Παρασκευή 2 Μαΐου 2014



Βαρεθήκαμε να είμαστε Ελληνες;

του Τάκη Θεοδωρόπουλου, εφημ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 19/04/2014 

 
     Το ξέρω πως το σκέφτεστε, ακόμη και αν δεν το «μολογάτε». Έτσι και ξανακούσετε πολιτικό, δημοσιογράφο, δημοσιολογούντα γέροντα, ηθοποιό, τραγουδιστή ή πάσης φύσεως δημόσιο πρόσωπο να σας μιλάει με ύφος Τραβιάτας για τον Γολγοθά των ημερών που δεν είναι μόνον των ημερών, αλλά του χρόνου όλου για την Ελλάδα, και για την προσδοκώμενη ανάσταση που θα έρθει όταν καλή ώρα γίνει και εγώ δεν ξέρω τι, το ξέρω ότι σκέφτεστε πως θα σκάσετε στο αρνί για να εκδικηθείτε και τον πολιτικό και την Ελλάδα και τις άγιες τούτες ημέρες, το Πάσχα των Ελλήνων, που σου μετατρέπουν τη νοημοσύνη σε γιαούρτι από τη βλακεία των δηλώσεων και των συμπαρομαρτούντων. Κατά τα λοιπά ο κ. Αβραμόπουλος, ευτυχώς, προνόησε να τελειώνει μια και καλή με το κιτς των στρατευμένων μας που σπάνε αυγά, πίνουν ρετσίνα και χορεύουν τσάμικο, και ο κ. Δήμου, αν είναι ποτέ δυνατόν, απείλησε πως αν συνεχίσουμε να έχουμε αντιρρήσεις σε όσα γράφει δεν πρόκειται να ξαναγράψει πριν από τις ευρωεκλογές. Στο χρονικό των ημερών να προσθέσω και τα πάγια αιτήματα του ελληνισμού.
     Αν θέλεις πραγματικά να νιώσεις την ιδιοπροσωπία μας αυτές τις ημέρες, οφείλεις, πρώτον, να μάθεις να φορτώνεις αυτοκίνητο, τίγκα στα πράγματα και στις λαμπάδες, όπως επίσης οφείλεις να θυμάσαι, όταν πια πλησιάζεις τα πάτρια, πως ξέχασες το ουσιώδες. Ποιο είναι το ουσιώδες δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει ότι πρέπει οπωσδήποτε να μεσολαβήσει οικογενειακός καβγάς, προκειμένου να τρέξετε όλοι μαζί να προλάβετε τα δέκα τελευταία λεπτά της περιφοράς, να μουρμουρίσετε και κάνα «αι γενεαί πάσαι» για το καλό τη στιγμή που έχουν αρχίσει οι πρώτες εκρήξεις. Ο αγριορωμιός, ως γνωστόν, δεν περιμένει την Ανάσταση για να αναστήσει. Η ψυχή του έχει βαρέσει κόκκινο από τον Επιτάφιο, τι λέω, και πριν ακόμη, από την Εθνική όπου η άμεση δημοκρατία ζει μεγάλες στιγμές. Και εννοείται πως η ιδιοπροσωπία δεν θα ήταν ιδιοπροσωπία χωρίς χοληστερίνη – όσο μπορείς πιο άφθονη χοληστερίνη και φωνές. Φωνές και τραγούδια. Κανείς δεν κατάφερε μέχρι στιγμής να κάμψει το θορυβώδες φρόνημα του ελληνισμού, κανείς δεν κατάφερε μέχρι στιγμής να μας αφαιρέσει το δικαίωμα να παράγουμε θόρυβο.
     Όλα αυτά, θα μου πείτε, σας ακούγονται λίγο ξεπερασμένα. Σαν κατάλοιπα της εποχής εκείνης που είχαμε μετατρέψει την Ελλάδα σε σκυλάδικο, γλεντοκοπούσαμε από το πρωί ώς το βράδυ, και το Πάσχα δεν ήταν παρά η προέκταση του σκυλάδικου στο χωριό, και η διασκέδαση με τον παππού και τη γιαγιά. Για να χαρούν και αυτοί, να μοιραζόμαστε όλοι μαζί τις παραδόσεις και να μην ξεχνιόμαστε πως είμαστε Έλληνες, ελληναράδες, οι μάγκες της ιστορίας. Απορούσα πάντα, ειδικά αυτές τις ημέρες, πού την κρύβουμε τόση προπέτεια. Και πώς είναι δυνατόν να είμαστε τόσο υποκριτές, και να περιφρονούμε τόσο πολύ τους εαυτούς μας, ώστε όλοι αυτοί που κόπτονται για τις νηστείες, τους ελληνισμούς και τα παρελκόμενα, να μην έχουν την υπομονή να δώσουν έστω και δέκα λεπτά από την προσοχή τους για να ακούσουν τα εγκώμια, και να ψάλουν ενδεχομένως.
     Δεν είμαι θρησκευόμενος, αμαρτία ομολογημένη, όμως σέβομαι και τους θρησκευόμενους και το θρησκευτικό αίσθημα του καθενός, όπως σέβομαι και το εκκλησιαστικό τελετουργικό. Και γοητεύομαι κιόλας. Και δεν βλέπω πόσα κέρδισε ο κόσμος και η ζωή μας από τότε που βαλθήκαμε με νύχια και με δόντια να την ξεγυμνώσουμε από τα τελετουργικά της. Η μικρή ιστορία της γενιάς μου είναι χαρακτηριστική. Προτιμήσαμε το ροκ από τις ψαλμωδίες του Πάσχα, λες και το πρόβλημα ήταν να διαλέξουμε, και όταν καταλάβαμε πόσο μας έλειπαν οι ψαλμωδίες του Πάσχα, μαζί με τα αρώματα και τη γοητεία του τοπίου, γυρίσαμε να τις ξαναβρούμε, αρχίσαμε να μιλάμε για την αισθητική τους δύναμη και ανακαλύψαμε ότι οι περισσότεροι γύρω μας τις είχαν εγκαταλείψει. Τις έλεγαν μηχανικά, από υποχρέωση, ειδικά στα χωριά και τα νησιά. Εκεί όπου το εκκλησιαστικό τυπικό των ημερών είναι κυρίαρχο, η ευλάβεια όμως λείπει. Θα έλεγα είναι αντιστρόφως ανάλογο: όσο περισσότερο το τυπικό, τόσο λιγότερη η ευλάβεια. Για καλό και για κακό είμαστε ανευλαβής κοινωνία. Ορφανές συνειδήσεις που αρπαζόμαστε με πείσμα στα πατροπαράδοτα επειδή κατά βάθος δυσκολευόμαστε να τα σεβαστούμε, γιατί δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε σε τι μπορούν πια να μας βοηθήσουν. Βαρεθήκαμε να είμαστε Έλληνες; Ακόμη και αν δεν το ομολογούμε, αν αναλογισθεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο μεταχειριζόμαστε τη γλώσσα που μιλάμε, τότε τα συμπεράσματα δεν δυσκολεύονται να βγουν και να σταθούν μπροστά στα μάτια σου.
     Και αν βαρεθήκαμε να είμαστε Έλληνες, και να μιλάμε ελληνικά και να σουβλίζουμε αμνοερίφια το Πάσχα, και να βαράμε βαρελότα στην Ανάσταση, τότε τι θέλουμε να γίνουμε; Σαν να κρεμόμαστε σε ένα κενό της Ιστορίας όπου ό,τι μας κρατούσε έως προχθές έχει ξεθωριάσει μέσα μας και δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τι ρούχα θα φορέσουμε. Ποια γλώσσα θα μιλήσουμε, σε ποιο τοπίο θα ζήσουμε, ποιος είναι ο εαυτός μας, πού θα αγαπήσουμε για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε.
     Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες σκέφτομαι πόσο όλοι εμείς που τρέχουμε πέρα-δώθε, γιορτάζοντας υποτίθεται χωρίς να ξέρουμε τι γιορτάζουμε, στην πραγματικότητα βγάζοντας το άχτι μας ο ένας με τον άλλον, με αυτοκίνητα και εκρηκτικά, ότι ο πραγματικός Γολγοθάς μας είναι η βαρεμάρα που μας προκαλεί ο εαυτός μας. Και η αδυναμία μας να βρούμε τα μέσα για να την ξεπεράσουμε. Τα υπόλοιπα, τα Μνημόνια και οι Ευρώπες που δήθεν μας ταλαιπωρούν, είναι για τα πανηγύρια και τις ευκολίες πληρωμής των δόσεων συλλογικής ζωής που μας απομένουν. Και επειδή έχουμε βαρεθεί τους εαυτούς μας, το μόνο που μας μένει είναι, σε πρώτη ευκαιρία, να απελευθερώνουμε τον «αγριορωμιό», αυτό το βάρβαρο αλαζονικό κατασκεύασμα που γλεντάει γύρω μας και μέσα μας. Απ’ τα Μνημόνια θα γλιτώσουμε, από την πλήξη μας όμως, δύσκολο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: