Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

ΑΙΤΙΑ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ



Αντάντ και Κεντρικές Δυνάμεις: ποιος ευθύνεται
για τον μεγάλο πόλεμο; Από τη μνήμη στην Ιστορία

του Ρόμπερτ Φρανκ, εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 12-1-2014




            Εκατό χρόνια μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σαράγεβο, στις 28 Ιουνίου του 1914, δεν έχουμε τελειώσει ακόμη με το θέμα των αιτίων του Μεγάλου Πολέμου και των ευθυνών για την πυροδότηση αυτής της σύγκρουσης που τύλιξε στις φλόγες την Ευρώπη και τον κόσμο, εγκαινιάζοντας τον βάναυσο 20ό αιώνα.
            Η Αυστροουγγαρία δεν ήταν άραγε η χώρα που εκμεταλλεύθηκε τη δολοφονία του αρχιδούκα από τον Γκαβρίλο Πρίντσιπ, έναν Σέρβο της Βοσνίας, για να «ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της» με τη Σερβία, στέλνοντάς της ένα απαράδεκτο τελεσίγραφο στις 23 Ιουλίου;
            Η Ρωσία, διαβεβαιώνοντας τη Σερβία για τη στήριξή της, δεν πήρε το ρίσκο της κλιμάκωσης στα άκρα;
            Η Γερμανία του κάιζερ Γουλιέλμου Β', δίνοντας την «πλήρη υποστήριξή της» στους Αυστριακούς, δεν τους ενθάρρυνε στις προσπάθειές τους να τελειώνουν με τη Σερβία, της οποίας η προπαγάνδα στους Σλάβους του Νότου ήταν απειλή για την ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων;
            Η Γαλλία, η οποία υποσχέθηκε στους Ρώσους «να τιμήσει τις υποχρεώσεις της συμμαχίας της», δεν τους ενθάρρυνε να συγκρουστούν με την Αυστροουγγαρία, η οποία εμπόδιζε το πανσλαβιστικό όνειρό τους στα Βαλκάνια;
            Η διαδοχή των γεγονότων είναι μια αλυσίδα ενεργειών όπου οι παίκτες, σαν «υπνοβάτες», για να χρησιμοποιήσουμε την εύστοχη φράση του ιστορικού Κρίστοφερ Κλαρκ, πορεύονταν προς τον πόλεμο, βήμα προς βήμα, χωρίς να γνωρίζουν πού πηγαίνουν: μετά τη μερική απόρριψη του τελεσιγράφου από τους Σέρβους, η Αυστρία τούς κήρυξε τον πόλεμο στις 28 Ιουλίου, προκαλώντας την κινητοποίηση των Ρώσων (29-30 Ιουλίου), στην οποία οι Γερμανοί απάντησαν με ένα τελεσίγραφο προς τη Ρωσία και άλλο ένα προς τη Γαλλία, ζητώντας της ουδετερότητα (31 Ιουλίου).
            Οι Γάλλοι απαντούν την 1η Αυγούστου ανακοινώνοντας την κινητοποίησή τους από την επομένη. Την ίδια ημέρα οι Γερμανοί κήρυξαν τον πόλεμο στη Ρωσία και στις 3 Αυγούστου στη Γαλλία, προχωρώντας στην εισβολή του Βελγίου, η οποία πυροδοτεί την είσοδο του Ηνωμένου Βασιλείου στον πόλεμο εναντίον τους στις 4 Αυγούστου.
            Πέντε χρόνια μετά το Σαράγεβο οι νικητές επιβάλλουν τον νόμο τους στους ηττημένους. Το άρθρο 231 της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η οποία υπεγράφη στις 28 Ιουνίου του 1919, αναφέρει ότι «η Γερμανία και οι σύμμαχοί της είναι υπεύθυνοι για όλες τις απώλειες και για όλες τις ζημιές που υπέστησαν οι συμμαχικές κυβερνήσεις [...], ως αποτέλεσμα του πολέμου που τους επιβλήθηκε από την επιθετικότητα της Γερμανίας και των συμμάχων της». Αυτή η «ευθύνη» δικαιολογεί τις «επανορθώσεις» που επιβλήθηκαν στο Ράιχ.
            Έπειτα από αίτημα των κυβερνήσεών τους γερμανοί και γάλλοι ιστορικοί προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα της ευθύνης για τον πόλεμο (Kriegsschuldfrage). Οι πρώτοι προσπαθούν να απαλλάξουν τη χώρα τους και οι δεύτεροι, γύρω από τον Πιερ Ρενουβέν, με μεγαλύτερη λεπτότητα, επικαλούνται μια άνισα κατανεμημένη ευθύνη, αποδίδοντας βεβαίως την κύρια ευθύνη στους Γερμανούς, αλλά μιλώντας για «αστική ευθύνη» (όπως στην περίπτωση ενός τροχαίου ατυχήματος) και όχι για «ηθική ευθύνη», και προσμετρώντας το μερίδιο ευθύνης των άλλων, των Αυστριακών, των Ρώσων, ακόμη και των Γάλλων.
            Είναι ο γάλλος ιστορικός Ζυλ Ιζαάκ που πείθει τον Ρενουβέν να αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι τελευταίοι, οι Γάλλοι, δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να μετριάσουν τον ζήλο των ρώσων συμμάχων τους.
            Το 1961 η δημοσίευση του βιβλίου του ιστορικού Φριτς Φίσερ «Griff nach der Weltmacht: die Kriegszielpolitik des Kaiserlichen Deutschland 1914-18» (Η επιδίωξη για παγκόσμια ισχύ: η πολιτική της αυτοκρατορικής Γερμανίας κατά τον πόλεμο 1914-18) αφήνει τις ισορροπημένες και μετρημένες ερμηνείες, και προκαλεί σοκ. Να ένας Γερμανός που αποδίδει την πλήρη ευθύνη στη Γερμανία.
            Η Γερμανία θα μπορούσε ακόμη και να είχε ωθήσει την Αυστρία να χρησιμοποιήσει ως πρόσχημα το Σαράγεβο για να επιτεθεί στη Σερβία («τώρα ή ποτέ!»). Οι στρατιωτικοί θα μπορούσαν πράγματι να είχαν πείσει τον Γουλιέλμο από τον Δεκέμβριο του 1912 ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος και ότι ήταν αναγκαίο να τον διεξαγάγουν το συντομότερο δυνατόν, το αργότερο ως το καλοκαίρι του 1914, προτού ο επανεξοπλισμός των Ρώσων βάλει τέλος στη στρατιωτική υπεροχή του Ράιχ.
            Και οι πολιτικοί θα είχαν οπωσδήποτε προετοιμάσει ένα σχέδιο για την πολιτική και οικονομική κυριαρχία της Ευρώπης από τη Γερμανία - το σχέδιο του καγκελαρίου Μπέτμαν Χόλβεγκ της 9ης Σεπτεμβρίου του 1914 - που προέβλεπε προσαρτήσεις εδαφών σε βάρος της Γαλλίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και των Κάτω Χωρών.
            Πιο πρόσφατα ο ιστορικός Κρίστοφερ Κλαρκ στο βιβλίο του «Οι υπνοβάτες: Πώς η Ευρώπη πήγε στον πόλεμο το 1914» (Λονδίνο, εκδ. Allen Lane, 2012) πυροδότησε πάλι την αντιπαράθεση, παίρνοντας την αντίθετη θέση από τον Φίσερ, απαλλάσσοντας σε μεγάλο βαθμό τη Γερμανία και κατηγορώντας τους Σέρβους.
            Μετά το πραξικόπημα του 1903 οι εθνικιστές αυτής της χώρας, με την εμμονή τους στο όνειρο της Μεγάλης Σερβίας, αποκτούν σημαντική επιρροή. Φιλοδοξώντας να βάλουν στο χέρι τη Βοσνία - Ερζεγοβίνη, την οποία είχαν προσαρτήσει οι Αψβούργοι το 1908, υποστηρίζουν την τελική επίθεση του 1914 στην πρωτεύουσα αυτής της επικράτειας, σκοτώνοντας έτσι τον αρχιδούκα, ο οποίος με τα σχέδιά του για μεταρρυθμίσεις υπέρ των Σλάβων της αυτοκρατορίας του θα μπορούσε να καταστρέψει το σχέδιο για τη Μεγάλη Σερβία.
            Χωρίς αμφιβολία, είναι καιρός να αφήσουμε πίσω μας αυτές τις διαμάχες που σχετίζονται με τη μνήμη και οδηγούν μερικές φορές σε σφάλματα στην ιστορική μέθοδο. Η καθεμία από αυτές μάς λέει περισσότερα για τις αναπαραστάσεις και το φαντασιακό της εποχής της παρά για τις πραγματικότητες του έτους 1914. Την επομένη του 1918 οι απογοητεύσεις των νικητών και οι ταπεινώσεις των ηττημένων μετέτρεψαν το Kriegsschuldfrage (το ποιος έχει την ευθύνη για τον πόλεμο) σε ένα πολιτικό ζήτημα γύρω από τις γερμανικές αποζημιώσεις.
            Η βούληση των πολιτών της νέας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κατά τη διάρκεια των ετών 1950-1960, να μείνουν μακριά από την πολιτική της ισχύος, τη Machtpolitik, του Δευτέρου και του Τρίτου Ράιχ, δημιουργεί τον πειρασμό να δούμε μια συνέχεια ανάμεσα στην πολιτική του Γουλιέλμου Β' και του Χίτλερ.
            Αν οι φιλοδοξίες του Χίτλερ ήταν η κύρια αιτία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ήταν εκείνες του σχεδίου Μπέτμαν Χόλβεγκ που προκάλεσαν τον πρώτο. Ηταν ο ίδιος ο πόλεμος, από τη στιγμή που κηρύχθηκε, που έβγαλε αυτό το σχέδιο από τα συρτάρια, την 9η Σεπτεμβρίου του 1914.
            Υπάρχει πράγματι μια διπλή μεθοδολογική επιταγή: να δούμε τη διαφορά ανάμεσα σε μια κατάσταση ειρήνης, μια εποχή που ο μαζικός θάνατος δεν είναι στην ημερησία διάταξη, και οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων μπορούν να αναπτύξουν σχέδια για έναν πιθανό πόλεμο χωρίς να θέλουν κατ' ανάγκη να τα εφαρμόσουν και να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή των συμπολιτών τους, και σε μια εμπόλεμη κατάσταση, όπου η μόνιμη απειλή του θανάτου δίνει νέο νόημα στις ως τότε εικονικές και θεωρητικές φιλοδοξίες. Και, ως εκ τούτου, να μην πιστέψουμε ότι, εκτός από την εποχή του ναζιστή δικτάτορα, η διατύπωση των στόχων του πολέμου αποτελεί κατ’ ανάγκη την αιτία του πολέμου.
            Σήμερα οι σφαγές του πολέμου της Βοσνίας το 1992-1995 έχουν δώσει μια αρνητική εικόνα των Σέρβων του τέλους του 20ού αιώνα. Θα ήταν όμως μεθοδολογικό λάθος να αποδώσουμε εκ των υστέρων στους Σέρβους των αρχών του 20ού αιώνα αυτή την αρνητική εικόνα, σαν η εθνική ταυτότητα να ήταν μια αμετάβλητη ουσία με την οποία μπορούμε να οικοδομήσουμε στερεότυπα σκαλισμένα στην πέτρα.
            Πρέπει λοιπόν να διασφαλίσουμε ότι οι ιστορικοί δεν θα χαλάσουν την επέτειο των 100 ετών από το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, ιδίως στα Βαλκάνια. Δεν πρέπει οι μελλοντικοί συνάδελφοί τους να πουν με τη σειρά τους ότι τα επιστημονικά συμπόσια του 2014 απηχούν περισσότερο τις διάφορες νοοτροπίες των αρχών του 21ου αιώνα παρά τις πραγματικότητες του 1914.
            Η δυσκολία της διοργάνωσης τον Ιούνιο του 2014 στο Σαράγεβο ενός συνεδρίου που θα συγκεντρώσει με ισορροπημένο τρόπο ιστορικούς από όλες τις βαλκανικές χώρες και από τις τρεις κοινότητες της Βοσνίας δείχνει ότι η επιτυχία δεν είναι εγγυημένη. Στην περιοχή αυτή ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ είναι για ορισμένους «ήρωας» και για άλλους «τρομοκράτης». Οι Σέρβοι φοβούνται μήπως «το πνεύμα της εποχής» τους μετατρέψει στους μεγάλους υπευθύνους του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
            Κάποιοι Κροάτες και μουσουλμάνοι μπορεί να μπουν στον πειρασμό από τη μόδα της «αυστρονοσταλγίας», η οποία παρουσιάζει την Αυτοκρατορία των Αψβούργων σαν ένα αρμονικό μωσαϊκό διαφορετικών λαών, το οποίο καταστράφηκε από τους εθνικισμούς που ξεπήδησαν από την αγριότητα του πολέμου του 1914-1918. Αλλά ακριβώς σε αυτές τις μνήμες του πολέμου, που τροφοδοτούνται από τα τραύματα των επόμενων συγκρούσεων, πρέπει να βάλουμε τέλος το 2014.
            Πώς; Περνώντας από την προσέγγιση της μνήμης στην προσέγγιση της Ιστορίας, αντικαθιστώντας τα καθήκοντα της μνήμης που διατηρούν τις προκαταλήψεις και τα μίση με τα καθήκοντα της Ιστορίας που τέμνουν τις μνήμες, τις ξεπερνούν και τις κατευνάζουν. Αυτό είναι το τίμημα της συμφιλίωσης σε αυτή τη μεριά της Ευρώπης. Το 2014 ήρθε η ώρα να βάλουν οι Ευρωπαίοι ένα τέλος στον 20ό αιώνα του σιδήρου και του αίματος, που άρχισε το 1914.

Ο κ. Ρόμπερτ Φρανκ (Robert Frank) είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris 1.

Δεν υπάρχουν σχόλια: