Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

«Την Ελλάδα θέλωμεν κι ας τρώγωμεν πέτρες»

Τα τελευταία χρόνια ένας από τους βασικούς κανόνες που τηρούν απαρέγκλιτα οι διευθυντές σύνταξης των εφημερίδων, είναι η αποφυγή της τοποθέτησης οποιασδήποτε είδησης αφορά την Κύπρο στην πρώτη σελίδα. Η Κύπρος και το Κυπριακό «δεν πουλάνε». Και ως εκ τούτου πρέπει να αποφεύγονται όσο σπουδαίες κι αν είναι αυτές. Μα μια ξεχασμένη φωτογραφία που παρουσίαζε ένα σύνθημα σε έναν τοίχο της Λευκωσίας κατά τον αγώνα των Κυπρίων Ελλήνων εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών, έφτανε για να ξαναθυμηθούμε τέτοιες μέρες τη μαρτυρική μεγαλόνησο που τόσο έχει υποφέρει και εξακολουθεί να μετρά τις πληγές της από εκείνη την αποφράδα ημέρα της τουρκικής εισβολής της 20ης Ιουλίου του 1974. «Την Ελλάδα θέλωμεν, κι ας τρώγωμεν πέτρες» έγραφε με την χαρακτηριστική προσθήκη του τελικού ν, την τόσο αγαπητή στους Έλληνες της Κύπρου! Φράση συγκλονιστικά αποκαλυπτική που ξεχειλίζει τα πραγματικά συναισθήματα των συμπατριωτών μας που ο Θεός επέτρεψε να κατοικούν σε ένα νησί που η γεωγραφική του θέση το έκανε «το μήλον της έριδος» για δεκάδες κατακτητές και που επιτρέπει ως τα σήμερα να βρίσκεται εκτός του εθνικού κορμού, παρά τους αιματηρούς αγώνες των εκεί Ελλήνων για εθνική ελευθερία και ΕΝΩΣΗ με την μητέρα – Ελλάδα.
Η Κύπρος λοιπόν «δεν πουλάει»! Γιατί όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Η μητέρα – πατρίδα να αδιαφορεί για την «κόρη» της και το ίδιο να αντιδρά εν μέρει και η «θυγατέρα»; Γιατί η κοινή γνώμη στην Ελλάδα να έχει πλέον βαρεθεί να ακούει για την Κύπρο και για τα προβλήματά της και, μάλιστα, οι νέοι της να απαξιώνουν τους ομοεθνείς τους από την Κύπρο όπου τους συναντούν (στα πανεπιστήμια, στους χώρους εργασίας κ.ο.κ.) και να χρησιμοποιούν μειωτικούς χαρακτηρισμούς γι’ αυτούς; Ομοίως και οι Κύπριοι Έλληνες να χαρακτηρίζουν το ίδιο μειωτικά τους Ελλαδίτες Έλληνες και ορισμένοι απ’ αυτούς να αρχίζουν να θεωρούν εαυτούς ως καταγόμενους από μια ξεχωριστή εθνότητα, την Κυπριακή και όχι την Ελληνική;
Δυστυχώς η ιστορία πάει αρκετά πιο πίσω από την τουρκική εισβολή της 20ης Ιουλίου του 1974. Θα μπορούσαμε να την τοποθετήσουμε από τα χρόνια της Αγγλοκρατίας και ίσως και παλιότερα. Τότε, ο Ελληνισμός της Κύπρου, με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο προσπαθούσε και αγωνιζόταν με έναν στόχο, με ένα όραμα: την ΕΝΩΣΗ με τον εθνικό κορμό. Χιλιάδες Έλληνες της Κύπρου έδωσαν το αίμα τους σε αυτόν τον αγώνα με το όνομα της Ελλάδας ζωγραφισμένο στα χείλη! Μια μικρή μόνο αναδρομή στο παρελθόν, αρκεί για να πειστούμε εμείς οι δύσπιστοι για του λόγου το αληθές: Κατά την Τουρκοκρατία, που για το νησί ξεκινά το 1571 και ολοκληρώνεται το 1878 (η «κυρία» Ρεπούση και ο συν αυτή εσμός των δήθεν ιστορικών και των δήθεν αναθεωρητών της ελληνικής ιστορίας θα την χαρακτήριζε «Οθωμανική περίοδο» για να μη θιχτούν και οι Τούρκοι «φίλοι» μας) δεκάδες επαναστατικές ενέργειες έλαβαν χώρα, ενώ το 1821 εκατοντάδες Έλληνες της Κύπρου αγωνίστηκαν για την ελευθερία της κοινής πατρίδας, ενώ ο ανώτερος κλήρος (ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και οι επιχώριοι επίσκοποι στο σύνολό τους) μαζί με τους προκρίτους του νησιού απαγχονίστηκαν στις 9 Ιουλίου του 1821 και τα υπάρχοντά τους δημεύτηκαν ή λεηλατήθηκαν! Το διάστημα αυτό 20.000 – 25.000 Κύπριοι που δεν άντεχαν την ασφυκτική καταπίεση των δυναστών τους (συγγνώμη κυρία Ρεπούση: «ειρηνικών κατακτητών τους» ήθελα να πω) άφησαν το νησί για να αναπνεύσουν αλλού αέρα ελευθερίας. Απ’ το 1878 έως το 1960, το νησί αγοράζουν από τους Τούρκους οι Άγγλοι (ναι, καλά διαβάσατε: η Κύπρος πωλήθηκε στην Αγγλία έναντι συγκεκριμένου ποσού!). Παρότι θα περίμενε κανείς μια πιο φιλελεύθερη πολιτική προς τους Έλληνες της Κύπρου, η καταπίεση συνεχίστηκε, όχι βέβαια όπως πριν, αλλά με μικρές παραλλαγές (ας μην ξεχνάμε πως δόγμα της Αγγλίας ήταν πάντοτε το «διαίρει και βασίλευε»). Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι Άγγλοι διέρρευσαν έντεχνα την πληροφορία πως εάν οι Έλληνες της Κύπρου συμμετείχαν ενεργά στον αγώνα ενάντια στον Άξονα, μετά το πέρας του πολέμου θα εξέταζαν θετικά το αίτημα για ΕΝΩΣΗ με την Ελλάδα που τότε αγωνιζόταν εναντίον της Ιταλίας και της Γερμανίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Κύπριοι να σπεύσουν σύσσωμοι να καταταγούν με την πίστη ότι θα μάχονταν στο πλευρό των ομοεθνών τους «πάνω στης Πίνδου τις κορφές» και μετά τον πόλεμο θα πραγματοποιούσαν το όνειρό τους. Όμως ούτε το ένα συνέβη, ούτε το άλλο. Εστάλησαν σε άλλα μέτωπα και μόλις τελείωσε ο πόλεμος αποδείχτηκαν όλα μια κακόγουστη φάρσα. Οι Έλληνες της Κύπρου δεν το έβαλαν κάτω. Καταλάβαιναν απλά πως η μητέρα – πατρίδα που εξερχόταν από έναν εξοντωτικό πόλεμο και εισερχόταν σε έναν ακόμα εξοντωτικότερο αδελφοκτόνο δεν είχε τις δυνάμεις να διεκδικήσει τα δίκαιά τους και γι’ αυτό θα έπρεπε οι ίδιοι να κινηθούν, με την «υπόγεια» συνδρομή της Ελλάδας, όπερ και εγένετο: Στην Κύπρο ξεκινά ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών) που με ηγέτες τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα ή Διγενή ξεσηκώνουν τον λαό και ιδιαίτερα την νεότητα της Κύπρου (τότε οι μαθητές δεν έπαιζαν game boy, ούτε ξεροστάλιαζαν με τις ώρες μπροστά στους υπολογιστές ή τα μπαράκια με τη φραπεδιά στο χέρι) και με πολύ αγώνα καταφέρνουν να φέρουν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση τους Άγγλους αποικιοκράτες. Την ίδια περίοδο η Ελλάδα συγκλονίζεται από το σύνθημα «ΕΝΩΣΙΣ» και χιλιάδες νέοι, κυρίως φοιτητές, βγαίνουν στους δρόμους και συγκρούονται με την αστυνομία όχι για το βόλεμά τους και το δικαίωμα στην τεμπελιά όπως σήμερα, αλλά με συνθήματα εναντίον της Αγγλίας και της πολιτικής της που στραγγαλίζουν τον Ελληνικό Κυπριακό λαό. Οι Έλληνες της Κύπρου νιώθουν τη στοργή των Ελλαδιτών Ελλήνων και εξακολουθούν να προσβλέπουν προς την Ελλάδα.
Η συνέχεια δυστυχώς δεν υπήρξε η αναμενόμενη: Η Ελλάδα παρότι συνεχώς ισχυροποιείται και αποκτά αργά αλλά σταθερά τη δύναμη να διεκδικήσει τα δίκαιά της και ιδιαίτερα στην Κύπρο, δείχνει να μην επιθυμεί να ξεφύγει από τις αγκυλώσεις της υποτέλειας που είχε περιπέσει τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι οδηγείται εκούσα – άκουσα στις συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης που καθιστούν πλέον την ΕΝΩΣΗ ένα όνειρο απατηλό. Οι Έλληνες της Κύπρου νιώθουν για πρώτη φορά πλέον ότι η «μητέρα» για την οποία τόσο πάλεψαν, κατά βάθος δεν τους θέλει. Το μόνο που δείχνει είναι πως επιθυμεί να τους ξεφορτωθεί από την πλάτη της και να τους αφήσει μόνους να κολυμπήσουν στα βαθιά. Να οι πρώτες ρωγμές!
Οι ρωγμές αυτές θα γίνουν πλέον χάσμα, όταν στις 20 Ιουλίου του 1974 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα εισβάλουν ανενόχλητες στην Κύπρο και θα σταματήσουν μόνο όταν οι ίδιες το επιθυμήσουν, δημιουργώντας μια μεγάλη τουρκική ζώνη κατοχής που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού ως τη μισή πρωτεύουσα Λευκωσία. Και η δικτατοροκρατούμενη Ελλάδα; Νωρίτερα είχε αποσύρει την ελληνική μεραρχία από τη μεγαλόνησο, λίγες μέρες πριν είχε διευκολύνει την εισβολή με ένα αποτυχημένο πραξικόπημα εις βάρος του νόμιμου τότε προέδρου Μακαρίου, ενώ όταν η κατάσταση είχε πλέον εκτραχυνθεί, φοβήθηκε να εφαρμόσει τα σχέδια περί αντιπερισπασμού και κήρυξης πολέμου στην Τουρκία με τραγικές συνέπειες για τον Ελληνισμό.
Το γεγονός αυτό εξόργισε (και δίκαια) τους Έλληνες της Κύπρου, που είδαν μπροστά στα μάτια τους την αδικία και την εγκατάλειψη από την Ελλάδα. Καμία βοήθεια, καμία αντίδραση. Το μόνο που ενδιέφερε τους πραξικοπηματίες αρχικά και την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που τους διαδέχτηκε, ήταν να κρατηθούν όσο μπορούσαν περισσότερο στην εξουσία, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Εύλογα λοιπόν οι Κύπριοι έκτοτε, θεωρούν πως η Ελλάδα τους πρόδωσε, τους πούλησε τρόπον τινά στους Τούρκους και γι’ αυτό αποστασιοποιήθηκαν από τον εθνικό κορμό, χωρίς ποτέ όμως να απόσχουν από την αγάπη για κάθε τι το ελληνικό.
Από την άλλη πλευρά τώρα, το αίσθημα του ένοχου που κατέλαβε και εξακολουθεί να καταλαμβάνει τόσο την πολιτική μας ηγεσία, όσο και μεγάλο μέρος του λαού που έζησε τα γεγονότα εκείνα, οδηγεί σε ανάλογες αντιδράσεις. Η υπόμνηση δηλαδή των συμφορών που βρήκαν τον Ελληνισμό, καθώς και η αποστροφή σε κάθε τι το Κυπριακό, θυμίζει έναν αρχαίο τραγικό ποιητή, που έγραψε μια τραγωδία στην οποία αναφερόταν σε μια αποτυχημένη εκστρατεία των Αθηναίων και την περιέγραφε όπως ακριβώς είχε γίνει. Ο δήμος της Αθήνας τιμώρησε τον «αυθάδη» ποιητή με χρηματικό πρόστιμο, επειδή θύμισε στους συμπατριώτες του «οικεία κακά» και διατάχθηκε η συγκεκριμένη παράσταση να μην ξαναπαιχτεί στην Αθήνα ποτέ ξανά!
Επομένως, ας μην κατηγορούμε ούτε τους Έλληνες της Κύπρου ότι μας αντιπαθούν δήθεν, ούτε τους Ελλαδίτες Έλληνες ότι μισούμε τους Κύπριους. Και οι δυο πλευρές έχουν λόγους να το κάνουν αυτό. Πρέπει ωστόσο να δούμε μπροστά: και να μην ξεχνάμε πως ο αγώνας ενάντια στον τουρκικό επεκτατισμό δεν μπορεί παρά να είναι κοινός για ολόκληρο τον Ελληνισμό, από τη Θράκη και το Αιγαίο, ως και την Κύπρο. Και πως αν το μέτωπο αυτό διαρραγεί, οι συνέπειες δεν θα περιοριστούν εκεί. Γιατί μετά την Κύπρο έρχεται το μοίρασμα του Αιγαίου, και μετά ο διαμελισμός της Θράκης. Θα αντέξουμε το φορτίο;

(Για το κατάπτυστο «Σχέδιο Α(υ)νάν» δε θα ήθελα να αναφερθώ εδώ, ούτε στην αγωνιώδη προσπάθεια ορισμένων αμερικανόδουλων πολιτικών και δημοσιογραφικών κύκλων – βλ. Γιωργάκης, Ντόρα, πατήρ Μητσοτάκης, Λαμπρακιάδες κ.ο.κ. – να μας το παρουσιάσουν ως την «ευκαιρία της ζωής» μας. Η λαϊκή ετυμηγορία του λαού της Κύπρου και του ηρωικού Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου με το περήφανο ΟΧΙ του, έδειξε πώς δίνονται οι μάχες και πώς κερδίζονται. Σίγουρα ένα καλό παράδειγμα για την εν πολλοίς υπνώτουσα ελλαδική, ραγιάδικη διπλωματία).

Δεν υπάρχουν σχόλια: