Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ

«…όλοι οι σκύλοι μια γενιά»!

Τον τελευταίο καιρό έχουμε γίνει όλοι μας μάρτυρες (είτε αυτόπτες είτε από τηλεοράσεως) των αντιδράσεων των συνδικαλιστικών οργανώσεων διαφόρων επαγγελματικών κλάδων που διαμαρτύρονται – πολλές φορές με πολύ έντονο τρόπο – για τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στο ασφαλιστικό ή στις σκέψεις για την κατάργηση ορισμένων κεκτημένων που κατέχουν κάποιες ομάδες εργαζομένων. Τελευταία ακραία αντίδραση αυτού του τύπου που περιγράψαμε πριν, η εισβολή μιας δεκάδας συνδικαλιστών του λεγόμενου Π.Α.Μ.Ε. (δηλαδή του απολιθωματικού Κ.Κ.Ε. για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας) στο γραφείο του υπουργού Μεταφορών που κατά ευτυχή γι’ αυτόν συγκυρία απουσίαζε στη Βουλή. Εν μέσω καμερών που καραδοκούσαν, μια χούφτα φωνασκούντων «μπούκαρε» ετσιθελικά στο εσωτερικό του κτιρίου, αφήνοντας εμβρόντητο τον υψηλόβαθμο αστυνομικό που βρισκόταν στην είσοδο (αν τολμούσε ας αντιδρούσε μπροστά στις κάμερες).
Αυτό το συμβάν (που σίγουρα δεν είναι το πρώτο, ούτε το τελευταίο) μου έδωσε το έναυσμα να ασχοληθώ σήμερα με το θέμα και να προσπαθήσω μαζί με τους αναγνώστες της εφημερίδας να μελετήσουμε το φαινόμενο «συνδικαλισμός» στην Ελλάδα.
Αν θέλαμε να ορίσουμε την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για μια προσπάθεια των εργαζομένων σε έναν επαγγελματικό χώρο να οργανωθούν, έτσι ώστε να διεκδικήσουν αποτελεσματικότερα τα δικαιώματά τους. Μια πρώτη ανάγνωση θα οδηγήσει τον κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη να συμφωνήσει για την αναγκαιότητα της ύπαρξης του συνδικαλισμού και την ανάγκη ενίσχυσής του, αφού κύριο σκοπό έχει την προάσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Αν μάλιστα κάνουμε και μια αναδρομή στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε πόσο απαραίτητη ήταν η παρουσία του: Ένας ξένος επισκέπτης της χώρας, ο Percy Martin, περιγράφει με μελανά σημεία τις εργασιακές συνθήκες στην Ελλάδα: «Εργάζονται για ατελείωτες ώρες μέσα σε θλιβερά σκοτεινά κτίρια, όπου δε βρίσκουν ούτε έστω θέση για να καθίσουν ή χώρους υγιεινής. Το βράδυ φεύγουν από την εργασία τους με τα χέρια βρώμικα, για να ξαναέρθουν το επόμενο πρωί στην ίδια ακριβώς κατάσταση, να ξαναρχίσουν τη δουλειά τους. Η σκοτεινή και νοσηρή ατμόσφαιρα μέσα στην οποία μοχθούν για ώρες, δεν ανταμείβεται με κανενός είδους άνεση στην οικογενειακή τους ζωή. Η αξιολύπητη και αρρωστημένη όψη πολλών εργατών αποδεικνύει τον υπερβολικά σκληρό μόχθο που επιβάλλεται σ’ αυτούς…Η εργάσιμη μέρα στην Ελλάδα είναι μεγάλη, μακρύτερη από απουδήποτε αλλού. Κανείς εργάτης δε φαντάζεται τα καλά και ευεργετικά που θα έφερνε η ημέρα των 8 εργάσιμων ωρών. Δε γνωρίζουν παρά την εργάσιμη των 10, το λιγότερο, ενώ συνήθως η εργασία τους διαρκεί 12 ή 14 ώρες, χωρίς κανενός είδους επίδομα ή επιπλέον αμοιβή. Οι απεργίες ήταν πρακτικά άγνωστες μέχρι το 1909. Οι μόνες αξιομνημόνευτες απεργιακές κινητοποιήσεις που έλαβαν χώρα από τότε ήταν 3 και αφορούσαν την πρωτεύουσα. Αλλά το κοινό έδωσε ελάχιστη προσοχή σ’ αυτές τις φασαρίες και οι απεργοί έκριναν ότι οι προσπάθειές τους τούς κόστισαν ακριβά. Δεν ξαναδοκίμασαν από τότε. Τα σωματεία έκαναν αρκετές προόδους εδώ και μερικά χρόνια και σχεδόν όλες οι βιομηχανίες έχουν τις ενώσεις και τις αδελφότητές τους». Ιδιαίτερα δε για την Καλαμάτα, έχει να καταμαρτυρήσει πολλά σχετικά με τις συνθήκες εργασίας: «Η αξιολύπητη και αρρωστημένη όψη πολλών εργατών αποδεικνύει τον υπερβολικά σκληρό μόχθο που επιβάλλεται σ’ αυτούς. Ο λαμπρός ήλιος της Ελλάδας σπάνια διεισδύει σ’ αυτά τα ανθυγιεινά εργοστάσια, ιδιαίτερα αυτά των Τρικάλων και της Καλαμάτας, όπου ο αέρας δε βρίσκει έστω και μία διέξοδο για να ανανεώσει τη χαλασμένη ατμόσφαιρα των χώρων όπου παρασκευάζονται τρόφιμα, όπως ψωμί, ζυμαρικά, ελαιόλαδο ή σταφίδες, ταυτόχρονα με άλλα είδη». Για τη Μεσσηνία επίσης καταγγέλλει πως ανθεί και η παιδική εργασία στα εργοστάσια («Η κυβέρνηση οφείλει να εκδώσει έναν ειδικό νόμο για την παιδική εργασία. Σε πολλά εργοστάσια, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, την Αρκαδία και τη Μεσσηνία, ξαφνιάστηκα από τη μικρή ηλικία των παιδιών που τα ανάγκαζαν να εργαστούν, αγόρια 8 έως 10 χρόνων και κορίτσια 6 ή 7 χρόνων»). Κι όλ’ αυτά στις αρχές του περασμένου αιώνα (1913).
Αν κρίνουμε από αυτές τις συνθήκες που περιγράψαμε, σίγουρα ο συνδικαλισμός επιβαλλόταν να υπάρχει και να διεκδικεί τα δικαιώματα των εργατών.
Σήμερα όμως, έχει αξία ύπαρξης ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα; Η απάντηση σε ένα τέτοιο ρώτημα δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Μπορεί οι συνθήκες εργασίας να είναι πολύ πιο βελτιωμένες από αυτές που περιγράψαμε πριν, ωστόσο προβλήματα εξακολουθούν και σήμερα να έχουν οι εργαζόμενοι, και μάλιστα συνεχώς διογκούμενα: Αγωνία για το συνταξιοδοτικό μέλλον, ανασφάλιστη εργασία, βασικός μισθός που αγγίζει τα όρια της φτώχιας, συχνές απολύσεις, κλείσιμο εργοστασίων και μεταφορά τους σε γειτονικές χώρες με ακόμα φτηνότερα εργατικά χέρια, σεξουαλική παρενόχληση για τις γυναίκες κ.ο.κ. Και εδώ λοιπόν η παρουσία ανθρώπων που να αγωνίζονται για τα δίκαια των συναδέλφων τους είναι επιβεβλημένη!
Υπάρχουν όμως τέτοιοι ανιδιοτελείς άνθρωποι στις μέρες μας; Εδώ είναι το κομβικό σημείο που θα πρέπει να σταθούμε. Μπορούν δηλαδή μέσα από αυτή την κοινωνία στην οποία ζούμε, όπου ο καθείς κοιτάζει το προσωπικό του συμφέρον και μόνο, να υπάρξουν άνθρωποι χρηστοί, έντιμοι, ανιδιοτελείς, άνθρωποι της προσφοράς και του μόχθου για τον συνάνθρωπο, που να βάλλουν στην άκρη τα προσωπικά τους συμφέροντα και να ασχοληθούν – έστω για λίγο – με τα προβλήματα και των υπολοίπων; Η εμπειρία μας λέει πως ναι, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Όμως είναι δραματικά λίγοι. Και με τον καιρό γίνονται λιγότεροι. Κοιτάξτε για παράδειγμα στη Βουλή: Μεταξύ των εκπροσώπων μας βρίσκονται και αρκετοί που έχουν διαπρέψει στον συνδικαλιστικό χώρο και προέρχονται απ’ όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Ορισμένοι απ’ αυτούς έχουν εργαστεί και σε υπεύθυνες κυβερνητικές θέσεις (υπουργοί κ.λπ.). Τι γνώμη έχει ο λαός γι’ αυτούς; Ήταν συνεπείς στα όσα διεκδικούσαν πριν και στα όσα δηλώνουν σήμερα; Προσωπικά, πλην ενός, δεν μπορώ να βρω κανέναν που να τιμά την ιδιότητα που είχε πριν εκλεγεί ως βουλευτής.
Εκτός των άλλων, τα κόμματα, αυτοί πολυπλόκαμοι μηχανισμοί ελέγχου και χειραγώγησης του λαού, έχουν και εκεί απλώσει την επιρροή τους: Η Νέα Δημοκρατία έχει τη Δ.Α.Κ.Ε., το ΠΑ.ΣΟ.Κ. την Π.Α.Σ.Κ. και ακολουθούν και τα κόμματα της φωνασκούσης για τα πάντα κομμουνιστικής Αριστεράς. Η κάθε μια από αυτές τις παρατάξεις επιχειρεί κάθε φορά να επιβάλλει μέσω των «δικών» της ανθρώπων συμπεριφορές και νοοτροπίες. Αν βρίσκεται το κόμμα μας στην κυβέρνηση ράβουμε το στόμα μας και δε μιλάμε για οτιδήποτε στραβό γίνεται. Είμαστε στην αντιπολίτευση; Καταγγέλλουμε με θέρμη κάθε στραβοπάτημα των αντιπάλων μας! Να, πρόσφατα έγιναν οι επιλογές των νέων διευθυντών για τα σχολεία μας. Η συνδικαλιστική παράταξη που πρόσκειται στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. σήκωσε γη και ουρανό διαμαρτυρόμενη για όσα συνέβησαν στους προσκείμενους σ’ αυτή πρώην διευθυντές, ξεχνώντας προφανώς τον τρόπο με τον οποίο είχε κάνει τις αντίστοιχες επιλογές της στο παρελθόν!
Εκτός αυτού, στον κόσμο υπάρχει και μια υποψία (που πολλές φορές δεν είναι μόνο υποψία): ότι μεταξύ των προσώπων που απαρτίζουν τις συνδικαλιστικές παρατάξεις, υπάρχει ένας άγραφος νόμος, ένας κώδικας συμπεριφοράς, που θέλει να υπάρχει μια «υπόγεια» αλληλοϋποστήριξη, όποια παράταξη κι αν βρίσκεται στην εξουσία!
Όλοι αυτοί, κι άλλοι βέβαια, είναι οι βασικοί λόγοι που οι εργαζόμενοι σήμερα αντιμετωπίζουν με αρκετό σκεπτικισμό τις συνδικαλιστικές παρατάξεις όλων των χρωματισμών και τους εκπροσώπους τους. Γιατί βλέπουν πως το μόνο για το οποίο ενδιαφέρονται, είναι να αποκτήσουν προσωπικά οφέλη από τη συμμετοχή τους στα κοινά. Κι αυτό φυσικά θα ήταν θεμιτό, εφόσον όμως πρώτα μεριμνούσαν και για το καλό των συναδέλφων τους.
Είναι μετά να απορεί κανείς για την εύστοχη παρατήρηση του θυμόσοφου λαού «άσπρα σκυλιά, μαύρα σκυλιά, όλοι οι σκύλοι μια γενιά»;

Δεν υπάρχουν σχόλια: