Τέχνη...άτεχνη
Την προηγούμενη εβδομάδα, με αφορμή την τελευταία παράσταση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. της πόλης μας, είχαμε θέσει για προβληματισμό των αναγνωστών ένα σημαντικό – κατά τη γνώμη μας – ερώτημα που θα προσπαθήσουμε να πραγματευτούμε σήμερα: Η Τέχνη στις μέρες μας έχει όρια; Κι αν ναι, τότε ποια είναι αυτά;
Επειδή η αναφορά μας στην Τέχνη θα είναι συνεχής σε αυτό το κείμενο, σωστό θα ήταν να δηλώσουμε εξ αρχής τι εννοούμε με αυτόν τον όρο. Σύμφωνα λοιπόν με τον Γ. Σεφέρη, «Η τέχνη είναι το υψηλότερο μέσο που βοηθεί τους ανθρώπους να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον. Τίποτε δε μας ενώνει καλύτερα από μια κοινή καλλιτεχνική συγκίνηση» (Γ. Σεφέρη, «Μονόλογος πάνω στην ποίηση», εκδ. Ερμής, Αθήνα 1975, σελ. 109). Κι όταν βέβαια μιλάμε για καλλιτεχνική συγκίνηση, αναφερόμαστε σε όλες τις μορφές της: τις εικαστικές (αρχιτεκτονική, πλαστική, ζωγραφική), τις τονικές (ποίηση, μουσική) και τις κινητικές (χορός, θέατρο). Τέχνες που υπάρχουν από τη στιγμή που υπάρχει και ο άνθρωπος. Τόσο παλιές, που μπορεί να θεωρηθούν σύμφυτες μ’ αυτόν!
Είναι περιττό νομίζω να επισημάνουμε τη σημασία που έχει για τη ζωή μας η Τέχνη στο σύνολό της. Αρκεί νομίζω να φανταστούμε για λίγο τον κόσμο μας χωρίς αυτήν: Έναν κόσμο όπου όλα τα οικοδομήματα θα ήταν ολόιδια, όπου θα έλλειπαν οι ζωγραφικοί πίνακες, χωρίς μουσική, χωρίς χορό, χωρίς θέατρο ή κινηματογράφο!
Η καλλιτεχνική δημιουργία ασφαλώς πέρασε από πολλά στάδια από τη στιγμή που ο άνθρωπος εμφανίζεται στη γη: Από τα νηπιακής εμπνεύσεως σχέδια στις βραχοσπηλιές που κατοικούσαν οι πρώτοι άνθρωποι ως την εξέλιξη των διαφόρων σχολών και ρευμάτων που ακολούθησαν μέχρι σήμερα, έχουμε διανύσει αρκετό δρόμο. Άλλοτε προς το καλύτερο, κι άλλοτε προς το χειρότερο. Κι αυτό γιατί πάντοτε η καλλιτεχνική δημιουργία συμπορευόταν και τις περισσότερες φορές ταυτιζόταν με τις εξελίξεις που συνέβαιναν στις κοινωνίες κατά καιρούς. Εάν η κοινωνία αντιδρούσε μελαγχολικά σε μια φάση της ιστορικής της πορείας (π.χ. μετά από έναν πόλεμο ή μια καταστροφή), τότε και η μουσική, η ζωγραφική, το θέατρο κ.ο.κ. απέπνεαν κι αυτές με τη σειρά τους έναν αέρα μελαγχολίας και απαισιοδοξίας και το αντίθετο.
Απότοκος της σημερινής εποχής είναι και η σύγχρονη Τέχνη. Μιας εποχής συγκεχυμένης, μπερδεμένης, χωρίς όρια, χωρίς στόχους, με αποκλειστικό όραμα το πώς θα αποκτήσουμε ευκοπότερα τον παγκόσμιο «θεό»: το χρήμα (χωρίς ασφαλώς να μας απασχολεί ούτε ο τρόπος, ούτε τα μέσα τα οποία θα χρησιμοποιήσουμε).
Οι καλλιτέχνες, ζώντας μέσα σ’ αυτές τις κοινωνίες που ζούμε κι εμείς, και αισθανόμενοι την ίδια ασφυξία που νιώθουμε οι περισσότεροι, αντιδρούν κάποιες φορές με τρόπο απρόβλεπτα ευχάριστο, κι άλλοτε με τρόπο απογοητευτικά προκλητικό. Οι τελευταίες όμως αντιδράσεις δείχνουν πλέον να κερδίζουν έδαφος και κοινό. Να μιλήσουμε για τον Damien Hirst που το 1995 κέρδισε το πρώτο βραβείο στην Αγγλία ( βραβείο Turner) επειδή έβαλε μια αγελάδα και το μικρό της μοσχάρι μέσα σε δυο γυάλινα κιβώτια με φορμόλη (τίτλος του έργου: «Διαχωρισμός μητέρας και παιδιού»); Να θυμηθούμε τον Πιέρο Μαντσόνι ο οποίος «για να καταγγείλει την επιπολαιότητα της αγοράς της τέχνης» κατασκεύασε 90 κονσέρβες, που η κάθε μια περιείχε 30γρ. από τα κόπρανά του (σημειωτέον ότι το 2002 η Τέιτ Γκάλερι του Λονδίνου αγόρασε μία από αυτές με το…«ευτελέστατο» αντίτιμο των 35.000 ευρώ);
Αλλά ας μην πάμε μακριά· Ας ασχοληθούμε και με τα καθ’ ημάς: Στα πλαίσια της «Πολιτιστικής Ολυμπιάδας» είχε πριν από λίγα χρόνια πραγματοποιηθεί η περιλάλητη έκθεση Outlook που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών όχι μόνο από θορυβούντες συντηρητικούς και θρησκόληπτους όπως προσπάθησαν να τους παρουσιάσουν τότε, αλλά και από μεγάλη μερίδα του κόσμου και των ειδικών. Τότε, ένας «καλλιτέχνης» ονόματι Θαν. Τότσικας είχε αυτοφωτογραφηθεί ερωτοτροπώντας με ένα…καρπούζι (!!!) και το οποίο είχε ξαπλώσει πάνω σε ένα βράχο, μέσα στη φύση και τα πλατάνια (προφανώς για να κάνει πιο «ρομαντική» τη σκηνή), ενώ ένας άλλος είχε παρουσιάσει έναν πίνακα άκρως προσβλητικό όχι μόνο για τη χριστιανική πίστη, αλλά και για την αισθητική του καθενός από μας!
Στην εποχή βέβαια του τίποτα, του ναρκισσισμού και της επιδειξιμανίας, όλα επιτρέπονται προφανώς!
Το περίεργο είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν αντέδρασε ούτε τότε, ούτε και στη συνέχεια με ανάλογα περιστατικά. Όπως διαπιστώνει με θλίψη ο γκαλερίστας Ignacio Gutiirrez Zaldivar «Τώρα πια δεν μπορούμε καν να μιλάμε για καλές τέχνες. Λες και το ωραίο είναι κιτς, δεν είναι της μόδας. Σήμερα προτείνουν σκ…, σκελετούς, πεθαμένους, μόνο και μόνο για να τραβήξουν την προσοχή. Αποτέλεσμα: μια τέχνη που απευθύνεται σε μια χούφτα προνομιούχους οι οποίοι ξέρουν να βλέπουν, ενώ εμείς, το μόνο που κάνουμε είναι να κοιτάμε. Ο επισκέπτης ενός μουσείου δεν έχει το θάρρος να πει “Δεν μου αρέσει, το βρίσκω ανιαρό”. Έχουν βρει έναν έμμεσο τρόπο να καταδικάζουν τον κόσμο στη σιωπή». Το τελευταίο μπορεί να το επιβεβαιώσει και γράφων, όταν προ ετών βρέθηκε με μια μεγάλη παρέα για να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση ενός πολύ γνωστού ξένου καλλιτέχνη. Μόλις το έργο τελείωσε, όλοι εξέφραζαν τον θαυμασμό τους για την ποιότητα και τα…«νοήματα» που προέβαλλε το συγκεκριμένο έργο. Μόλις όμως ο γράφων εξέφρασε την απορία «Τι καταλάβατε τέλος πάντων από αυτό το ακατανόητο για μένα έργο;», τότε όλοι θυμήθηκαν πως συμφωνούσαν με την άποψή του, αλλά – προφανώς από ντροπή μην τους πουν «ακαλλιέργητους» – σιωπούσαν!
Συμπερασματικά: Δεν μπορούμε να ψέξουμε κάποιον (ακόμα κι αν είναι ο δήμαρχος αυτής της πόλης) επειδή νιώθοντας ότι προσβάλλεται η αισθητική του αποχωρεί από μια θεατρική παράσταση (η οποία θυμίζω βρίθει ύβρεων πάσης φύσεως παρμένων από το πλουσιότατο ρεπερτόριο της ελληνικής γλώσσας), αλλά αντίθετα πρέπει να προβληματιστούμε· Υπάρχουν όρια στην Τέχνη; Μέχρι πού φτάνουν αυτά; Μπορεί κανείς να παρακολουθεί μια παράσταση στην οποία παίρνει μαζί και τα παιδιά του και να ακούει αίφνης έναν οχετό ύβρεων; Πώς θα ζητήσει αργότερα από το ίδιο παιδί να μη συμπεριφερθεί ανάλογα, όταν θα έχει ακούσει όλα αυτά στο θέατρο που οι γονείς του το πήγαν για να καλλιεργήσει το πνεύμα του;
Η παράσταση καθαυτή, ήταν όπως τονίσαμε και στο προηγούμενο σημείωμά μας άρτια κατά πάντα. Υπήρξε όμως και αφορμή για προβληματισμό και περισυλλογή για το τι Τέχνη θέλουμε. Τέχνη που προκαλεί για να προκαλεί; Τέχνη δηλαδή για την Τέχνη; Ή δημιουργία καλλιτεχνική που να διδάσκει επιπλέον και να βοηθά τον άνθρωπο στο να αναπτύξει μια καλαίσθητη σκέψη και νοοτροπία για μια ζωή;
Και κάτι ακόμα: Επειδή πολλά έχουν λεχθεί κατά καιρούς για το ταλαιπωρημένο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.Κ., επιτρέψτε μου να προσθέσω λίγα ακόμα: Όσο στηρίζουμε την πολιτιστική ανάπτυξη της Καλαμάτας και της Μεσσηνίας γενικότερα σε ξένες «πλάτες», τόσο η κακοδαιμονία θα μας συνοδεύει επ’ άπειρον. Είτε αυτές οι «πλάτες» είναι οικονομικές και μεταφράζονται σε κονδύλια από το υπουργείο Πολιτισμού, είτε είναι καλλιτεχνικές και μεταφράζονται σε αερομεταφερόμενους καλλιτεχνικούς διευθυντές εξ Αθηνών τύπου Κακλέα (που αμειβόταν παχυλότατα και στη συνέχεια μας έβριζε κι από πάνω σε συνεντεύξεις του σε αθηναϊκές εφημερίδες επειδή δεν έχουμε την «κουλτούρα» που πρέπει για να τον…καταλάβουμε) και πάσης φύσεως αποτυχημένους ή μη σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Για να ορθοποδήσει λοιπόν το τοπικό δημοτικό θέατρο, θα πρέπει να ακολουθήσει την πεπατημένη των άλλων θεάτρων που ακμάζουν: Να στηρίξει τους ντόπιους δημιουργούς (σκηνοθέτες ή ηθοποιούς), να συμπράξει με άλλα αντίστοιχα θέατρα (όπως πολύ σωστά έπραξε ο απελθών Πρόεδρος κ. Γ. Κυριακόπουλος), να βασιστεί οικονομικά σε ίδιους πόρους που θα έρθουν από τη στιγμή που στραφεί σε ρεπερτόριο γνωστό και δοκιμασμένο στο κοινό (άρα και πιο δεκτικό να παρακολουθήσει παρόμοιες παραστάσεις) και βέβαια να ανοιχτεί περαιτέρω στον απλό λαό για να το αγκαλιάσει. Υπάρχουν λύσεις, αρκεί κάποια στιγμή να βρεθεί ένας τρόπος για να έρθει το θέατρο κοντά στον πολίτη. Γιατί καλοί και «άγιοι» οι «Μπαμπάδες» του Ρέππα και του Παπαθανασίου, αλλά όσο να το κάνει κανείς, άλλη χάρη έχει ο Σαίξπηρ ή έστω ο Ξενόπουλος σε όλους εμάς που δε γνωρίζουμε τα «υψηλά» νοήματα της Τέχνης (Προς τις μεγαλοκυρίες της «καλής» κοινωνίας της Καλαμάτας που χασκογελούσαν πίσω μου κάθε φορά που άκουγαν τους πρωταγωνιστές να συναγωνίζονται σε χυδαιότητα τους κάφρους των γηπέδων: Δυστυχώς κυρίες μου, ο Σαίξπηρ και ο Ξενόπουλος δεν περιέχουν ούτε σκηνές σεξ, ούτε χυδαιολογούν στα έργα τους. Μην παρακολουθήσετε τέτοιες παραστάσεις, είναι απελπιστικά «μονότονες» για σας).
Υ.Γ.: Επειδή την προηγούμενη εβδομάδα είχα αναφερθεί στην πρόθεση της υπουργού Απαιδευσίας (και ουχί Θρησκευμάτων) όχι να αποσύρει το επίμαχο βιβλίο ανιστόρητης ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού και ορισμένοι αναγνώστες ζήτησαν να μάθουν λεπτομέρειες για τη στάση της, σας μεταφέρω αυτούσια τη δήλωσή της στη Βουλή των Ελλήνων για να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα για την κατάντια αυτού του τόπου: «…δεν προτίθεμαι να αποσύρω το βιβλίο. Στο παρελθόν είχαν αποσυρθεί βιβλία με κραυγαλέες ανακρίβειες. Εδώ δεν υπάρχουν ανακρίβειες, αλλά μια άλλη διαχείριση με την οποία συμφωνώ» (βλ. εφημ. «Ο κόσμος του επενδυτή», Σαβ. 10/2/2007, σελ. 30). Καημένοι Μικρασιάτες! Πού να ξέρατε ότι 85 χρόνια μετά τη σφαγή σας από τους δήμιους του Κεμάλ, το υπουργείο Απαιδευσίας (και ουχί Θρησκευμάτων) θα επικροτούσε σχολικό βιβλίο που σας εξομοιώνει με τους τουρίστες του Δεκαπενταύγουστου στο λιμάνι του Πειραιά που συνωστίζονται κι αυτοί όπως κι εσείς (!!!) για να μπουν σε ένα πλοίο που θα τους στείλει στα ελληνικά νησιά για «διακοπές»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου