«Σαν τρώμε και σαν πίνουμε…»
Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς μουσική. Κι όταν λέω μουσική, εννοώ χωρίς ήχους. Χωρίς την ανθρώπινη φωνή, ακόμα και όταν είναι κακόφωνη ή ενοχλητική. Χωρίς πουλιά να τιτιβίζουν ή να κελαηδάνε με τους σκοπούς που τους δίδαξε ο κοινός μας Πλάστης.
Από μικρό παιδί είχα μια αγαπητική σχέση με τη μουσική, ίσως κατά παράδοση, αφού από την οικογένεια της μητέρας μου οι περισσότεροι ήταν ή μουσικοί, ή τουλάχιστον μουσικόφιλοι και εξαιρετικά καλλίφωνοι. Μπορεί να μην κληρονόμησα στον μέγιστο βαθμό τις καλλιφωνικές επιδόσεις των προγόνων μου, ωστόσο ανέκαθεν εκτιμούσα τη μουσική παιδεία και έκανα φιλότιμες προσπάθειες για να την αποκτήσω.
Πιστεύω πως την ίδια άποψη έχει και η συντριπτική πλειοψηφία των συνανθρώπων μας πάνω σ’ αυτή τη γη που πατούμε. Γιατί όλη μας η ζωή είναι συνυφασμένη με τη μουσική· Από τη γέννησή μας ως και τον θάνατό μας η μουσική θα μας ακολουθεί με διάφορες παραλλαγές από κοντά και θα μας συντροφεύει παντοτινά.
Για να κατανοήσουμε πόσο σπουδαία είναι η μουσική για τη ζωή μας, ας κάνουμε ένα πείραμα: να βουλώσουμε καλά τα αυτιά μας με ωτοασπίδες και να προσπαθήσουμε να ζήσουμε για λίγες μέρες, ώρες, ή και λεπτά ακόμα ως κωφάλαλοι. Να μη μιλάμε και να μην ακούμε κανέναν! Πώς θα αισθανθούμε; Σίγουρα άβολα. Σίγουρα «περίεργα». Κι αυτό είναι φυσικό.
Η μουσική βέβαια δεν είναι μία ούτε ένα ενιαίο σύνολο ομοίων μελωδιών. Έχει πάμπολλα είδη, ανάλογα με το περιεχόμενο, τον τρόπο έκφρασης, την καταγωγή, τα όργανα που την εκφράζουν κ.ο.κ. Στον τόπο μας ευτυχίσαμε να έχουμε δική μας μουσική έκφραση από τα πανάρχαια χρόνια. Μπορούμε να καυχηθούμε και εδώ για τους αρχαίους Έλληνες και την ξεχωριστή τους μουσική έκφραση η οποία όπως έχει αποδειχθεί από έρευνες μουσικολογικές και από χειρόγραφα που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας (καθώς και από σχετικά έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων) πως η μουσική στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν απλώς ένας τρόπος έκφρασης των ανθρώπων εκείνης της εποχής, αλλά μία τέχνη, με κανόνες, θεωρία και ξεχωριστή μέθοδο διδασκαλίας. Ήταν τόση η σπουδαιότητα που απέδιδαν οι τότε Έλληνες στη μουσική, που για αιώνες υπήρξε ένα από τα βασικά μαθήματα διδασκαλίας στα εκπαιδευτήρια της εποχής εκείνης, μαζί με τα μαθηματικά, τη γραφή και την ανάγνωση και – μη σας φανεί περίεργο – τη γυμναστική! Σήμερα βέβαια δεν έχουν απομείνει ηχητικά μνημεία της αρχαίας ελληνικής μουσικής, παρά μόνο κάποια μουσικά κείμενα τα οποία προσπαθούν οι σύγχρονοι εθνομουσικολόγοι να τα εξηγήσουν και να τα αποδώσουν μελωδικά.
Η μουσική αυτή δεν έπαψε να υφίσταται μετά την παρακμή του αρχαίου ελληνικού κόσμου (Ελληνιστική – Ρωμαϊκή εποχή) και καλλιεργήθηκε με ζήλο ακόμα και τότε. Εκείνη (αλλά και την προτέρα) εποχή, η μουσική δεν ήταν κάτι στατικό, αλλά είχε μέσα της μια αέναη και ζωηρή κίνηση, έναν συνεχή αλληλοδανεισμό μεταξύ των λαών. Πόσο μάλλον η μουσική του τόπου μας, που βρίσκεται στο σταυροδρόμι των λαών της Δύσης και της Ανατολής με πληθώρα στοιχείων και από τους μεν, και από τους δε.
Ας δούμε όμως τι γράφει ένας από τους γνήσιους θεράποντες αυτής της μουσικής, ο Σίμων Καράς, ο άνθρωπος που βούτηξε κυριολεκτικά μέσα στην πλουσιότατη μουσική μας παράδοση και αφιέρωσε τη ζωή του στη διατήρηση και προβολή της γνήσιας ελληνικής μουσικής μας παράδοσης: «Ένα από τα βασικά γνωρίσματα του λαού αυτού και του Έθνους του Ελληνικού, ισοδύναμο με την εθνική του γλώσσα, που ίσως προηγήθηκε και από τη γλώσσα ακόμη, είναι και η εθνική του, η ελληνική, μουσική.
»Η ελληνική μουσική είναι κάτι το ιδιότυπο, τόσο ως τέχνη και σύστημα μουσικό, όσο και ως μουσική δημιουργία.
»Και ως τέχνη μεν, έχει, και κλίμακες και τρόπους και συστήματα και ρυθμούς και αρμονική συνοδεία και γραφή, διάφορα των όσων ευρίσκει κανείς συνήθως στη δυτική μουσική· όλα δε αυτά συστηματοποιημένα και διατυπωμένα με τρόπο απόλυτα καλλιτεχνικό κι επιστημονικό, από την Αρχαιότητα ως τα σήμερα, από μεγάλους θεωρητικούς μουσικούς και μεγάλους καλλιτέχνες και φιλοσόφους Έλληνες, αρχαίους και βυζαντινούς, τα συγγράμματα των οποίων, είτε μουσικά είτε μαθηματικά είτε παιδαγωγικά, εχρησίμευσαν ως βάσι ή ως υπόδειγμα για τη μετέπειτα εξέλιξι και συστηματοποίησι της μουσικής στη σημερινή Ευρώπη.
»Ως παραγωγή δε η ελληνική μουσική, έχει να παρουσιάση, από το ένα μέρος τη θρησκευτική του Χριστιανικού Ελληνισμού, μουσική και ποιητική δημιουργία χιλίων πεντακοσίων όλων χρόνων, όμοια με την οποία σε ποιότητα και πλούτο, δεν έχει να επιδείξη κανείς από τους χριστιανικούς λαούς, και η οποία εις αναρίθμητους διατυπωμένη λειτουργικούς και μουσικούς κώδικες της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής, και ψαλλομένη – όπου ψάλλεται ακόμη ανόθευτη και γνησία – αποτελεί ό,τι εννοούμε λέγοντες «βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική», και από το άλλο, τα αθάνατα εθνικά μας τραγούδια, πολλά από τα οποία δεν έχουν ολιγώτερο βίο και αξία από τη θρησκευτική μας μουσική. Τραγούδια βγαλμένα από την ψυχή αυτού του λαού, στα οποία διαγράφονται οι περιπέτειες, ατομικές και εθνικές, τα συναισθήματα, οι πεποιθήσεις και οι δοξασίες το λαού μας. Τραγούδια ηρωικά, και τραγούδια αισθηματικά, τραγούδια του βουνού και του κάμπου, τραγούδια της στεριάς και της θάλασσας, τραγούδια ιστορικά και άλλα για ωρισμένες του βίου και του έτους εποχές, τραγούδια της χαράς και τραγούδια της λύπης, τραγούδια καθιστικά και τραγούδια δεμένα με τους λεβέντικους και αρχαιότροπους ελληνικούς χορούς, τραγούδια στα οποία διετηρήθη ακέραιο όλο το σύστημα της αρχαίας ελληνικής ρυθμικής, όπως μας το παρέδωκαν τα συγγράμματα των ελλήνων μουσικών και ρυθμικών συγγραφέων· τραγούδια δεμένα με τη ζωή του ελληνικού λαού, τραγούδια που όμοια με τη γλώσσα και την εθνική του συνείδησι, ακολουθούν τον πραγματικό έλληνα, από την ώρα της γεννήσεώς του που θα τον πρωτονανουρίση η μάνα ή η γιαγιά του, έως την ώρα του θανάτου του, που – όμοια με το Χριστό – σε επιτάφιο θρήνο, θα τον τραγουδήση ευλαβικά με «μύρια λόγια», η μάνα, η σύζυγος, η κόρη, η συγγενής και η χωριανή, και αυτή ακόμη η ξένη, που – έθιμο ελληνικό – θεωρεί ιερό καθήκον αυτή την πράξη απέναντι στο νεκρό» (απόσπασμα από το βιβλίο του αείμνηστου δασκάλου «Για ν’ αγαπήσωμε την ελληνική μουσική», σε έκδοση του Συλλόγου προς διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής που ο ίδιος ίδρυσε και συντηρούσε ιδίοις αναλώμασι).
Θα ολοκληρώσουμε – μόνο το κείμενό μας το σημερινό, γιατί το θέμα είναι ατελείωτο και θα επανέλθουμε και πάλι – με ένα ακόμη απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο, στο οποίο ο Δάσκαλος της εθνικής μας μουσικής, ο Σίμων Καράς, περιγράφει τα μαύρα χρόνια της κατοχής, σχολιάζοντας ταυτόχρονα και όσους θεωρούν παρακατιανή τη γνήσια μουσική μας έκφραση: «Όταν ακούω ότι τα ελληνικά τραγούδια και η εκκλησιαστική μας μουσική είναι «βάρβαρα, έρρινα, ανατολίτικοι μανέδες, αποκρουστικά», άθελα ξαναγυρίζουν στο μυαλό μου τα όμοια ακριβώς λόγια του γερμανού δικτάτορα του Ραδιοφωνικού μας Σταθμού παράφρονος ταγματάρχου Μπέκενχολτ – κατά τη Γερμανοκρατία – για την εθνική μας μουσική…Οι γερμανοί εστενοχωρούντο. Και όταν το πράγμα παράγινε και άρχισαν να αραιώνουν και ν’ απαγορεύουν τα τραγούδια τα ελληνικά, εζήτησα εξηγήσεις από τον Μπέκενχολτ. Τρελλός όπως ήτο, ήτο όμως και ειλικρινής. Αφού επανέλαβε και αυτός όσα ακούει κανείς συνήθως από μερικούς έλληνες για τα ελληνικά τραγούδια, ότι είναι βάρβαρα και ασιατικά, μου είπε στο τέλος ότι «δεν μπορούν οι στρατιώτες μας που μάχονται στην έρημο ν’ ακούν τραγούδια ελληνικά». Και είχε δίκαιο· γιατί και έλληνες τους πολεμούσαν με τα στρατεύματα τα συμμαχικά· και ήταν μεγάλη τόνωση του φρονήματος για τον έλληνα μαχητή, ν’ ακούει από την υπόδουλο πατρίδα, τα τραγούδια του τα πατριωτικά».
Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς μουσική. Κι όταν λέω μουσική, εννοώ χωρίς ήχους. Χωρίς την ανθρώπινη φωνή, ακόμα και όταν είναι κακόφωνη ή ενοχλητική. Χωρίς πουλιά να τιτιβίζουν ή να κελαηδάνε με τους σκοπούς που τους δίδαξε ο κοινός μας Πλάστης.
Από μικρό παιδί είχα μια αγαπητική σχέση με τη μουσική, ίσως κατά παράδοση, αφού από την οικογένεια της μητέρας μου οι περισσότεροι ήταν ή μουσικοί, ή τουλάχιστον μουσικόφιλοι και εξαιρετικά καλλίφωνοι. Μπορεί να μην κληρονόμησα στον μέγιστο βαθμό τις καλλιφωνικές επιδόσεις των προγόνων μου, ωστόσο ανέκαθεν εκτιμούσα τη μουσική παιδεία και έκανα φιλότιμες προσπάθειες για να την αποκτήσω.
Πιστεύω πως την ίδια άποψη έχει και η συντριπτική πλειοψηφία των συνανθρώπων μας πάνω σ’ αυτή τη γη που πατούμε. Γιατί όλη μας η ζωή είναι συνυφασμένη με τη μουσική· Από τη γέννησή μας ως και τον θάνατό μας η μουσική θα μας ακολουθεί με διάφορες παραλλαγές από κοντά και θα μας συντροφεύει παντοτινά.
Για να κατανοήσουμε πόσο σπουδαία είναι η μουσική για τη ζωή μας, ας κάνουμε ένα πείραμα: να βουλώσουμε καλά τα αυτιά μας με ωτοασπίδες και να προσπαθήσουμε να ζήσουμε για λίγες μέρες, ώρες, ή και λεπτά ακόμα ως κωφάλαλοι. Να μη μιλάμε και να μην ακούμε κανέναν! Πώς θα αισθανθούμε; Σίγουρα άβολα. Σίγουρα «περίεργα». Κι αυτό είναι φυσικό.
Η μουσική βέβαια δεν είναι μία ούτε ένα ενιαίο σύνολο ομοίων μελωδιών. Έχει πάμπολλα είδη, ανάλογα με το περιεχόμενο, τον τρόπο έκφρασης, την καταγωγή, τα όργανα που την εκφράζουν κ.ο.κ. Στον τόπο μας ευτυχίσαμε να έχουμε δική μας μουσική έκφραση από τα πανάρχαια χρόνια. Μπορούμε να καυχηθούμε και εδώ για τους αρχαίους Έλληνες και την ξεχωριστή τους μουσική έκφραση η οποία όπως έχει αποδειχθεί από έρευνες μουσικολογικές και από χειρόγραφα που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας (καθώς και από σχετικά έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων) πως η μουσική στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν απλώς ένας τρόπος έκφρασης των ανθρώπων εκείνης της εποχής, αλλά μία τέχνη, με κανόνες, θεωρία και ξεχωριστή μέθοδο διδασκαλίας. Ήταν τόση η σπουδαιότητα που απέδιδαν οι τότε Έλληνες στη μουσική, που για αιώνες υπήρξε ένα από τα βασικά μαθήματα διδασκαλίας στα εκπαιδευτήρια της εποχής εκείνης, μαζί με τα μαθηματικά, τη γραφή και την ανάγνωση και – μη σας φανεί περίεργο – τη γυμναστική! Σήμερα βέβαια δεν έχουν απομείνει ηχητικά μνημεία της αρχαίας ελληνικής μουσικής, παρά μόνο κάποια μουσικά κείμενα τα οποία προσπαθούν οι σύγχρονοι εθνομουσικολόγοι να τα εξηγήσουν και να τα αποδώσουν μελωδικά.
Η μουσική αυτή δεν έπαψε να υφίσταται μετά την παρακμή του αρχαίου ελληνικού κόσμου (Ελληνιστική – Ρωμαϊκή εποχή) και καλλιεργήθηκε με ζήλο ακόμα και τότε. Εκείνη (αλλά και την προτέρα) εποχή, η μουσική δεν ήταν κάτι στατικό, αλλά είχε μέσα της μια αέναη και ζωηρή κίνηση, έναν συνεχή αλληλοδανεισμό μεταξύ των λαών. Πόσο μάλλον η μουσική του τόπου μας, που βρίσκεται στο σταυροδρόμι των λαών της Δύσης και της Ανατολής με πληθώρα στοιχείων και από τους μεν, και από τους δε.
Ας δούμε όμως τι γράφει ένας από τους γνήσιους θεράποντες αυτής της μουσικής, ο Σίμων Καράς, ο άνθρωπος που βούτηξε κυριολεκτικά μέσα στην πλουσιότατη μουσική μας παράδοση και αφιέρωσε τη ζωή του στη διατήρηση και προβολή της γνήσιας ελληνικής μουσικής μας παράδοσης: «Ένα από τα βασικά γνωρίσματα του λαού αυτού και του Έθνους του Ελληνικού, ισοδύναμο με την εθνική του γλώσσα, που ίσως προηγήθηκε και από τη γλώσσα ακόμη, είναι και η εθνική του, η ελληνική, μουσική.
»Η ελληνική μουσική είναι κάτι το ιδιότυπο, τόσο ως τέχνη και σύστημα μουσικό, όσο και ως μουσική δημιουργία.
»Και ως τέχνη μεν, έχει, και κλίμακες και τρόπους και συστήματα και ρυθμούς και αρμονική συνοδεία και γραφή, διάφορα των όσων ευρίσκει κανείς συνήθως στη δυτική μουσική· όλα δε αυτά συστηματοποιημένα και διατυπωμένα με τρόπο απόλυτα καλλιτεχνικό κι επιστημονικό, από την Αρχαιότητα ως τα σήμερα, από μεγάλους θεωρητικούς μουσικούς και μεγάλους καλλιτέχνες και φιλοσόφους Έλληνες, αρχαίους και βυζαντινούς, τα συγγράμματα των οποίων, είτε μουσικά είτε μαθηματικά είτε παιδαγωγικά, εχρησίμευσαν ως βάσι ή ως υπόδειγμα για τη μετέπειτα εξέλιξι και συστηματοποίησι της μουσικής στη σημερινή Ευρώπη.
»Ως παραγωγή δε η ελληνική μουσική, έχει να παρουσιάση, από το ένα μέρος τη θρησκευτική του Χριστιανικού Ελληνισμού, μουσική και ποιητική δημιουργία χιλίων πεντακοσίων όλων χρόνων, όμοια με την οποία σε ποιότητα και πλούτο, δεν έχει να επιδείξη κανείς από τους χριστιανικούς λαούς, και η οποία εις αναρίθμητους διατυπωμένη λειτουργικούς και μουσικούς κώδικες της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής, και ψαλλομένη – όπου ψάλλεται ακόμη ανόθευτη και γνησία – αποτελεί ό,τι εννοούμε λέγοντες «βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική», και από το άλλο, τα αθάνατα εθνικά μας τραγούδια, πολλά από τα οποία δεν έχουν ολιγώτερο βίο και αξία από τη θρησκευτική μας μουσική. Τραγούδια βγαλμένα από την ψυχή αυτού του λαού, στα οποία διαγράφονται οι περιπέτειες, ατομικές και εθνικές, τα συναισθήματα, οι πεποιθήσεις και οι δοξασίες το λαού μας. Τραγούδια ηρωικά, και τραγούδια αισθηματικά, τραγούδια του βουνού και του κάμπου, τραγούδια της στεριάς και της θάλασσας, τραγούδια ιστορικά και άλλα για ωρισμένες του βίου και του έτους εποχές, τραγούδια της χαράς και τραγούδια της λύπης, τραγούδια καθιστικά και τραγούδια δεμένα με τους λεβέντικους και αρχαιότροπους ελληνικούς χορούς, τραγούδια στα οποία διετηρήθη ακέραιο όλο το σύστημα της αρχαίας ελληνικής ρυθμικής, όπως μας το παρέδωκαν τα συγγράμματα των ελλήνων μουσικών και ρυθμικών συγγραφέων· τραγούδια δεμένα με τη ζωή του ελληνικού λαού, τραγούδια που όμοια με τη γλώσσα και την εθνική του συνείδησι, ακολουθούν τον πραγματικό έλληνα, από την ώρα της γεννήσεώς του που θα τον πρωτονανουρίση η μάνα ή η γιαγιά του, έως την ώρα του θανάτου του, που – όμοια με το Χριστό – σε επιτάφιο θρήνο, θα τον τραγουδήση ευλαβικά με «μύρια λόγια», η μάνα, η σύζυγος, η κόρη, η συγγενής και η χωριανή, και αυτή ακόμη η ξένη, που – έθιμο ελληνικό – θεωρεί ιερό καθήκον αυτή την πράξη απέναντι στο νεκρό» (απόσπασμα από το βιβλίο του αείμνηστου δασκάλου «Για ν’ αγαπήσωμε την ελληνική μουσική», σε έκδοση του Συλλόγου προς διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής που ο ίδιος ίδρυσε και συντηρούσε ιδίοις αναλώμασι).
Θα ολοκληρώσουμε – μόνο το κείμενό μας το σημερινό, γιατί το θέμα είναι ατελείωτο και θα επανέλθουμε και πάλι – με ένα ακόμη απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο, στο οποίο ο Δάσκαλος της εθνικής μας μουσικής, ο Σίμων Καράς, περιγράφει τα μαύρα χρόνια της κατοχής, σχολιάζοντας ταυτόχρονα και όσους θεωρούν παρακατιανή τη γνήσια μουσική μας έκφραση: «Όταν ακούω ότι τα ελληνικά τραγούδια και η εκκλησιαστική μας μουσική είναι «βάρβαρα, έρρινα, ανατολίτικοι μανέδες, αποκρουστικά», άθελα ξαναγυρίζουν στο μυαλό μου τα όμοια ακριβώς λόγια του γερμανού δικτάτορα του Ραδιοφωνικού μας Σταθμού παράφρονος ταγματάρχου Μπέκενχολτ – κατά τη Γερμανοκρατία – για την εθνική μας μουσική…Οι γερμανοί εστενοχωρούντο. Και όταν το πράγμα παράγινε και άρχισαν να αραιώνουν και ν’ απαγορεύουν τα τραγούδια τα ελληνικά, εζήτησα εξηγήσεις από τον Μπέκενχολτ. Τρελλός όπως ήτο, ήτο όμως και ειλικρινής. Αφού επανέλαβε και αυτός όσα ακούει κανείς συνήθως από μερικούς έλληνες για τα ελληνικά τραγούδια, ότι είναι βάρβαρα και ασιατικά, μου είπε στο τέλος ότι «δεν μπορούν οι στρατιώτες μας που μάχονται στην έρημο ν’ ακούν τραγούδια ελληνικά». Και είχε δίκαιο· γιατί και έλληνες τους πολεμούσαν με τα στρατεύματα τα συμμαχικά· και ήταν μεγάλη τόνωση του φρονήματος για τον έλληνα μαχητή, ν’ ακούει από την υπόδουλο πατρίδα, τα τραγούδια του τα πατριωτικά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου