Η στρογγυλή θεά
και οι γωνίες της
του Παντελή Μπουκάλα, εφημ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 18-6-2016
Μας
συγκινεί η μπάλα. Παίξαμε - δεν παίξαμε πιτσιρίκια. Τσακωθήκαμε -
δεν τσακωθήκαμε με φίλους και δικούς για ένα πέναλτι ή ένα οφσάιντ, που τα
βλέπουμε με γυαλιά βαμμένα από το πάθος μας, κι ας ορκιζόμαστε πως είμαστε τάχα
φίλαθλοι και όχι οπαδοί, αντικειμενικοί και όχι αγρίως μεροληπτικοί. Και να μη
μετέχει σε κάποια διοργάνωση η ομάδα μας (ο αγαπημένος μας σύλλογος ή το εθνικό
μας συγκρότημα), η πανούργα μηχανή της υπεραναπλήρωσης ή της ταύτισης βρίσκει
τον τρόπο να δουλέψει. Και καταφέρνει να μας τυλίξει στη σαγήνη της, ακόμα κι
αν παίρνουμε άλλου είδους όρκο τούτη τη φορά. Να πάψουμε δηλαδή να νομιμοποιούμε-με
την εξ αποστάσεως έστω συμμετοχή μας-αλισβερίσια που μας προσβάλλουν με τον ωμό
κυνισμό τους. Να πάψουμε να είμαστε το άλλοθι για «πρωταγωνιστές» που καγχάζουν
με τις επιταγές της νομιμότητας, αφού άλλου περιεχομένου επιταγές τούς
συγκινούν, αλλά και για συμπεριφορές αγροίκες, κοινωνιοδιαλυτικές, χουλιγκάνικα
εθνικιστικές.
Φαίνεται όμως
πως γράφουμε τους όρκους μας πάνω στο νερό. Ή πως ορκιζόμαστε όπως ορκίστηκε η
Ρένα Βλαχοπούλου στον Λάμπρο Κωνσταντάρα ότι δεν θα ξαναχαρτοπαίξει, με
σταυρωμένα τα δυο της δάχτυλα, αφανή στην πισώπλατη κρυψώνα τους. Κι έτσι το
ποδόσφαιρο εξακολουθεί να μας συγκινεί. Ίσως και επειδή ψάχνουμε ένα «εμείς»
(έστω καμωμένο με τον τρόπο της υπερβολής και της εθελοτυφλίας) που να μην το
έχει τσακίσει η ιστορία. Εξακολουθεί να μας καθηλώνει παρότι ξέρουμε πως η
μπάλα είναι λιγότερο στρογγυλή και από τη Γη, αφού έχει γωνίες, αιχμές και
σκισίματα – περίπου όπως καταντούσαμε ταχύτατα τω καιρώ εκείνω την πρώτη
πέτσινη μπάλα μας, τη «βαλβιδένια». Ξέρουμε δηλαδή ότι το κυρίως παιχνίδι,
οικονομικό, πολιτικό, ιδεοπλαστικό, γίνεται έξω από τις γραμμές του γηπέδου·
δίχως κάμερες να καλύπτουν την εξέλιξή του, δίχως κούφιες δηλώσεις για την τιμή
της φανέλας. Μας κλέβει όμως το ενδιαφέρον και την αδρεναλίνη ακόμα κι όταν
πληροφορούμαστε σε ποιες ανελέητα φεουδαρχικές συνθήκες κατασκευάζονται μπάλες,
παπούτσια και φανέλες, συνήθως από παιδικά εργατικά χέρια. Ακόμη κι όταν
μαθαίνουμε, από τα λίγα που καταφέρνουν να δουν το φως, ποια βαρβαρότητα
φερμένη από την εποχή της δουλοπαροικίας υψώνει τα φαραωνικά έργα στο
προμουντιαλικό Κατάρ, που έλαβε το προνόμιο της διοργάνωσης του 2022 από τους
λάθρα ευεργετηθέντες Μπλάτερ και Πλατινί αυτού του κόσμου.
Άθυρμα των
αντιφάσεών μας είμαστε και της αμφιθυμίας μας. Την ίδια στιγμή, το ποδόσφαιρο
χρωστάει ακριβώς στις δικές του εγγενείς αντιφάσεις τη μισή του δύναμη να
μαγνητίζει (την άλλη μισή την οφείλει στην καθαυτό χάρη του και στον
απροσδόκητο χαρακτήρα του, που μπορεί να αχρηστεύσει από το πρώτο κιόλας λεπτό
σχεδιασμούς και συστήματα). Στις αντιφάσεις του, που το διευρύνουν αντί να το
συρρικνώνουν, ποντάρει για να προσελκύει καταναλωτές με εντελώς διαφορετικές
απόψεις για τα ανθρώπινα, με διαφορετικά συμφέροντα και με διαφορετική θέση
στην κοινωνική κλίμακα. Τους αθροίζει όλους αυτούς σε ένα «εμείς» που διαρκεί
μόλις δύο ώρες. Αμέσως έπειτα διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη, για να
σχηματιστεί εκ νέου στο επόμενο παιχνίδι. Όταν λέμε, σε πρώτο πληθυντικό
πρόσωπο, «τους σκίσαμε», «δεν παίξαμε καλά σήμερα», «ήμασταν άτυχοι», «μας
έσφαξε ο διαιτητής» κτλ., τα εννοούμε όλα αυτά στην κυριολεξία τους. Δεν
πρόκειται για πρόχειρο σχήμα λόγου. Πόσες φορές άλλωστε δεν έχουμε συλλάβει τον
εαυτό μας, κυρίως στο γήπεδο και λιγότερο στον καναπέ της τηλεόρασης, να
σουτάρει, να πασάρει κάθετα ή να αποκρούει «από μέσα του», υπακούοντας στους
σπασμούς της ψυχής του.
Αυτή η
συναισθηματική έκρηξη, πότε χαρά και πότε στενοχώρια, είναι όλο κι όλο το
«κέρδος» του οπαδού (εκτός βέβαια και συναριθμείται σε όσους απαρτίζουν τους
στρατούς των εμμίσθων, που θέτουν τα μούσκουλά τους και τα κλομπ τους στην
υπηρεσία του εκάστοτε σωτήρα-επικεφαλής). Στους αντίποδες της δικής του
ανιδιοτέλειας υψώνονται τα τεράστια και ποικιλόμορφα κέρδη όσων έχουν τον
πρωταγωνιστικό ρόλο στα γηπεδικά δρώμενα, του ιερατείου που «διακονεί» τη στρογγυλή
θεά. Το χρήμα, στην περίπτωση αυτή, είναι ίσως το τελευταίο που ενδιαφέρει, το
τελευταίο που μετράει· προηγείται η δύναμη, μια και το ποδόσφαιρο, ο
επαγγελματικός αθλητισμός γενικότερα, λειτουργεί σαν χορηγός ισχύος, η οποία
μεταφράζεται αμέσως και δίχως φύρα στη γλώσσα της πολιτικής· το ξέρουμε δα και
από τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Ανιδιοτέλεια
λοιπόν από τη μία, συμφέρον από την άλλη – ιδού το ένα από τα δίπολα στους
ναούς της θεάς Μπάλας.
Το δίπολο που
σημαδεύει, πάντως, όλο και βαθύτερα τον κόσμο του ποδοσφαίρου ορίζεται από τα
μεγέθη «εθνικισμός» και «μη εθνικισμός». Ο πρώτος όρος είναι σαφής, οξύτατα
σαφής: Η εθνική ομάδα κάθε χώρας εκπροσωπεί «αυθεντικά» τον λαό της στον
σκηνοθετημένο ειρηνικό πόλεμο, που παύει να είναι ειρηνικός όταν οι οπαδοί
συγκρούονται αγρίως μεταξύ τους, κραδαίνοντας τα εθνικά τους σύμβολα και το
μπουκάλι της δέκατης μπίρας που κατάπιαν σε μια ώρα μέσα, αν δεν εμφανίζονται
εξοπλισμένοι με τα λάβαρα και τα συνθήματα του φιλοναζισμού τους, όπως Γερμανοί
και Ρώσοι. Η όποια φιλοπατρία εξαλλάσσεται σε μισαλλόδοξο σωβινισμό επειδή για
πολλές χώρες, νεοπαγείς και μη, η πιθανή γηπεδική επιτυχία μεταφράζεται σε
επικύρωση της εθνικής υπόστασης: Στην Κροατία, το ’λεγαν και οι ίδιοι, ένιωσαν
ότι καταγράφονται στον χάρτη το 1998, όταν η Εθνική τους αναδείχτηκε τρίτη στο
Μουντιάλ της Γαλλίας. Κι εμείς εδώ, το 2004, (παρα)μιλούσαμε για το «χρυσό
καλοκαίρι της Ελλάδας», αθροίζοντας τους Ολυμπιακούς και το Γιούρο της
Πορτογαλίας.
Ο ασαφής
δεύτερος όρος, «μη εθνικισμός», που δεν συνωνυμεί ούτε με τον διεθνισμό ούτε με
τον κοσμοπολιτισμό ή την παγκοσμιοποίηση, επιχειρεί να καλύψει συμπεριφορές που
πάνε αντίθετα στο εθνικιστικό ρεύμα, δεν έχουν όμως όλες τον ίδιο χαρακτήρα.
Για άλλους λόγους μετράμε μισούς λευκούς και μισούς μαύρους παίκτες στη γαλλική
και την αγγλική Εθνική, για άλλους η ελβετική ενδεκάδα έχει μόνο τρεις
Ελβετούς, και για άλλους βλέπουμε αδελφούς να μοιράζονται σε αντίπαλες Εθνικές:
τα αδέλφια Τσάκα τώρα (στην αλβανική ομάδα ο Ταουλάντ, στην ελβετική ο
Γκράνιτ), τα αδέλφια Μπόατενγκ το 2010 και το 2014 (με την Γκάνα ο Κέβιν Πρινς,
με τη Γερμανία ο Ζερόμ), τα αδέλφια Ματαντά το 2008 (με το Κονγκό ο Στιβ, με τη
Γαλλία ο Παρφέ). Γι’ αυτά όμως την επόμενη Κυριακή. Το Γιούρο είναι ακόμη
μπροστά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου