Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ '21 ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΟΥΣ ΧΡΟΝΙΑ


Δυο μορφές του Αγώνα στα παιδικά τους χρόνια…

Μέρες κι αυτές της επετείου του μεγάλου ξεσηκωμού των Ελλήνων για να αποτινάξουν την οθωμανική τυραννία (που ορισμένοι αλληθωρίζοντες δήθεν ιστορικοί αμφισβητούν ότι υπήρξε και τόσο «τυραννία», λες και μετριέται με το καντάρι!) και τα κανάλια θα πέσουν πάλι με τα μούτρα στη δουλειά που γνωρίζουν πολύ καλά να κάνουν: Θα καλέσουν τους γνωστούς γραφικούς τύπους που θα κραυγάζουν εναντίον των παρελάσεων (τους ενοχλούν λέει γιατί τους θυμίζουν στρατοκρατικά καθεστώτα, ξεχνώντας ίσως τις «μεγαλειώδεις» παρελάσεις μπροστά από την κόκκινη πλατεία της Μόσχας επί κομμουνιστικής δικτατορίας) ή που θα υπεραμύνονται του δικαιώματος των ξένων μαθητών να κρατούν την ελληνική σημαία!
Κανείς τους βέβαια δεν πρόκειται ποτέ να σκύψει και να μελετήσει τι πραγματικά σημαίνει μια τέτοια επέτειος για τον Ελληνισμό. Κανείς τους δεν πρόκειται να πει κουβέντα για τον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά, τον Καραϊσκάκη και τους άλλους άδολους ήρωες που θυσιάστηκαν «γι’ αυτήνη την πατρίδα» κατά πως λέει και ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του. Ίσως επειδή δεν είναι εύπεπτη η ζωή τους όπως στα σίριαλ της τηλεόρασης, ίσως γιατί δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν, ίσως τέλος επειδή δε συμφέρει ούτε τους ίδιους να θυμίζουν ένδοξες στιγμές των Ελλήνων, αφού υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να αρχίσουν τις συγκρίσεις και τα σχόλια για όσα συμβαίνουν στις μέρες μας και να αναρωτηθούν το γιατί…
Μια πτυχή που δεν έχει μελετηθεί ίσως από κανέναν – πλην ελαχίστων – των ανθρώπων που πήραν μέρος στον Αγώνα, είναι και η παιδική τους ζωή. Αυτοί οι άνθρωποι δηλαδή, δεν έγιναν από τη μια μέρα στην άλλη ήρωες, καπεταναίοι, γενναίοι υπερασπιστές του Γένους. Υπήρξαν και παιδιά, και μάλιστα όπως όλα τα παιδιά του κόσμου, ίσως όπως και τα σημερινά παιδιά, με τα θετικά ή τα αρνητικά τους. Ας δούμε λοιπόν μερικά από τα πρόσωπα αυτά και τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, για να κατανοήσουμε καλύτερα το πώς έφτασαν να είναι αυτοί οι ήρωες που τόσο θαυμάζουμε.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης για παράδειγμα, γεννήθηκε σε έναν λόγκο, τη στιγμή που η μάνα του έτρεχε μαζί με άλλους για να γλυτώσει από το σπαθί των Τούρκων. Τον πατέρα του τον έβλεπε σπάνια, μιας και όλη του τη ζωή την πέρασε στα βουνά πολεμώντας τον δυνάστη. Για να τα βγάλει λοιπόν πέρα, όταν ήταν μικρός, πουλούσε ξύλα στο παζάρι της Τρίπολης. Λένε γι’ αυτόν μια ιστορία σχετική:
Μια μέρα που ’βρεχε, ο Θοδωράκης κατέβαινε στο παζάρι με το γαϊδούρι του ζαλωμένο ξύλα. Σε ένα σοκάκι το ζωντανό γλίστρησε στο καλνιτιρίμι κι έπεσε. Έτυχε εκείνη την ώρα να περνά ένας μπέης. Με το πέσιμο του γαϊδάρου πεταχτήκανε νερά από κάτω και λερώσαν τον περαστικό μπέη. Δε χάνει καιρό αυτός και αστράφτει δυο χαστούκια στον Θοδωράκη!
- Να μάθεις γκιαούρ άλλη φορά να κουμαντάρεις καλύτερα το ζωντανό, είπε ο μπέης και τράβηξε ύστερα τον δρόμο του.
Ο Θοδωράκης τα ’χασε! Θολώσανε τα μάτια του απ’ το κακό του. Έτριζε τα δόντια του απ’ τα νεύρα! Σκέφτηκε να πιάσει το τσεκούρι του και ν’ ανοίξει στα δυο το κεφάλι του μπέη. Ύστερα σκέφτηκε και τη μάνα του και σταμάτησε…
Το ζωντανό πάλευε μοναχό του, χωρίς βοήθεια, να σηκωθεί απ’ το δρόμο. Φορτωμένο όμως καθώς ήταν, δε μπορούσε! Βάλθηκε ο Θοδωράκης να το βοηθήσει. Δύσκολα όμως γιατί ο γάιδαρος γλίστραγε κάθε φορά και ξανάπεφτε κάτω. Με τις πολλές όμως το πέτυχε.
Ο Θοδωράκης κατάλαβε πως τον είχε βοηθήσει και κάποιος άλλος. Στεκόταν πλάι του. Φορούσε παράξενα ρούχα, φράγκικα. Ήταν ξένος, απ’ αυτούς που περνούσαν συχνά για να δουν από κοντά τις αρχαιότητες.
- Σ’ ευχαριστώ! Η αφεντιά σου θα ’σαι ξένος, είπε ο Θοδωράκης.
- Ναι, από την Ευρώπη. Ήρθα να δω τον τόπο σας. Τα αρχαία σας, απάντησε στα ελληνικά ο ξένος.
- Τα αρχαία μας! Επανέλαβε ειρωνικά ο μικρός. Εσείς οι Ευρωπαίοι νοιαζόσαστε μονάχα γι’ αυτά. Για τις πέτρες, τα μάρμαρα! Για τους ανθρώπους όμως; Για την κατάντια των ραγιάδων; Τι κάνετε γι’ αυτά;
- Συμπονάμε! Να, πριν από λίγο είδα που σε χτυπούσε ο Τούρκος και ράγιζε η καρδιά μου!
Περήφανα τότε τον έκοψε ο Θοδωράκης:
- Άκου Φράγκε, οι Έλληνες δεν έχουν ανάγκη από συμπόνια...άρματα και εφόδια θέλουνε. Μας τα δίνετε; Τώρα, όσα χαστούκια κι αν μου έδωσε πριν ο μπέης, σου ορκίζομαι πως θα 'ρθει μια μέρα που θα του τα δώσω πίσω με τόκο, και σ' αυτόν, και σ' ολάκερη την Τουρκιά!
Ξανάρχισε να βρέχει. Ετοιμάστηκε να φύγει.
- Πού θα πας; τον ρώτησε ο ξένος.
- Πού να πάω; Πού αλλού; Εκεί που ήτανε ο πατέρας μου, εκεί που ήτανε ο παππούς μου, κι ο προπάππος μου, κι όλο μου το σόι. Εκεί θα πάω κι εγώ ξένε!
Η απάντηση αυτή του έκανε εντύπωση. Γι' αυτό του ζήτησε να τον ξανασυναντήσει. Γέλασε τότε ο μικρός και είπε:
- Ξένε, όσο την Τριπολιτσά την πατάνε οι Τουρκαλάδες, δε θα με ξαναδεί. Θα μπω μονάχα όταν ξαναγίνει Ρωμαίικη! Και χτυπώντας το φορτωμένο ζωντανό του ο Θοδωράκης κίνησε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Και πράγματι: Ο πρώτος Έλληνας που μπήκε στη λεύτερη πια Τριπολιτσά, ήταν ο καπετάν Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αρχιστράτηγος των Ελλήνων. Και ποια η ανταμοιβή του; Φυλακίστηκε, καταδιώχθηκε αυτός και η οικογένειά του. Ευτυχώς γι’ αυτόν, είχε «καλό τέλος»: Δοξάστηκε από τον ευγνώμονα λαό όσο κανείς άλλος και γνώρισε ξεχωριστές τιμές ως τον θάνατό του.
Ο Νικηταράς, μια άλλη σπουδαία μορφή του ξεσηκωμού, γεννήθηκε την άνοιξη του 1783 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα, τη σημερινή Νέδουσα της Αλαγονίας. Το σπίτι του στέκει ακόμα στην πλατεία του χωριού μισογκρεμισμένο. Ήταν γιος του πρωτοκαπετάνιου Σταματέλου από το Τουρκολέκκα Αρκαδίας. Όταν ο Νικήτας πάτησε τα 8, ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει να μάθει μια τέχνη. Δεν ήθελε να γίνει κι ο τρίτος του γιος κλέφτης στα βουνά. Τον έστειλε λοιπόν σε κάποιον φίλο του σιδερά. Τα χρόνια ’κεινα, η δουλειά αυτή ήταν πολύ υποτιμητική. Τους σιδεράδες τους αποκαλούσαν και γύφτους, επειδή λόγω της εργασίας τους γίνονταν κατάμαυροι από τη φωτιά και τη ζέστη.
Στο σιδεράδικο ο μικρός Νικήτας τρίφτηκε στη δουλειά, δυνάμωσε. Τόσο πολύ, που σε όποιον καυγά έπαιρνε μέρος, έβγαινε νικητής. Κάποτε, μ’ ένα απλό χτύπημα, άνοιξε τη μύτη ενός φίλου του. Από τότε δεν ξανασήκωσε χέρι, όσο κι αν τον προκαλούσαν! Ήταν και αθλητής: Κανείς δεν τον ξεπερνούσε στο άλμα και το τρέξιμο! Γινόταν λοιπόν ένας τέτοιος άνθρωπος να γίνει σιδεράς;
Στα 10 του, έξω από το μαγαζί στάθηκε ένας γιγαντόσωμος άντρακλας με αστραφτερή αρματωσιά. Ήταν ο πρωτοκαπετάνιος του Μωριά Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης. Μόλις τον είδε κι έμαθε τίνος γιος ήτανε, του ’πε: «Και δεν ντρέπεσαι συ, ο γιος του Σταματέλου, να γίνεις γύφτος;». Όταν έφυγε, ο μικρός Νικήτας ξέσπασε σε κλάματα. Το μεσημέρι που γύρισε στο σπίτι, μίλησε στη μάνα του, τη Σοφία, και της ανακοίνωσε την απόφασή του: Δε θα ξαναπάταγε στο σιδεράδικο! Γύφτος δε θα γινότανε! «Και τι θέλεις να κάνεις;» απόρησε η μάνα του. «Κλέφτης, σαν τον πατέρα μου!» απάντησε σταθερά. Ούτε ο πατέρας του δεν μπόρεσε να τον μεταπείσει. Έτσι στα 10 του, ο Νικήτας έγινε κλέφτης στα βουνά του Ταϋγέτου. Ήταν τέτοια η ανδρεία του, που όλοι τον φώναζαν Νικηταρά! Κατά τη διάρκεια μάλιστα της μάχης στα Δερβενάκια, ο Νικηταράς σκότωσε τόσους πολλούς Τούρκους, που το σπαθί του κόλλησε κυριολεκτικά στο χέρι του και χρειάστηκε αρκετή ώρα για να μπορέσει να το αποχωριστεί! Τότε πήρε και το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος». Ποια η ανταμοιβή του; Πέθανε ζητιανεύοντας για να ζήσει την κατάκοιτη γυναίκα του και τη μισότρελλη κόρη του, αφού διώχτηκε, φυλακίστηκε, εξευτελίστηκε πριν…
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και πολλές άλλες παρόμοιες ιστορίες με τις περιπέτειες και άλλων γνωστών ηρώων στα παιδικά τους χρόνια, όμως ο χώρος δεν είναι αρκετός γι’ αυτό. Νομίζω όμως ότι έστω και η μικρή αυτή αναφορά στα δύο πρόσωπα, είναι αρκετή για να κατανοήσουμε πολλά!
25η Μαρτίου λοιπόν. Μια επέτειος – σταθμός για την ελληνική ιστορία. Μια επέτειος που θα φωτίζει πάντοτε τον δρόμο των Ελλήνων και θα τους θυμίζει πως αν θέλει κανείς την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του, θα πρέπει σε ό,τι αφορά το Έθνος να είναι ανυποχώρητος, ασυμβίβαστος, όπως κι εκείνοι.
Ο καλύτερος τρόπος εξάλλου για να τιμήσει κανείς έναν ήρωα, είναι να τον μιμηθεί. Και ο νοών, νοείτω…!


*


Δεν υπάρχουν σχόλια: