Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

ΑΛΩΣΗ

«…γιατ’ είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει…»

Όταν ήμουν φοιτητής στην Αθήνα, ευτύχησα να δω από κοντά και να διδαχθώ τη μουσική μας παράδοση (εκκλησιαστική και παραδοσιακή ή εθνική μας μουσική όπως πεισματικά επέμενε να την ονομάζει) κοντά στον μεγάλο δάσκαλο Σίμωνα Καρά και στον Σύλλογο που είχε ιδρύσει στον λόφο του Στρέφη, πίσω από τα Εξάρχεια.
Κάθε φορά που η συλλογική μας μνήμη μας φέρνει στον νου το συγκλονιστικό γεγονός της Αλώσεως, θυμάμαι αυτά τα όμορφα χρόνια που βρέθηκα εκεί, και, πέραν των άλλων, μια εξαιρετική φορητή εικόνα που βρισκόταν στο παρεκκλήσι της Σχολής, στον πρώτο όροφο και η οποία παρίστανε τον τελευταίο αυτοκράτορα της Ρωμιοσύνης, τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο ως άγιο της Εκκλησίας μας. Την είχε φιλοτεχνήσει ο σπουδαιότερος αγιογράφος της εποχής μας, ο Φώτης Κόντογλου. Απλή, λιτή, επίπεδη προσωπογραφία, ζωγραφισμένη με τον γνήσιο παραδοσιακό τρόπο και με την περίφημη πια απάντηση του μάρτυρα – βασιλιά προς τον μεγάλο αντίπαλό του Μεχμέτ Β΄: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ουτ’ εμόν εστίν, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» ή σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση: «Το να σου παραδώσω την πόλη που μου ζητάς, δεν αφορά ούτε εμένα, ούτε κανέναν απ’ όσους κατοικούν εντός της. Γιατί με κοινή απόφαση, όλοι μας ελεύθερα, αποφασίσαμε να πεθάνουμε γι’ αυτήν, χωρίς να υπολογίσουμε ούτε κι αυτή την ίδια τη ζωή μας»! Η εικόνα αυτή λοιπόν, κάθε χρόνο αυτή τη μέρα, αποχωριζόταν τον γνώριμο σ’ αυτήν χώρο του Συλλόγου και «ενθρονιζόταν» στην αίθουσα του «Παρνασσού» (στην πλατεία Καρύτση, στο κέντρο της Αθήνας) όπου επί δεκαετίες ο αείμνηστος Σίμων Καράς είχε καθιερώσει να τελείται ετήσια εκδήλωση εις μνήμην των ηρωικών υπερασπιστών της Κωνσταντινούπολης και του μάρτυρα αυτοκράτορα που έπεσαν μαχόμενοι στα θεοφρούρητα τείχη της Βασιλεύουσας.
Αυτή η εκδήλωση περιλάμβανε αρχιερατικό μνημόσυνο με μέλη που είχε γράψει ο Φώτης Κόντογλου και είχε μελοποιήσει ο Σίμων Καράς, ομιλία από πανεπιστημιακό ή έγκριτο ομιλητή σχετικά με το θέμα και θρήνους από διάφορα μέρη της πατρίδας μας (εντός και εκτός συνόρων). Ήταν μια πραγματική πανδαισία ήχων και θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα τυχερό που βρέθηκα εκεί αρκετές φορές.
Ανάμεσα στους θρήνους που ακούγονταν κάθε χρόνο, ξεχωριστή θέση είχε και ένας από το Νεοχώρι της Χαλκιδικής που τραγουδιόταν το Πάσχα, με τίτλο «Σημαίνει ο Θός, σημαίν’ η γη». Ο θρήνος αυτός κατέληγε με την εξής συγκλονιστική φράση: «Πάψιτι το χιρουβικό κι τ’ άξιον εστίν ως, γιατ’ είνι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει» (βλ. ψηφιακό δίσκο του Συλλόγου με τίτλο «Ύμνοι και Θρήνοι της Αλώσεως»). Με αυτή τη φράση ο λαός μας προσπάθησε με απλοϊκό τρόπο να εξηγήσει τους λόγους που οδήγησαν στην Άλωση της Πόλης, της κατ’ εξοχήν πόλης δηλαδή. Δεν είχε ιδιαίτερες γνώσεις σχετικές με την οικονομία, την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις και τη διοίκηση, για να μπορέσει να δικαιολογήσει το τι έφταιξε και η Κωνσταντινούπολη παραδόθηκε ύστερα από άνιση μάχη στους Οθωμανούς Τούρκους του σουλτάνου Μεχμέτ Β΄ (του επονομαζόμενου και Φατίχ, δηλαδή Πορθητή). Έτσι απέδωσε με αυτόν τον συνοπτικό και ταυτόχρονα εξόχως παραστατικό τρόπο τη βασική αιτία που θεωρούσε ότι οδήγησε στην καταστροφή τη Βασιλεύουσα: «…γιατ’ είναι θέλημα Θεού η πόλη να τουρκέψει…». Ταυτόχρονα με αυτή την αποφθεγματική διατύπωση, βλέπουμε να ξετυλίγεται μια ολόκληρη στάση ζωής του λαού μας, μια ιδιαίτερη φιλοσοφία για το χθες, το σήμερα, το αύριο.
Σ’ αυτή τη διαφορετική στάση ζωής των συγκεκριμένων ανθρώπων θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε εν ολίγοις, καθώς και στα οφέλη που μπορούμε να αποκομίσουμε σήμερα απ’ αυτήν.
Αρχικά θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως κατά την αρχαία εποχή, οι Έλληνες εμπειρικά λειτουργώντας, παρατηρούσαν πως τα πάντα λειτουργούν κυκλικά: οι εποχές του χρόνου εναλλάσσονταν η μία την άλλη, και τον χειμώνα διαδεχόταν η άνοιξη, την άνοιξη το καλοκαίρι, ύστερα το φθινόπωρο και ξανά η ίδια ακολουθία. Κάθε χρόνο οι ίδιες εργασίες την ίδια χρονική περίοδο. Έτσι πίστεψαν πως το ίδιο συμβαίνει και στη ζωή τους. Πως έχει δηλαδή κυκλικό χαρακτήρα, χαρακτήρα ανακύκλησης. Έχοντας αυτό ως βάση, διαπιστώνουμε πως οι αρχαίοι Έλληνες δεν ανέπτυξαν ουσιαστικά μια σημαντική φιλοσοφία για την ιστορία. Κι αυτό γιατί η αρχαία ελληνική φιλοσοφία ούτε «σχέδιο» διακρίνει στην ιστορία, ούτε αποδίδει μια «υψηλή» και «ευγενή» ιστορική αποστολή στο ανθρώπινο γένος, ούτε τέλος πιστεύει ότι η ιστορική εξέλιξη αποτελεί μια έλλογη ευθύγραμμη διαδικασία που τείνει σε τελικούς προκαθορισμένους σκοπούς. Τέλος, δείχνει να μην έχει μια εθνοκεντρική αντίληψη (αντίστοιχη με την εβραϊκή ή τη ρωμαϊκή) περί ιστορικής αποστολής του ελληνικού έθνους.
Μετά όμως την προσέγγιση των Ελλήνων με τα νέα δεδομένα που έφερε αφ’ ενός μεν η ρωμαϊκή κατάκτηση στον ελλαδικό χώρο, αφ’ ετέρου δε η ευεργετική παρουσία της χριστιανικής πίστεως, άλλαξε και η ευρύτερη στάση των Ελλήνων για τη ζωή και την ιστορία: Η Παλαιά Διαθήκη αρχικά και έπειτα ο Χριστιανισμός, βλέπουν τον ιστορικό βίο κινούμενο προς την πραγμάτωση ενός σκοπού που έχει εκ των προτέρων τεθεί από τη Θεία Πρόνοια, ο οποίος θα συντελεστεί στο μέλλον. Ο χρόνος κατά την εβραϊκή και τη χριστιανική θεώρηση, δεν κινείται πλέον κυκλικά όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά προχωρά διαρκώς για να φτάσουν στην ωρίμανση και να αποκτήσουν πληρότητα.
Σύμφωνα λοιπόν με τη χριστιανική θεώρηση των πραγμάτων, η κτίση έχει σκοπό να ανακαινισθεί και ο εγκόσμιος χρόνος που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά την πρόσκαιρη ύπαρξη και φθορά, που βρίσκεται διαρκώς σε ροή, που αρνείται να σταματήσει για να συγκρατήσουμε έστω και μια στιγμή ευτυχίας που επιθυμούμε, θα μετουσιωθεί μαζί με την ανακαίνιση της κτίσεως, σε μια αιωνιότητα.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι απλοϊκοί Ρωμιοί, ο θυμόσοφος λαός μας, εκφράστηκε με αυτή την αποφθεγματική φράση. Από πολλούς μπορεί να θεωρηθεί ως μοιρολατρική, ως επιρροή είτε από τους αρχαίους Έλληνες («ειμαρμένη»), είτε από το Ισλάμ («κισμέτ»). Τίποτα όμως από τα δυο δεν ισχύει: απλά η χριστιανική πίστη που ήταν (και όσο και να μην το επιθυμούν πολλοί εξακολουθεί να είναι) ζωντανή στις καρδιές του λαού, επέδρασε και εδώ. Ιδού και η ερμηνεία που μπορούμε πλέον, γνωρίζοντας όσα προαναφέρθηκαν, να διατυπώσουμε: ο λαός δε θλίβεται, δε συντρίβεται ψυχικά, δε χάνει το θάρρος και το κουράγιο του εξαιτίας της συμφοράς που τον βρήκε, αλλά πέραν της Αλώσεως, που είναι ένα γεγονός που αναμφίβολα τον συγκλονίζει, διακρίνει ένα βαθύτερο σχέδιο της Θείας Πρόνοιας για το Γένος. Πιστεύει πραγματικά πως για να γίνει ό,τι έγινε, κάποιος λόγος θα υπάρχει που ίσως δε γνωρίζει, και που με το πέρασμα του χρόνου θα αποκαλυφθεί και το Γένος θα αποκατασταθεί.
Θα αναρωτηθεί κανείς: Και πώς μπορεί το γεγονός της Άλωσης και οι θρήνοι γι’ αυτήν να μου προσφέρει κάτι στη ζωή μου; Ας σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε όταν μας συμβαίνει κάτι που θεωρούμε ως «κακό», ας σκεφτούμε πόσο θλιβόμαστε, πόσο απογοητευόμαστε μόλις κάτι μας πάει «στραβά» και τότε θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα πόσο σοφός είναι ο λαός μας, αυτός ο αγράμματος λαός, που τόσο περιφρονούν οι δήθεν «σοφοί» εγγράμματοι. Τότε θα σταθούμε ευλαβικά απέναντί του και θα προσπαθήσουμε να τον σπουδάσουμε. Και, είμαι βέβαιος, έχουμε να ωφεληθούμε πολύ απ’ τη σοφία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: