Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

«Χριστούγεννα – Πρωτούγεννα…»

Χρονιάρες μέρες που είναι, σκέφτηκα να αποχαιρετίσουμε τον παλιό χρόνο με μια μικρή αναφορά σε κάτι πολύ γνώριμο σε όλους μας, τα κάλαντα και την ιστορία τους, που ίσως δεν γνωρίζουμε.

Γιατί για τα κάλαντα;
Αυτονόητη απορία που ίσως γεννιέται στο μυαλό του καθενός από όσους διαβάζουν αυτή τη στήλη, είναι τι ρόλο παίζει ένα θέμα σαν κι αυτό σε μια στήλη που ασχολείται κυρίως με θέματα που αφορούν την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα ή γενικότερα ζητήματα ευρύτερου προβληματισμού όπως την παιδεία. Την απάντηση τη δίνουν από μόνοι τους οι αρχαίοι Έλληνες, όταν σε ένα παρόμοιο ερώτημα της εποχής τους («Πότερον θετέον την μουσικήν, παιδείαν ή παιδιάν», δηλαδή, πού είναι προτιμότερο να τοποθετήσουμε τη μουσική, στην παιδεία ή στο παιχνίδι;) προτιμούν το πρώτο, την παιδεία, αλλά τη θέλουν να συνοδεύεται και από την παιδιάν, το παιχνίδι.

Ολίγα περί της δημοτικής μας μουσικής παράδοσης…
Στη σημερινή εποχή, την εποχή της νεωτερικότητας, η δημοτική μουσική δείχνει αταίριαστη και αποβλητέα. Σήμερα σημαντικό είναι αυτό που θα έρθει σε λίγο, όχι αυτό που πέρασε. Αγοράζω καινούριο υπολογιστή και γνωρίζω ότι αν όχι σε λίγες ημέρες, σίγουρα σε λίγους μήνες, θα έχει παλιώσει, και αυτή η παλαίωσή του δε θα το κάνει καλύτερο, αλλά οπωσδήποτε κατώτερο. Με τη μουσική μας αυτή, συμβαίνει το αντίθετο: Όσο παλιότερο είναι ένα κομμάτι, τόσο μεγαλύτερη αξία του δίνουμε! Σαν τους συλλέκτες με τα σπάνια κομμάτια που ψάχνουν να βρουν.
Αν βέβαια σταματούσαμε εδώ, η μουσική μας παράδοση δε θα είχε καμιά διαφορά από τη φολκλορική μουσική των άλλων λαών του ευρύτερου περίγυρού μας. Θα ήταν ένα μουσειακό είδος που αξίζει να διαφυλάξουμε φυσικά, χωρίς όμως περαιτέρω αξία για μας. Η μουσική μας παράδοση, κι ας περιοριστούμε μόνο στα κάλαντα, μιας και αυτό είναι το θέμα μας, δεν είναι μουσική του μουσείου. Δεν είναι μουσική που την παίρνουμε από το ράφι που και που και την επιστρέφουμε ύστερα ξανά. Αποτελεί ζώσα, ζωντανή παράδοση, γεγονός που σε κάθε ευκαιρία της ζωής μας εκδηλώνουμε: Γεννιέται ένα παιδί; Το νανουρίζουμε κάθε βράδυ για να κοιμηθεί. Φεύγει απ’ τη ζωή ένα αγαπημένο μας πρόσωπο; Το μοιρολογάμε μέχρι να το αποχωριστούμε. Ερωτευόμαστε; Παντρευόμαστε; Γιορτάζει η πίστη μας; Πάντα εκεί καταφεύγουμε ως τις μέρες μας. Αυτές τις ημέρες ακούσαμε και θα ακούσουμε τα κουδούνια των σπιτιών μας να χτυπάνε διαρκώς και τα παιδάκια να τρέχουν για τα κάλαντα σε κάθε πόρτα που θα βρουν.

Τα κάλαντα στα αρχαία χρόνια
Τα κάλαντα δεν είναι ασφαλώς εφεύρεση σημερινή ή έστω χριστιανική· Από τ’ αρχαία χρόνια στον γεωγραφικό χώρο που ζούμε και κινούμαστε, τα μικρά παιδιά συνήθιζαν να γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και να τραγουδούν κάποια άσματα, τραγουδάκια (συνήθως με πολύ απλό στίχο και μουσική) σε ορισμένες γιορτές. Κύρια εκδήλωση αυτής της μορφής ήταν η Ειρεσιώνη. Η λέξη προέρχεται από το «είρος» που σημαίνει τις γιρλάντες από μαλλί, εξ ου και αργότερα «έριον», δηλαδή μαλλί. Η Ειρεσιώνη ήταν φτιαγμένη από κλαδιά ελιάς ή δάφνης, τα οποία στολίζονταν με τούφες από κόκκινα και άσπρα νήματα, που συμβόλιζαν την υγεία και την ομορφιά, καθώς και καρπούς της γης, όπως καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα κ.λπ. Γιορταζόταν δυο φορές τον χρόνο, μία την άνοιξη κι άλλη μία το φθινόπωρο με σκοπό είτε να ικετέψουν τους θεούς να τους βοηθήσουν στη συγκομιδή των καρπών τους, είτε να τους ευχαριστήσουν για όσα τους πρόσφεραν. Με το πέρασμα του καιρού Ειρεσιώνη άρχισε να ονομάζεται κάθε τραγούδι που είχε παρόμοιο χαρακτήρα και είχε ως σκοπό να παινέψει ή να ευχηθεί. Για παράδειγμα θα αναφέρω ένα αντίστοιχο κομμάτι των σημερινών καλάντων που λεγόταν κατά τη γιορτή των Πυανοψίων (εορτή συγκομιδής των καρπών) στην αρχαία Αθήνα:
«Δώμα προσετραπόμεθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο
(Ερχόμαστε στο σπίτι ενός πλούσιου, πολύ δυνατού ανδρός)
ος μέγα μεν δύναται, μέγα δε βρέμει όλβιος αεί·
(ο οποίος τα πάντα μπορεί να κάνει, σπουδαία πράγματα, και πάντα ευτυχισμένος νοικοκύρης)
Αυταί ανακλίνασθε θύραι, πλούτος γαρ έσεισιν
(Ανοίξτε πόρτες γιατί πολύς πλούτος μπαίνει)
πολλός, συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία
(και μαζί με τον πλούτο η χαρά, η ευφροσύνη)
ειρήνη τ’ αγαθή, όσα δ’ άγγεα μεστά μεν είη
(και η συνετή ειρήνη, όλα τα κιούπια του να είναι γεμάτα)
κρυβαίει δ’ αιεί κατά κορδόπου έρποι μάζα
(και στη σκάφη πάντα ν’ ανεβαίνει το ζυμάρι)»
.
Εκτός από την Ειρεσιώνη, υπήρχαν και το Καλημέρι (χαιρετισμός της καλής και ξεχωριστής ημέρας που ξημερώνει, σχεδόν πάντα σε θρησκευτικές εκδηλώσεις, με παινέματα στους νοικοκυραίους του σπιτιού) και τα Κάλαντα, δηλαδή ευχετικά και εγκωμιαστικά άσματα που ανήκουν στα έθιμα της καλής χρονιάς. Η ονομασία τους προέρχεται από τη λατινική λέξη calendae (calo = καλώ + dies = ημέρες), που ήταν γιορτές των Ρωμαίων που πραγματοποιούνταν κάθε αρχή του μήνα (Νουμηνία = νεομηνία, πρωτομηνιά). Με το πέρασμα του χρόνου τα κάλαντα του Ιανουαρίου υπερίσχυσαν των υπολοίπων, κι έτσι τα άλλα ξεχάστηκαν.

Τα κάλαντα ως χριστιανικό έθιμο
Με την εμφάνιση του χριστιανισμού και κυρίως ύστερα από την επίσημη αναγνώρισή του ως θρησκείας αποδεκτής από το κράτος, οι χριστιανοί στην προσπάθειά τους να καταπολεμήσουν την παγανιστική πίστη που έπνεε τα λοίσθια τότε, αποδέχτηκαν μερικά από τα έθιμα της προηγούμενης πίστης που ήταν γερά ριζωμένα στη συνείδηση των πιστών, αλλάζοντας απλώς τον χαρακτήρα τους και ντύνοντάς τα με μανδύα χριστιανικό. Ένα από αυτά τα έθιμα που επιβίωσαν ως χριστιανικά πλέον στο Βυζάντιο, ήταν και τα κάλαντα· Ο εντρυφής μελετητής του βυζαντινού βίου και πολιτισμού Φαίδων Κουκουλές, γράφει σχετικά: «Κατά τας εορτάς του Δωδεκαημέρου γνωρίζομεν ότι οι Βυζαντινόπαιδες, περιερχόμενοι τας οικίας, από βαθείας πρωίας μέχρι δείλης οψίας, μετά αυλών και συρίγγων έλεγον τα κάλαντα. Πλην των ευχετικών ασμάτων απηύθυνον και εγκώμια προς τους ενοίκους, ανάλογα προς τα σημερινά (πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας…κ.λπ.)». Τους καλαντιστές στο Βυζάντιο τους ονόμαζαν μηναγύρτες ή αγύρτες και τα κάλαντα αγύρτικα, από τον αγερμό (έρανος για τη συλλογή χρημάτων και συγκεκριμένα κερμάτων). Συγκεκριμένα για τους καλαντιστές του ΙΒ΄ αιώνα, γράφει σχετικά ο Ι. Τζέτζης:
«Οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και πορπατούσι
και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου
και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων τη ημέρα
οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσετούντες
μετά ωδών και επωδών ή λόγοις εγκωμίων
και δήθεν εν προφάσεσιν, ψεύδεσιν εναφόρμοις
ούτοι πάντες αν λέγοινται κυρίως μηναγύρται»
.

Τα κάλαντα στην πορεία των χρόνων…
Τα κάλαντα αυτά επέζησαν και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αυτό μας το μαρτυρά και ο Κλώντ Φωριέλ, μελετητής και καταγραφέας δημοτικών τραγουδιών εκείνες τις εποχές: «Είναι ολοφάνερη η συγγένεια των καλάντων με τα αρχαία έθιμα της Ειρεσιώνης, που δεν έχουν μόνο το θέμα όμοιο με τα αντίστοιχα αρχαία τραγούδια, μα έχουν και την ίδια σύνθεση, καθώς και τον ίδιο χαρακτήρα και την ουσία των συναισθημάτων και των εννοιών που εκφράζουν». Στα κάλαντα αυτά υπήρχαν πολλές φορές (στα παινέματα κυρίως και στις ευχετικές προσφωνήσεις) υπονοούμενες φράσεις για την Τουρκοκρατία και την προσμονή της απελευθέρωσης, όπως:
«Κυρά ψηλή, κυρά χρυσή, κυρά καμαρωμένη
όντας θε να ’ρθει ο καιρός ν’ αστράψει πάλι τ’ άστρο…»
ή
«Κι αν είναι τώρα σκοτεινά και σβυούνε τα επουράνια
γοργά θα φύγει η καταχνιά και θα φωτίσει ο κόσμος…»
Αυτή η συνήθεια, να προσαρμόζονται δηλαδή στίχοι νεώτεροι με επίκαιρο νόημα και συνήθως σε περιστάσεις και ανάγκες των χαλεπών κυρίως χρόνων, έχουμε και καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα στον τόπο μας με διάφορες αφορμές:
Στο Σιβριθάρι της Μ. Ασίας που βρισκόταν απέναντι από τη Σάμο, στην περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, τα παιδιά τα ίδια είχαν συνθέσει τα εξής κάλαντα:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή να σας καλέσω
Το έθνος το ελληνικό να σας το επαινέσω
Ζήτω του Βενιζέλου μας, της Όλγας της ωραίας μας
Ζήτω του Κουντουριώτη, του γενναίου πατριώτη
Μέσ’ στης Πόλης τα Στενά, εκεί ο Αβέρωφ πολεμά
Του ρίχνουν χίλιες κανονιές, που βγάζ’ η θάλασσα φωτιές
Μα κι ο Αβέρωφ το λιοντάρι, πολεμάει σαν παλληκάρι…
Και εις έτη πολλά παιδιά, και του χρόνου καλύτερα
Δώστε κι εμέ τον κόπο μου, για τα νέα που σας ήφερα»
.
Για το ίδιο γεγονός, στο νησί της Νάξου έψαλλαν στα κάλαντα:
«Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, να μπει στην Ήπειρο στρατός.
Στη γη να περπατήσει, τη σημαία μας να στήσει…».

Στη Σμύρνη το 1919, έτος όπου ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την περιοχή ξεκινώντας τη Μικρασιατική εκστρατεία, έψαλλαν:
«Έλα Λευτέρη μου χρυσέ, που τρελλαινόμαστε για σε.
Έλα στη Σμύρνη τη χρυσή, που τη λευτέρωσες εσύ.
Απόψε εορτάζομε στη Σμύρνη την ελληνική, την πιο μεγάλη σκόλη.
Γιατί ο Χριστός γεννήθηκε εν Βηθλεέμ τη πόλει
Κι οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.
Πλήθος αγγέλων ψάλλομεν, το δόξα εν υψίστοις,
Κι είναι τρανή η πίστη μας, ότι ελεύτεροι θα είμαστε
Κι ότι θα ζήσωμε καλά, και εις έτη πολλά»
.
Η Μικρασιατική συμφορά θα εμπνεύσει και πάλι τη λαϊκή μούσα, που θα ψάλλει από το νησί της Σύρου που είχαν καταφύγει εκατοντάδες πρόσφυγες:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, δεν έχομε παρηγοριά
Κι αρχή καλός μας χρόνος, εξορίστηκεν ο κόσμος
Και ’κει που ήρθεν ο Χριστός, ήρθε κεμαλικός στρατός
Μεσ’ στη Μικρά Ασία, και μας κάναν εξορία
Και πού να στήσουμε φωλιά, ωσάν τα έρημα πουλιά
Όλοι μας κυνηγούνε, και δε θένε να μας δούνε
Στην Πόλη στην Αγια – Σοφιά θα στήσουμε καμπάνες
Να βγουν τα μισοφέγγαρα, να στηριχτούν λαμπάδες
Να βγουν οι Τούρκοι απ’ τα τζαμιά, να φύγουν κι οι χοτζάδες
Να ’ρθουν τα ελληνόπαιδα, με τους πατριαρχάδες
Τότε θα ’χομε ελπίδα, πως θα πάμε στην πατρίδα»
.
Το ίδιο συνέβη και στην περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940:
Στο χωριό Πατσίδες Ηρακλείου, έψαλλαν εκείνη τη χρονιά μεταξύ άλλων:
«…Στην Αλβανία μάχονται του Έθνους τα βλαστάρια
τσ’ Ελλάδος όλα τα παιδιά σαν τίγρεις, σα λιοντάρια…»
.
Θα ολοκληρώσουμε αυτή την αναφορά μας σε παραλλαγές των καλάντων με μια αστεία εκδοχή τους από την περίοδο της Κατοχής και το νησί της Καλύμνου:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, χαρούπια ήρθανε πολλά
Στα γουδιά τα κοπανούμε, και την πείνα μας ξεχνούμε
Άλλοι τα κάνουνε χαλβά, ακόμα και πιττάκια
Να τα τρών’ τα κοριτσάκια
Κι άλλοι τα κάνουν μπακλαβά, και πέφτουσι από ταμπλά
Κι όσοι τα ξεκοκαλίζουν έτσι, κωλικός θα τους παστρέψει».


Η σημασία των καλάντων και της μουσικής μας παράδοσης για το μέλλον μας…
Στις μέρες μας η τάση για ομογενοποίηση χτύπησε και σ’ αυτό το κομμάτι της μουσικής μας· Όπως σβήνουν οι ντοπιολαλιές και κυριαρχεί ο αθηναϊκός τρόπος ομιλίας πανελληνίως με πρότυπο τον Χατζηνικολάου, έτσι έχουν ξεχαστεί τα πιο πολλά από τα τοπικά κάλαντα που είναι σας δεκάδες και ίσως να φτάνουν την εκατοντάδα, μιας και πολλά απ’ αυτά δεν έχουν ακόμα καταγραφεί. Ενδεικτικά να αναφέρω τα κάλαντα της Μάνης τα οποία - εξ όσων γνωρίζω - δεν είχαν καταγραφεί μουσικά, και δεν αναφέρονται σε κανέναν ψηφιακό δίσκο. Μόλις πριν λίγα χρόνια ο θεολόγος και διευθυντής του βυζαντινού χορού «Αινούντες» κ. Κυριάκος Κισκηρέας έκανε τη μουσική καταγραφή τους.
Η μουσική του τόπου μας, θα πρέπει να τονιστεί, αποτελεί εκτός από την αναμφίβολη καλλιτεχνική της αξία, σημαντικό ρόλο στην άμυνα τόσο του δικού μας, όσο και των υπολοίπων λαών στην τάση για παγκοσμιοποίηση και ομογενοποίηση των πάντων. Γιατί λαός που ξέρει καλά τη γλώσσα του, την πίστη του, τα ήθη και τα έθιμά του, δεν μπορεί εύκολα, ούτε να ποδηγετηθεί, ούτε περισσότερο να ξεκληριστεί από κανέναν. Και η μουσική μας παράδοση τα περιλαμβάνει όλα αυτά.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ σε όλους και ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ…

Δεν υπάρχουν σχόλια: