ΘΡΑΚΗ: αυτή η άγνωστη «ξένη»…
Τον τελευταίο καιρό πολύς λόγος γίνεται για τη Θράκη. Αφορμή, η επιλογή μιας νεαρής Πομακοπούλας, μουσουλμάνας στο θρήσκευμα, από τον αρχηγό του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κ. Γιώργο Παπανδρέου ως υποψήφιας για τη θέση της Υπερνομαρχίας Δράμας – Καβάλας – Ξάνθης. Ευκαιρίας δοθείσης, είναι καιρός νομίζω να αναφερθούμε κι εμείς σε αυτόν τον εν πολλοίς άγνωστο στους περισσότερους από μας τόπο, και με τις λίγες γνώσεις μας να συμβάλουμε στην περαιτέρω κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων του.
Ιστορικά, το Ισλάμ στην ενιαία Θράκη που σήμερα διαιρείται σε Δυτική (ελληνική), Βόρεια (βουλγαρική) και Ανατολική (τουρκική), εμφανίζεται από την εποχή των τελευταίων αιώνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τότε που από τη μια η αδυναμία των Βυζαντινών κι απ’ την άλλη η ισχύς των Οθωμανών οδηγούν στην εισβολή από την ανατολή πλήθους μουσουλμάνων Οθωμανών, οι οποίοι παρά τη διασπορά τους σταδιακά σε όλα τα Βαλκάνια, διατηρούν μια ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία στη Θράκη, επιλέγοντας μάλιστα για ένα μεγάλο διάστημα (πριν βέβαια την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453) την Αδριανούπολη ως πρωτεύουσα του κράτους τους.
Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα η παρουσία τους στη Θράκη είναι σταθερή και αδιάκοπη ως τις μέρες μας. Στην περιφέρεια της ενιαίας Θράκης κατοικούσαν από πριν και Έλληνες, καθώς και Βούλγαροι, ενώ μια σημαντική ομάδα ακαθόριστης εθνικότητας ζούσε στα ορεινά της Ροδόπης με την ονομασία «Πομάκοι». Οι τελευταίοι, χριστιανοί στο θρήσκευμα, μην αντέχοντας την καταπίεση και τις διακρίσεις εις βάρος τους, ασπάστηκαν αθρόα το Ισλάμ επί σουλτανίας Μεχμέτ ΙV (περίπου το 1672). Έκτοτε, και ως τα τέλη του 19ου αιώνα, η κατάσταση στη Θράκη παρέμεινε αμετάβλητη. Ύστερα όμως από την επίδραση του Μακεδονικού Αγώνα (τέλη 19ου – αρχές 20ου αι.) αφενός, και των δύο βαλκανικών πολέμων (1912 – ’13) αφετέρου, αφυπνίστηκαν τόσο το ελληνικό στοιχείο, όσο και το βουλγαρικό στην περιοχή, επιδιώκοντας το καθένα την ενσωμάτωση της Θράκης με τη μητέρα – πατρίδα του καθενός. Η έκβαση των πολέμων του ’12 – ’13 ευνόησε τελικά την Ελλάδα, η οποία κατέλαβε με την άδεια των Μεγάλων Δυνάμεων τη Δυτική Θράκη. Το οθωμανικό – μουσουλμανικό στοιχείο της περιοχής ευρισκόμενο απέναντι στο δίλημμα: Έλληνες ή Βούλγαροι, δε δίστασε να εκδηλωθεί υπέρ των πρώτων, κυρίως εξαιτίας της πολιτικής εκβουλγαρισμού που άσκησαν οι δεύτεροι εις βάρος των Πομάκων, τους οποίους θεωρούσαν Βουλγάρους λόγω της γλώσσας τους. Συγκεκριμένα οι εκπρόσωποι των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, γράφουν μεταξύ άλλων στον Γάλλο στρατηγό F. D’ Esperey: «…Θα ήτο επιθυμητόν, όπως τα ελληνικά στρατεύματα λάβωσι μέρος εις την κατάληψιν ταύτην δεδομένου ότι οι εν τη Δ. Θράκη ευρισκόμενοι Έλληνες εδείχθησαν πάντοτε απέναντι ημών φιλελεύθεροι και αποτελούσιν Έθνος με το οποίο δυνάμεθα κάλλιστα να συμφωνήσωμεν και θα ηδύναντο να μας προστατεύσωσι συγχρόνως με τους συμπατριώτας των ευρισκομένους υπό τας αυτάς με ημάς συνθήκας».
Η οριστική (;) λύση στο συνοριακό ζήτημα, δόθηκε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης (14 Ιουλίου 1923), σύμφωνα με την οποία σύνορο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας καθορίστηκε ο ποταμός Έβρος και αποφασίστηκε η ανταλλαγή πληθυσμών, με την εξαίρεση όμως των Ελλήνων της Κων/πόλεως και των νησιών Ίμβρος και Τένεδος από τη μία, και των μουσουλμάνων κατοίκων της Δυτικής Θράκης από την άλλη. Η Συνθήκη αυτή έκανε σαφή διαχωρισμό μεταξύ Ελλήνων της Τουρκίας και μουσουλμάνων της Ελλάδος, όχι για πολιτικούς λόγους, αλλά για πρακτικούς περισσότερο: τη μία μειονότητα (την ελληνική) την αποτελούσαν μόνον Έλληνες στην καταγωγή· αντίθετα η άλλη (η μουσουλμανική), αποτελούνταν από τρεις διαφορετικές ομάδες προέλευσης: τους Τουρκογενείς ή Τούρκους (μελαμψοί στην όψη και με στενούς δεσμούς με την Τουρκία) που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της μειονότητας, τους Πομάκους (λευκοί με ξανθά ή καστανά μαλλιά οι περισσότεροι) οι οποίοι ήταν μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, μιλούσαν ένα σλαβικό ιδίωμα που προσιδίαζε με τα βουλγαρικά και συμπαθούσαν λόγω της μεγαλύτερης ανοχής που έδειχναν σ’ αυτούς τους Έλληνες, και τους Τσιγγάνους ή Τουρκόγυφτους (μελαμψοί στο χρώμα και νομαδικής ζωής) οι οποίοι ήταν και το μικρότερο ποσοστό από τις άλλες δύο μειονοτικές ομάδες.
Οι λόγοι που επέβαλαν στους Τούρκους να απαιτήσουν και τελικά να επιτύχουν την παρουσία μειονοτικού πληθυσμού στη Δυτική Θράκη, αποτυπώνεται ανάγλυφα σε έναν λόγο του εθνικού «ήρωα» των Τούρκων, Μουσταφά Κεμάλ (του επονομαζόμενου Ατατούρκ, δηλαδή «πατέρας των Τούρκων»): «Στις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν με τους ξένους για το πολιτικό μέλλον της Δυτικής Θράκης [δεν είχε υπογραφεί τότε η Συνθήκη της Λωζάνης] πρέπει να δραστηριοποιηθούμε με σύνεση. Σκοπός μας είναι η Δυτική Θράκη να παραμείνει στα τουρκικά χέρια, ως ενιαίο σύνολο, και σε κατάλληλο χρόνο και ευκαιρία, να ενωθεί με τη Μητέρα Πατρίδα. Εμείς δεν μπορούμε να δεχτούμε την απαλλοτρίωση του τουρκικού αυτού τμήματος. Οι Δυτικοθρακιώτες αδελφοί μας, σε πρώτο βήμα, πρέπει να αγωνιστούν για να κερδίσουν την ανεξαρτησία και αυτονομία της Δυτικής Θράκης» (απόσπασμα από τον Εθνικό Όρκο – Misak Milli – των Τούρκων).
Με το πέρασμα των χρόνων, οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης παρέμειναν απομονωμένοι στην περιοχή τους με τις ευλογίες του ελληνικού κράτους, το οποίο μάλιστα συνέβαλε ενεργά στον πλήρη εκτουρκισμό τους, με αποκορύφωμα την ώθηση των Πομάκων στην αγκαλιά της Άγκυρας (σήμερα οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούν εαυτούς Τούρκους (!!!) για να αποφύγουμε τον εναγκαλισμό τους με την τότε «κομμουνιστική» Βουλγαρία!
Η απομόνωσή τους αυτή (η οποία λίγα μόνο χρόνια έχει αρθεί) τους οδήγησε στην πλήρη αποξένωση από τις δομές του ελληνικού κράτους, στην αμάθεια (οι περισσότεροι από τους μειονοτικούς είναι είτε αγράμματοι, είτε γνωρίζουν μόνο τη μητρική τους γλώσσα, αγνοώντας τα ελληνικά!), την πολιτιστική και τεχνολογική καθυστέρηση, καθώς και στην απόλυτη εξουσία που έχει πάνω τους το Ισλάμ, μέσω των εκπροσώπων του (μουφτήδων, ιμάμηδων, χοτζάδων κ.λπ.). Πέραν των άλλων, το ελληνικό κράτος έχει αποδεχτεί και την ενεργό παρουσία του τουρκικού κράτους και παρακράτους στη Θράκη, η οποία ενυπάρχει με την ύπαρξη του προξενείου της στην Κομοτηνή. Μέσω αυτού του προξενείου η Τουρκία κατευθύνει και καθοδηγεί την ηγεσία της μειονότητας και έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει και να επεμβαίνει όποτε κρίνεται αναγκαίο σε διάφορα θέματα που αφορούν τη μειονότητα της Θράκης και όχι μόνο. Πολλές φορές μάλιστα λειτουργεί και ως μοχλός πίεσης προς τοπικούς πολιτικούς παράγοντες που είναι διατεθειμένοι να κάνουν το παν για να εξασφαλίσουν λίγες ψήφους από τους μουσουλμάνους! Η κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από ασφυκτική στη Θράκη και όλοι φοβούνται πως εάν οι Τούρκοι κρίνουν κατάλληλη τη στιγμή (ευνοϊκή δηλαδή γι’ αυτούς), δε θα διστάσουν να «κοσσοβοποιήσουν» και τη Θράκη, υποκινώντας αρχικά ταραχές (όπως έχουν κάνει και στο πρόσφατο παρελθόν αρκετές φορές) και στη συνέχεια αντάρτικο που θα οδηγήσει σταδιακά στην αυτονόμηση ή και στην ανεξαρτητοποίηση και ένωση με την Τουρκία αργότερα της ελληνικής Θράκης. Τα σενάρια αυτά δεν αποτελούν αποκυήματα φαντασίας, αλλά για όσους ζουν στη Θράκη απτή πραγματικότητα. Αλλά γι’ αυτά θα γράψουμε περισσότερα την επόμενη εβδομάδα.
Τον τελευταίο καιρό πολύς λόγος γίνεται για τη Θράκη. Αφορμή, η επιλογή μιας νεαρής Πομακοπούλας, μουσουλμάνας στο θρήσκευμα, από τον αρχηγό του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κ. Γιώργο Παπανδρέου ως υποψήφιας για τη θέση της Υπερνομαρχίας Δράμας – Καβάλας – Ξάνθης. Ευκαιρίας δοθείσης, είναι καιρός νομίζω να αναφερθούμε κι εμείς σε αυτόν τον εν πολλοίς άγνωστο στους περισσότερους από μας τόπο, και με τις λίγες γνώσεις μας να συμβάλουμε στην περαιτέρω κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων του.
Ιστορικά, το Ισλάμ στην ενιαία Θράκη που σήμερα διαιρείται σε Δυτική (ελληνική), Βόρεια (βουλγαρική) και Ανατολική (τουρκική), εμφανίζεται από την εποχή των τελευταίων αιώνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τότε που από τη μια η αδυναμία των Βυζαντινών κι απ’ την άλλη η ισχύς των Οθωμανών οδηγούν στην εισβολή από την ανατολή πλήθους μουσουλμάνων Οθωμανών, οι οποίοι παρά τη διασπορά τους σταδιακά σε όλα τα Βαλκάνια, διατηρούν μια ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία στη Θράκη, επιλέγοντας μάλιστα για ένα μεγάλο διάστημα (πριν βέβαια την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453) την Αδριανούπολη ως πρωτεύουσα του κράτους τους.
Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα η παρουσία τους στη Θράκη είναι σταθερή και αδιάκοπη ως τις μέρες μας. Στην περιφέρεια της ενιαίας Θράκης κατοικούσαν από πριν και Έλληνες, καθώς και Βούλγαροι, ενώ μια σημαντική ομάδα ακαθόριστης εθνικότητας ζούσε στα ορεινά της Ροδόπης με την ονομασία «Πομάκοι». Οι τελευταίοι, χριστιανοί στο θρήσκευμα, μην αντέχοντας την καταπίεση και τις διακρίσεις εις βάρος τους, ασπάστηκαν αθρόα το Ισλάμ επί σουλτανίας Μεχμέτ ΙV (περίπου το 1672). Έκτοτε, και ως τα τέλη του 19ου αιώνα, η κατάσταση στη Θράκη παρέμεινε αμετάβλητη. Ύστερα όμως από την επίδραση του Μακεδονικού Αγώνα (τέλη 19ου – αρχές 20ου αι.) αφενός, και των δύο βαλκανικών πολέμων (1912 – ’13) αφετέρου, αφυπνίστηκαν τόσο το ελληνικό στοιχείο, όσο και το βουλγαρικό στην περιοχή, επιδιώκοντας το καθένα την ενσωμάτωση της Θράκης με τη μητέρα – πατρίδα του καθενός. Η έκβαση των πολέμων του ’12 – ’13 ευνόησε τελικά την Ελλάδα, η οποία κατέλαβε με την άδεια των Μεγάλων Δυνάμεων τη Δυτική Θράκη. Το οθωμανικό – μουσουλμανικό στοιχείο της περιοχής ευρισκόμενο απέναντι στο δίλημμα: Έλληνες ή Βούλγαροι, δε δίστασε να εκδηλωθεί υπέρ των πρώτων, κυρίως εξαιτίας της πολιτικής εκβουλγαρισμού που άσκησαν οι δεύτεροι εις βάρος των Πομάκων, τους οποίους θεωρούσαν Βουλγάρους λόγω της γλώσσας τους. Συγκεκριμένα οι εκπρόσωποι των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, γράφουν μεταξύ άλλων στον Γάλλο στρατηγό F. D’ Esperey: «…Θα ήτο επιθυμητόν, όπως τα ελληνικά στρατεύματα λάβωσι μέρος εις την κατάληψιν ταύτην δεδομένου ότι οι εν τη Δ. Θράκη ευρισκόμενοι Έλληνες εδείχθησαν πάντοτε απέναντι ημών φιλελεύθεροι και αποτελούσιν Έθνος με το οποίο δυνάμεθα κάλλιστα να συμφωνήσωμεν και θα ηδύναντο να μας προστατεύσωσι συγχρόνως με τους συμπατριώτας των ευρισκομένους υπό τας αυτάς με ημάς συνθήκας».
Η οριστική (;) λύση στο συνοριακό ζήτημα, δόθηκε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης (14 Ιουλίου 1923), σύμφωνα με την οποία σύνορο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας καθορίστηκε ο ποταμός Έβρος και αποφασίστηκε η ανταλλαγή πληθυσμών, με την εξαίρεση όμως των Ελλήνων της Κων/πόλεως και των νησιών Ίμβρος και Τένεδος από τη μία, και των μουσουλμάνων κατοίκων της Δυτικής Θράκης από την άλλη. Η Συνθήκη αυτή έκανε σαφή διαχωρισμό μεταξύ Ελλήνων της Τουρκίας και μουσουλμάνων της Ελλάδος, όχι για πολιτικούς λόγους, αλλά για πρακτικούς περισσότερο: τη μία μειονότητα (την ελληνική) την αποτελούσαν μόνον Έλληνες στην καταγωγή· αντίθετα η άλλη (η μουσουλμανική), αποτελούνταν από τρεις διαφορετικές ομάδες προέλευσης: τους Τουρκογενείς ή Τούρκους (μελαμψοί στην όψη και με στενούς δεσμούς με την Τουρκία) που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της μειονότητας, τους Πομάκους (λευκοί με ξανθά ή καστανά μαλλιά οι περισσότεροι) οι οποίοι ήταν μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, μιλούσαν ένα σλαβικό ιδίωμα που προσιδίαζε με τα βουλγαρικά και συμπαθούσαν λόγω της μεγαλύτερης ανοχής που έδειχναν σ’ αυτούς τους Έλληνες, και τους Τσιγγάνους ή Τουρκόγυφτους (μελαμψοί στο χρώμα και νομαδικής ζωής) οι οποίοι ήταν και το μικρότερο ποσοστό από τις άλλες δύο μειονοτικές ομάδες.
Οι λόγοι που επέβαλαν στους Τούρκους να απαιτήσουν και τελικά να επιτύχουν την παρουσία μειονοτικού πληθυσμού στη Δυτική Θράκη, αποτυπώνεται ανάγλυφα σε έναν λόγο του εθνικού «ήρωα» των Τούρκων, Μουσταφά Κεμάλ (του επονομαζόμενου Ατατούρκ, δηλαδή «πατέρας των Τούρκων»): «Στις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν με τους ξένους για το πολιτικό μέλλον της Δυτικής Θράκης [δεν είχε υπογραφεί τότε η Συνθήκη της Λωζάνης] πρέπει να δραστηριοποιηθούμε με σύνεση. Σκοπός μας είναι η Δυτική Θράκη να παραμείνει στα τουρκικά χέρια, ως ενιαίο σύνολο, και σε κατάλληλο χρόνο και ευκαιρία, να ενωθεί με τη Μητέρα Πατρίδα. Εμείς δεν μπορούμε να δεχτούμε την απαλλοτρίωση του τουρκικού αυτού τμήματος. Οι Δυτικοθρακιώτες αδελφοί μας, σε πρώτο βήμα, πρέπει να αγωνιστούν για να κερδίσουν την ανεξαρτησία και αυτονομία της Δυτικής Θράκης» (απόσπασμα από τον Εθνικό Όρκο – Misak Milli – των Τούρκων).
Με το πέρασμα των χρόνων, οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης παρέμειναν απομονωμένοι στην περιοχή τους με τις ευλογίες του ελληνικού κράτους, το οποίο μάλιστα συνέβαλε ενεργά στον πλήρη εκτουρκισμό τους, με αποκορύφωμα την ώθηση των Πομάκων στην αγκαλιά της Άγκυρας (σήμερα οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούν εαυτούς Τούρκους (!!!) για να αποφύγουμε τον εναγκαλισμό τους με την τότε «κομμουνιστική» Βουλγαρία!
Η απομόνωσή τους αυτή (η οποία λίγα μόνο χρόνια έχει αρθεί) τους οδήγησε στην πλήρη αποξένωση από τις δομές του ελληνικού κράτους, στην αμάθεια (οι περισσότεροι από τους μειονοτικούς είναι είτε αγράμματοι, είτε γνωρίζουν μόνο τη μητρική τους γλώσσα, αγνοώντας τα ελληνικά!), την πολιτιστική και τεχνολογική καθυστέρηση, καθώς και στην απόλυτη εξουσία που έχει πάνω τους το Ισλάμ, μέσω των εκπροσώπων του (μουφτήδων, ιμάμηδων, χοτζάδων κ.λπ.). Πέραν των άλλων, το ελληνικό κράτος έχει αποδεχτεί και την ενεργό παρουσία του τουρκικού κράτους και παρακράτους στη Θράκη, η οποία ενυπάρχει με την ύπαρξη του προξενείου της στην Κομοτηνή. Μέσω αυτού του προξενείου η Τουρκία κατευθύνει και καθοδηγεί την ηγεσία της μειονότητας και έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει και να επεμβαίνει όποτε κρίνεται αναγκαίο σε διάφορα θέματα που αφορούν τη μειονότητα της Θράκης και όχι μόνο. Πολλές φορές μάλιστα λειτουργεί και ως μοχλός πίεσης προς τοπικούς πολιτικούς παράγοντες που είναι διατεθειμένοι να κάνουν το παν για να εξασφαλίσουν λίγες ψήφους από τους μουσουλμάνους! Η κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από ασφυκτική στη Θράκη και όλοι φοβούνται πως εάν οι Τούρκοι κρίνουν κατάλληλη τη στιγμή (ευνοϊκή δηλαδή γι’ αυτούς), δε θα διστάσουν να «κοσσοβοποιήσουν» και τη Θράκη, υποκινώντας αρχικά ταραχές (όπως έχουν κάνει και στο πρόσφατο παρελθόν αρκετές φορές) και στη συνέχεια αντάρτικο που θα οδηγήσει σταδιακά στην αυτονόμηση ή και στην ανεξαρτητοποίηση και ένωση με την Τουρκία αργότερα της ελληνικής Θράκης. Τα σενάρια αυτά δεν αποτελούν αποκυήματα φαντασίας, αλλά για όσους ζουν στη Θράκη απτή πραγματικότητα. Αλλά γι’ αυτά θα γράψουμε περισσότερα την επόμενη εβδομάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου