Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Κάποτε στα βουνά της Βορείου Ηπείρου…

Εν μέσω σκανδάλων, επιτροπών εξεταστικών, προανακριτικών, οικονομικής κρίσεως που πλήττει πλέον όχι μόνο τους φτωχούς και τους μικρομεσαίους αλλά και τους έχοντες και κατέχοντες, έρχεται μια ημερομηνία να μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από τη γκρίνια (εθνικό μας άθλημα αυτό), να πάψουμε να οικτίρουμε τους εαυτούς μας για τη χώρα στην οποία ζούμε, για τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, για ό,τι στραβό συμβαίνει σ’ αυτόν τον τόπο και να δούμε με αισιοδοξία το παρελθόν, το παρόν, και, προ πάντων, το μέλλον αυτής της πατρίδας.

Στα βουνά της Βορείου Ηπείρου
28η Οκτωβρίου σήμερα, και ολόκληρος ο Ελληνισμός θυμάται άθλα ηρώων όχι μακρινών – και ίσως αμφισβητούμενων προγόνων – αλλά των ίδιων των πατεράδων ή των παππούδων μας. Πολλοί μάλιστα από τους ανθρώπους αυτούς ζουν και κινούνται ανάμεσά μας απαρατήρητοι, χωρίς ποτέ να διεκδικήσουν να εξαργυρώσουν τους καρπούς των αγώνων τους με θέσεις ή προνόμια για τους εαυτούς τους…Κάποιοι άλλοι άφησαν την τελευταία τους πνοή στα βουνά της Βορείου Ηπείρου (και όχι της Αλβανίας όπως πεισματικά μας έχουν επιβάλει για λόγους «πολιτικής ορθότητας» να λέμε) ή και αλλού, πολεμώντας τον ξένο κατακτητή.

Η μεγάλη αντίθεση
Έχουμε συνηθίσει από τις αμερικάνικες ταινίες που βλέπουμε συνέχεια στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, στο άκουσμα της λέξης στρατιώτης ή πολεμιστής, να έρχεται στον νου μας η φιγούρα του «Ράμπο», του Σβατζενέικερ ή κάποιων μυθικών πολεμιστών αλλόκοτων, που με μια τους κίνηση εξοντώνουν όσους αντιπάλους βρίσκονται μπροστά τους. Έχουμε συνηθίσει να τους βλέπουμε πάνοπλους, βαστώντας τα υπερόπλα που τους έδωσε η πατρίδα τους για να συντρίψουν κάθε εχθρό που συναντούν, και από πάνω τους να υποστηρίζονται από κάθε λογής ελικόπτερα και αεροπλάνα που βομβαρδίζουν με απλοχεριά τον εχθρό. Η χολιγουντιανή εκδοχή του πολέμου…
Ρίχνοντας μια ματιά στις φωτογραφίες των Ελλήνων που πολεμούσαν τότε, το ’40, δεν πρόκειται να δει κανείς τίποτε απ’ αυτά που θα περίμενε να δει. Ούτε γιγαντόσωμοι υπερήρωες ήταν, ούτε υπερόπλα είχαν, ούτε υποστηρίζονταν από κάθε λογής επίγεια ή εναέρια μέσα. Ήταν μικρόσωμα ανθρωπάκια, αγρότες, εργάτες, εργαζόμενοι σκληρά για να ζήσουν τις οικογένειές τους, αγράμματοι οι πιο πολλοί. Δεν ήξεραν τι θα πει καλοπέραση, δεν ήξεραν από διακοπές, από καταναλωτικά δάνεια, clubbing και καφετέριες…

Το γεγονός
Όταν όμως ανήμερα στις 28 του Οκτώβρη ήχησαν οι καμπάνες κι έμαθαν τη φοβερή είδηση, κανείς τους δεν σκέφτηκε να κάνει πίσω. Να κρυφτεί, να λιποψυχήσει. Με μια φωνή, με μια καρδιά, με ένα σώμα, βροντοφώναξαν μαζί με τον αδικημένο από την ιστορία Ιωάννη Μεταξά ένα ξεγυρισμένο «ΟΧΙ» στους ξένους επιδρομείς (άλλη ανοησία: στα πλαίσια της «πολιτικής ορθότητας», δεν αναφέρουμε πια ότι πολεμήσαμε τους Ιταλούς, τους Γερμανούς, τους Αλβανούς, τους Βουλγάρους, αλλά τον φασισμό και τον ναζισμό, λες και επιτίθενται ποτέ οι λέξεις ή οι ιδεολογίες!).

Οι πραγματικοί ήρωες μιλούν…
Πριν λίγα χρόνια, με τη συνεργασία ενός εξαίρετου συναδέλφου της πληροφορικής, από αυτούς τους λίγους που ενδιαφέρονται πλέον και για την παιδεία των μαθητών εκτός από τη μετάδοση μιας αποστειρωμένης γνώσης, επισκεφτήκαμε κάποιους γέροντες που έτυχε να πολεμήσουν τότε και οι περισσότεροι απ’ αυτούς να ακρωτηριαστούν από τα κρυοπαγήματα ή τα τραύματα που είχαν στα σώματά τους. Με μια βιντεοκάμερα, προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε τις ενθυμήσεις, τις σημαντικότερες ίσως στιγμές της ζωής αυτών των ανθρώπων, και ομολογώ πως εκπλαγήκαμε από αυτό που αντικρίσαμε: Μαθημένοι κι εμείς από τις γνωστές ταινίες που αναφέραμε πριν λίγο, περιμέναμε να δούμε τους σπουδαίους πολεμιστές, που περιγράφουν με γλαφυρότητα τα κατορθώματά τους και καυχιούνται γι’ αυτά. Που συναγωνίζονται στο ποιος θα πει πως σκότωσε τους περισσότερους εχθρούς και έκανε το μεγαλύτερο ανδραγάθημα (άλλωστε το έχει γράψει και ο Βίσμαρκ: «Τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται πριν τις εκλογές, κατά τη διάρκεια ενός πολέμου και μετά το κυνήγι»). Αντ’ αυτών συναντήσαμε ανθρώπους σεμνούς, προσγειωμένους, αλλά λαμπρούς πατριώτες! Μας περιέγραψαν με κρυφό καμάρι τη μέρα που πληροφορήθηκαν για τον πόλεμο, την άγνοια του κινδύνου που είχαν όταν ξεκινούσαν για την εκστρατεία, για τις δυσκολίες που συνάντησαν, τον ποδαρόδρομο που έριξαν μέχρι να φτάσουν στα σύνορα. Ο λόγος τους ήταν χωρίς φτιασίδια, επομένως και αληθινός. Δεν υπερέβαλαν πουθενά. Ούτε κι όταν άρχισαν να μας περιγράφουν το τι συνάντησαν πολεμώντας στα παγωμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου.
Δεν θα ξεχάσω ένα γεροντάκι, Μάραντος νομίζω λεγόταν (τον αναφέρω ονομαστικά γιατί έμαθα μετά από λίγο καιρό πως πέθανε), ο οποίος μας περιέγραψε το πώς συγκλονίστηκε βλέποντας γύρω του νεκρούς συμπολεμιστές του, μάλιστα ένας απ’ αυτούς ήταν κάποιος Καλαματιανός ανθυπασπιστής, ονόματι Γιώργος, που δέχτηκε μια σφαίρα κατά τη διάρκεια της μάχης και ξεψύχησε στα χέρια του. Απλά, συγκινητικά, χωρίς ρητορείες, μας ανέφερε και το πώς έλαβε τον βαθμό του δεκανέα «επ’ ανδραγαθία» για ένα γεγονός που ο ίδιος δεν κατάλαβε γιατί θα έπρεπε να βραβευτεί: Μια κρύα μέρα του πολέμου, είχε βγει μαζί με κάποιον άλλον συστρατιώτη του για περιπολία. Είχαν μαζί τους μόνο λίγες σταφίδες για το κρύο και η θερμοκρασία είχε πέσει για τα καλά. Ξάφνου, συνάντησαν στον δρόμο τους ένα σπιτάκι μέσα στην ερημιά. Με την παρότρυνση του Μάραντου, οι δύο στρατιώτες κατευθύνθηκαν προς τα ’κει για να ζεσταθούν λίγο και να προφυλαχθούν από τις πολικές θερμοκρασίες που επικρατούσαν εκείνη τη στιγμή. Μπαίνοντας μέσα, συνάντησαν μια ομάδα αρκετών Ιταλών στρατιωτών που είχαν μπει νωρίτερα στο ίδιο σπίτι για τον ίδιο λόγο. Χωρίς να αντιδράσουν, παραδόθηκαν αμέσως στους δύο Έλληνες που τους οδήγησαν με καμάρι στον λοχαγό τους. Είχαν μαζί τους και τα «λάφυρα» από την παράδοση των Ιταλών: σοκολάτες, κονιάκ, κονσέρβες, και ένα σωρό καλούδια για όλους τους συστρατιώτες τους!
Συγκινητική ήταν η στιγμή που τους ζητήσαμε να μας πουν για το πώς τραυματίστηκαν ή για το πώς έχασαν τα πόδια τους εκεί πέρα. Χωρίς ίχνος υπερβολής, απλά και σεμνά, μας διηγήθηκαν με ακρίβεια τα γεγονότα, εκφράζοντας ταυτόχρονα και τον θαυμασμό τους για τους άλλους ήρωες, τους αφανείς αυτού του πολέμου: τις γυναίκες που τους φρόντισαν αρχικά εκεί πάνω, αλλά και αυτές που στη συνέχεια έκαναν το παν για να τους βοηθήσουν μόλις έφτασαν στην Αθήνα και μεταφέρθηκαν στα στρατιωτικά νοσοκομεία που είχαν γεμίσει από τραυματίες…
Θα περίμενε κανείς στο ερώτημα «Αν είχατε τη δυνατότητα να μην πολεμήσετε, αλλά να είστε αρτιμελείς σήμερα, θα το κάνατε;» να απαντήσουν αν όχι θετικά, τουλάχιστον να κοντοσταθούν πριν απαντήσουν. Κι όμως, σαν να ’ταν συνενοημένοι, όλοι μας έδιναν την ίδια περίπου απάντηση, που θα μπορούσε να γραφτεί δίπλα σε σπουδαία αποφθέγματα («Ή ταν ή επί τας», «Το δε την πόλιν σοι δούναι…» κ.λπ.) που συναντάμε από τη μακραίωνη ιστορία μας: «Μα είναι δυνατόν, όταν ένα έθνος μάχεται για την ελευθερία και την τιμή του, όταν όλος ο λαός σύσσωμος παλεύει για να διώξει από τη χώρα τον ξένο εισβολέα, εμείς, να σκεφτόμαστε αν θα πεθάνουμε ή αν θα έχουμε τα πόδια μας στη θέση τους; Πρώτα η πατρίδα κι ύστερα είμαστε εμείς!». Λόγια εξόχως συγκλονιστικά, λόγια που θυμίζουν Μακρυγιάννη («Κι όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Ναρθή ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλη και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δεν έχω σκοπόν να πάγω αλλού»).
Για το τέλος κράτησα μια ερώτηση καταληκτική που ζητήσαμε να μας απαντήσουν: Τι συμβουλές θα έδιναν στα παιδιά που θα έβλεπαν στα πλαίσια της σχολικής γιορτής εκείνη τη συνέντευξη. «Όχι πόλεμος παιδιά μου», ήταν η επωδός τους. «Να μην αποζητάτε τον πόλεμο για να λύνετε τις διαφορές σας. Κάντε ό,τι μπορείτε για να μη γίνει ξανά». «Αλλά αν μας επιτεθούν όπως τότε, όποιοι κι αν είναι αυτοί, ευχή και κατάρα σας δίνουμε, αγωνιστείτε μέχρις εσχάτων. Δώστε και τη ζωή σας ακόμα για να μείνει λεύτερη η πατρίδα μας». «Να καμαρώνετε που είσαστε Έλληνες. Όπως καμαρώνουμε κι εμείς για τούτη την πατρίδα».
Μπορεί να βρει κανείς καλύτερο επίλογο; Χρόνια πολλά!

Δεν υπάρχουν σχόλια: