«Επί των ποταμών Βαβυλώνος…»
Με τα λόγια του τίτλου που επιλέξαμε για σήμερα αρχίζει ο 136ος Ψαλμός από το ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Πρόκειται για έναν ψαλμό θρηνώδη, στο ύφος του Ιερεμία και κατά απομίμηση του Δαυίδπου δημιουργήθηκε για να εκφράσει τον βαθύ πόνο για τον αποχωρισμό του λαού του Ισραήλ , από τον τόπο του και τη βαβυλώνια αιχμαλωσία που ακολούθησε από τον ηγεμόνα των Βαβυλωνίων Ναβουχοδονόσορ.
Με τον ίδιο ψαλμό σε διάφορες μελοποιήσεις (με πιο «κλασσικές» αυτή του Χουρμουζίου σε ήχο τρίτο και μια άλλη που έχω υπόψη μου από έναν ψηφιακό δίσκο του μακαριστού δασκάλου της ελληνικής μουσικής μας παράδοσης Σίμωνα Καρά σε ήχο πλάγιο του τετάρτου για τους «μυημένους» στην ψαλτική τέχνη) συνηθίζει η Εκκλησία μας να αποχαιρετά τους επισκόπους κατά την εξόδιο ακολουθία τους. Με αυτόν τον τρόπο τους αποδίδει «γέρα τα νενομισμένα» προς ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης για την αφοσίωση που έδειξαν στο ποίμνιό τους μέχρι το τέλος της ζωής τους. Η πνευματική συνέχεια του λαού του Ισραήλ, το πλήρωμα της Εκκλησίας δηλαδή, αποχαιρετά με αυτά τα εξόχως συγκινητικά λόγια τη νοητή Ιερουσαλήμ, τον επίσκοπο και πνευματικό πατέρα της.
Τολμώντας να «αγγίξουμε» ερμηνευτικά το εκπληκτικό αυτό κείμενο, ο ποιητής θρηνεί για τη συμφορά που βρήκε τον λαό του παρουσιάζοντάς τον πλάι στις όχθες των ποταμών της Βαβυλώνας να κλαίει και να θρηνεί ενθυμούμενος αυτά που έχασε («Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών»). Είναι τόση η λύπη του, που όχι μόνο σταματά να τραγουδά και να παίζει μουσική, αλλά κρεμάει τα όργανα της μουσικής του έκφρασης στις ιτιές που φυτρώνουν δίπλα στα ποτάμια («επί ταις ιτέαις εν μέσω αυτής εκρεμάσαμεν τα όργανα ημών»). Κι αυτό επειδή οι εχθροί, οι άνθρωποι που τους αιχμαλώτισαν, τους ζήτησαν να ακούσουν τα ιερά τους τραγούδια («ότι εκεί επηρώτησαν ημάς οι αιχμαλωτεύσαντες ημάς λόγους ωδών και οι απαγαγόντες ημάς ύμνον· άσατε ημίν εκ των ωδών Σιών»). Κι αυτοί τους αποκρίθηκαν: «Πώς να ψάλλουμε σε ξένο τόπο;» («Πώς άσωμεν την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας;»). Είναι τόση η θλίψη, που προτιμούν να «ξεραθεί» το δεξί τους χέρι, παρά να ξανατραγουδήσουν υπ’ αυτές τις συνθήκες («εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου»), ενώ «εύχονται» να κολλήσει η γλώσσα τους στον λάρυγγά τους εάν πράξουν το ίδιο χωρίς να θυμηθούν τον αγαπημένο τους τόπο («κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ, εάν μη προανατάξωμαι την Ιερουσαλήμ ως εν αρχή της ευφροσύνης μου»).
Με αυτά τα πραγματικά εντυπωσιακά λόγια αποχαιρετήσαμε κι εμείς τον πνευματικό μας πατέρα, τον πατέρα όλων των βαπτισμένων ορθόδοξων χριστιανών της μητροπόλεώς μας.
Ο μακαριστός μητροπολίτης Χρυσόστομος Β΄ (Θέμελης), για όσους δε γνωρίζουν, γεννήθηκε το 1918 στην Ιστιαία της Εύβοιας και το κοσμικό του όνομα ήταν Αδάμ. Σπούδασε στη Θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και χειροτονήθηκε διάκονος το καλοκαίρι του 1944. Στη συνέχεια διορίστηκε ιεροκήρυκας στη γειτονική μας μητρόπολη Γυθείου και Οιτύλου και στη συνέχεια Πρωτοσύγκελος στη μητρόπολή μας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1950, επελέγη ως Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου και από το 1952 Αρχιγραμματέας. Το 1957 εκλέχτηκε Βοηθός Επίσκοπος της τότε ενιαίας Αρχιεπισκοπής Αθηνών, με τομέα ευθύνης τη σημερινή μητρόπολη Πειραιώς. Στις 17 Νοεμβρίου 1965 εξελέγη μητροπολίτης Μεσσηνίας όπου και παρέμεινε ως την περασμένη Τετάρτη όπου ο Θεός τον κάλεσε κοντά Του.
Αυτές τις μέρες πολλά θα ακούστηκαν και θα διαβάστηκαν για την προσωπικότητα και το έργο του εκλιπόντος. Γι’ αυτό θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω ορισμένες μόνο από τις πτυχές της πολυετούς δραστηριότητάς του όχι τόσο με βάση αφηγήσεις από τρίτους, αλλά από απευθείας συζητήσεις που είχαμε με τον μακαριστό γέροντα, προερχόμενες από την πνευματική συναναστροφή μας χάρη στην κατασκήνωση της Εκκλησίας, την Αγία Αικατερίνη, την οποία διακόνησα και εξακολουθώ να διακονώ.
Η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα (μαθητής Λυκείου ων) μόλις βρέθηκα έξω από το γραφείο του μαζί με τους υπόλοιπους ομαδάρχες της κατασκήνωσης, ήταν ομολογουμένως άσχημη: Φώναζε οργισμένος στο τηλέφωνο και οι φωνές του είχαν δημιουργήσει μια σχετική αναταραχή στους ιερείς και τους υπαλλήλους της Μητροπόλεως που βρίσκονταν έξω από το γραφείο του. Όταν μπήκαμε φοβισμένοι, φαινόταν αυτό στα μάτια μας μάλλον, μας υποδέχτηκε εγκάρδια και πατρικά: μας μίλησε για τη σπουδαιότητα του έργου που είχαμε κληθεί να επιτελέσουμε, μας προέτρεψε να συνεχίσουμε τις προσπάθειές μας στον πνευματικό αγώνα και κλείνοντας μας ευχαρίστησε για τη βοήθεια που προσφέρουμε στο έργο της Εκκλησίας. Ομολογουμένως τα λόγια του βοήθησαν να διαλυθεί κάπως ο φόβος που μας είχε προκαλέσει πριν καν τον δούμε από κοντά. Πιο πολύ όμως απ’ όλα, εντύπωση μου προκάλεσε τότε η μεγαλοπρεπής παρουσία του, ο τρόπος με τον οποίο επιβαλλόταν στον συνομιλητή του, η ιεροπρέπειά του. Κι όλ’ αυτά έβγαιναν από μέσα του φυσικά, χωρίς επιτήδευση ή ιδιαίτερη προσπάθεια.
Από τότε οι επισκέψεις στο γραφείο του πύκνωσαν κι άλλο. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που εμπιστεύτηκε στο πρόσωπό μου την αρχηγία της κατασκήνωσης. Με αυτή την ιδιότητα βρέθηκα κοντά του και πήρα μέρος σε πολλές συζητήσεις μαζί του ή άκουσα άλλες που είχε με σημαντικά πρόσωπα του πολιτικού ή του εκκλησιαστικού χώρου. Δε θα ήθελα να αναφερθώ σε κρίσεις που ο ίδιος είχε προβεί όσον αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα όσο ψηλά κι αν βρίσκονται σήμερα αυτά όχι για άλλον λόγο, αλλά επειδή θεωρώ ότι αφενός μεν αποτελούσαν προσωπικές απόψεις του μεταστάντος που προφανώς δεν θα ήθελε να τις δημοσιοποιήσει κανείς έστω και μετά θάνατον, και αφετέρου επειδή φρονώ πως ανήκουν περισσότερο σε σελίδες παραπολιτικών των εφημερίδων. Ένα μόνο επεισόδιο θα αναφέρω, επειδή ήταν δημόσιο και χωρίς να θίγονται συγκεκριμένα πρόσωπα ενδεικτικό της αποστροφής που ένιωθε για την άσχημη πολιτική κατάσταση της χώρας: Κάποια φορά είχα βρεθεί στο γραφείο του, όταν τον επισκέφτηκε ο επίσης μακαριστός Παν. Φωτέας για να του ανακοινώσει την απόφασή του να κατέλθει εκ νέου στον στίβο της πολιτικής. Παραδίδω αυτούσιο τον διάλογο, όπως τον θυμάμαι:
- (Φωτέας): Καλημέρα σας Σεβασμιώτατε, ήρθα για να σας ανακοινώσω πως στις ερχόμενες εκλογές θα είμαι εκ νέου υποψήφιος βουλευτής και θα ήθελα την ευχή σας στον δύσκολο αγώνα που θα διεξάγω!
- (Χρυσόστομος): Αγαπητέ μου Παναγιώτη, χαίρομαι που ήρθες να με επισκεφτείς και να ζητήσεις την ευχή μου, την οποία και σου δίνω ολοψύχως. Είσαι κόσμημα για τη Μεσσηνία, παρότι αυτή δεν σε έχει τιμήσει όπως έπρεπε. Όμως βρε Παναγιώτη, και με συγχωρείς που σε αποκαλώ έτσι, τι δουλειά έχεις εσύ, έντιμος άνθρωπος με την πολιτική; Στην πολιτική ευδοκιμούν άλλοι άνθρωποι. Δεν κάνεις εσύ για εκεί!
- (Φωτέας): Σεβασμιώτατε, αν είμαι όντως αυτό που λέτε, τότε θα πρέπει να χαίρεστε που ασχολούμαι κι εγώ με την πολιτική για να βοηθήσω στο να γίνει καλύτερη!
Ιδιαίτερη εντύπωση μου είχε προκαλέσει η εργατικότητά του και ο ακάματος χαρακτήρας του, ιδιότητες που δεν έχασε μέχρι το τέλος της μακράς ζωής του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια ημέρα που με ειδοποίησε πως ήθελε να επισκεφτεί την κατασκήνωσή μας, την «Αγία Αικατερίνη», επειδή είχε αγωνία για την κατάσταση που θα την έβρισκε λίγο καιρό πριν λειτουργήσει. Έτσι, τον περίμενα έξω από το Επισκοπείο και ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητό του για το βουνό. Καθ’ όλη τη διαδρομή ρωτούσε με αγωνία για διάφορα θέματα που άπτονταν της προετοιμασίας της κατασκηνωτικής περιόδου και μόλις φτάσαμε, κατέβηκε και με ενεργητικότητα εφήβου όργωσε στην κυριολεξία κάθε γωνιά του χώρου χωρίς να κουραστεί καθόλου! Έδινε συνεχώς οδηγίες για το πώς θα έπρεπε να γίνουν ορισμένα έργα και έδειχνε ενδιαφέρον για κάθε τι που έβλεπε. Στη συνέχεια επιστρέφοντας, με ρώτησε αν ήθελα να τον συνοδέψω στο παλιό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας κοντά στα Περιβολάκια το οποίο είχε σκοπό να επισκεφτεί για να επιθεωρήσει την πρόοδο των εργασιών. Μόλις του απάντησα καταφατικά, άρχισε πριν φτάσουμε να μου διηγείται την ιστορία της μονής, να απαριθμεί τους μοναχούς που πέρασαν από εκεί και κάθε στοιχείο σχετικό. Όταν κατεβήκαμε συνέχισε να διατρέχει τον χώρο ελέγχοντας και το τελευταίο σημείο και επιτιμώντας τους εργάτες για ορισμένες παρατυπίες που είχαν κάνει. Στον δρόμο της επιστροφής, κι ενώ ήμουν κατάκοπος και περίμενα πώς και πώς να γυρίσω σπίτι για να φάω και να ξεκουραστώ, αυτός με ρώτησε το εξής: «Μάριε, για πες μου, τα μεσημέρια κοιμάσαι ή όχι;». Όταν του απάντησα αρνητικά, μου είπε το εξής φοβερό: «Έτσι μπράβο! Να μην κοιμάσαι ποτέ τα μεσημέρια! Είναι χάσιμο χρόνου. Εγώ στη ζωή μου δεν έχω κοιμηθεί ποτέ μεσημέρι. Να, τώρα που θα γυρίσω στο επισκοπείο, θα φάω λίγο και στη συνέχεια θα ασχοληθώ με τη μελέτη βιβλίων ως το βράδυ. Το ίδιο να κάνεις κι εσύ!».
Υπάρχουν και πολλά άλλα που θα μπορούσα να διηγηθώ από την καλή συναναστροφή μου με τον εκλιπόντα, αλλά βλέπω πως ο χώρος δεν είναι αρκετός για όλα. Φρονώ λοιπόν πως το καλύτερο θα ήταν τιμώντας τη μνήμη του, να συνεχίσω και την επόμενη Τρίτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου