανυπέρβλητα πρότυπα αγάπης για τη γνώση και τα γράμματα και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο επελέγησαν ως προστάτες – άγιοι της Παιδείας.
Η αυριανή γιορτή έχει και ξεχωριστή σημασία, αφού τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι η ουσία αυτής της γιορτής αμφισβητείται και μάλιστα από δύο ακραίες φωνές: αυτές των «εκσυγχρονιστών» και αυτές των «Νεοειδωλολατρών». Οι πρώτοι αφού πολέμησαν λυσσωδώς και φευ! πέτυχαν, απομάκρυναν και συνεχίζουν να απομακρύνουν κάθε τι που θυμίζει Ορθοδοξία και χριστιανική πίστη από τα σχολεία: εξοβέλισαν τους ιερείς από τους μαθητικούς χώρους (τώρα βέβαια ζητούν στη θέση τους ψυχολόγους επ’ αμοιβή), έχουν καταργήσει τους σχολικούς εκκλησιασμούς τις μεγάλες εορτές, διέγραψαν από το σχολικό βιβλίο των θρησκευτικών της Γ΄ Γυμνασίου το σχετικό με τους Τρεις Ιεράρχες κεφάλαιο, ενώ ετοιμάζονται μαθαίνω να απαιτήσουν την κατάργηση της πρωινής προσευχής («Μα, τα άλλα παιδάκια που δεν είναι Ορθόδοξα, τι θα κάνουν εκείνη τη στιγμή;»), της ανάρτησης εικόνων στις τάξεις κ.λπ. Οι δεύτεροι, οι Νεοειδωλολάτρες, κάνουν το παν για να συκοφαντήσουν το έργο των Τριών Ιεραρχών, αφού τους είναι ιδιαίτερα ενοχλητικοί: Σπούδασαν την τέχνη και τις επιστήμες των Εθνικών, των Ειδωλολατρών δηλαδή και τις χρησιμοποίησαν εναντίον τους με μεγάλη επιτυχία. Κανείς απ’ τους τρεις τους όμως δε χρησιμοποίησε τα αρχαία κείμενα με τη στενόμυαλη λογική, απομονώνοντας δηλαδή απλώς μερικά γνωμικά και φράσεις που να ταιριάζουν στη νέα πίστη και εντάσσοντάς τα στη χριστιανική δογματική. Είχαν ξεκάθαρη άποψη, ήταν σίγουροι γι΄ αυτό που πίστευαν αλλά και για την αξία των κλασσικών κειμένων. Και αυτό φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον αρχαίο κόσμο στο σύνολό του και το πόσο αγαπούν τα κείμενα και τις αρετές του αρχαίου πνεύματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μέγας Βασίλειος, όταν αναφέρεται στον πλούτο και τον χρυσό, αντί να ανατρέχει στη Γραφή, αναφέρεται στους δύο μεγάλους γλύπτες της αρχαιότητας, τον Φειδία και τον Αλκαμένη και τα χρυσελεφάντινα αγάλματα του Δία στην Ολυμπία και της Ήρας στο Άργος. Συγκεκριμένα, σημειώνει για τους σπουδαίους αυτούς καλλιτέχνες ότι, αν καμάρωναν για τον χρυσό και το ελεφαντόδοντο που τοποθέτησαν εκεί, θα ήταν ανόητοι, γιατί γνώριζαν ότι η τέχνη τους ήταν πιο άξια και από τον χρυσό και από το ελεφαντόδοντο, και η τέχνη τους ήταν αυτή που έκανε τον χρυσό περισσότερο πολύτιμο και ωραιότερο. Ο ίδιος θα γράψει στο έργο του «Εις τον Προφήτην Ησαΐαν Προοίμιον» για την ειδωλολατρία: «Μη δειλιάζετε από τα ειδωλολατρικά πιθανολογήματα... τα οποία είναι σκέτα ξύλα, ή μάλλον δάδες που έχασαν και του δαυλού την ζωντάνια και του ξύλου την ισχύ, μη έχοντας ούτε και της φωτιάς το φως, αλλά σα δάδες που καπνίζουν, μαυρίζουν και λερώνουν όσους τα πιάνουν…».
Των Τριών Ιεραρχών λοιπόν αύριο. Ας ευχηθούμε να μας φωτίζουν όλους, μαθητές και εκπαιδευτικούς, για να ακολουθούμε τον ανοιχτό για όλους δρόμο που εκείνοι χάραξαν προς τη γνώση και τη σπουδή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου