ΟΜΙΛΙΑ ΠΟΥ ΕΚΦΩΝΗΘΗΚΕ
ΣΤΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
ΣΤΙΣ 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2009
Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί μας μαθητές και μαθήτριες,
Πριν από μερικά χρόνια, βρέθηκα σε μια παρέα όπου κάποιος, Άγγλος στην καταγωγή, παρατήρησε κάτι που είμαι βέβαιος ότι κανείς από τους παρισταμένους δεν έχει σκεφτεί: Πώς είναι δυνατόν – είπε – εσείς οι Έλληνες να γιορτάζετε όχι τη λήξη ενός πολέμου, αλλά την έναρξή του; Θεώρησε μάλιστα παγκόσμια πρωτοτυπία το να συμβαίνει αυτό και στη συνέχεια αναρωτήθηκε μήπως τελικά ο πόλεμος μας ταιριάζει περισσότερο από την ειρήνη.
Το ερώτημα αυτό ήρθε ξανά στο μυαλό μου όταν έμαθα πως η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μεσσηνίας μου έκανε την εξαιρετική τιμή να μου αναθέσει την εκφώνηση αυτής της ομιλίας.
Είναι αλήθεια ότι θα ήταν λογικότερο να γιορτάζουμε τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ή έστω την επέτειο της αποχώρησης των στρατευμάτων κατοχής από τη χώρα μας. Το ίδιο κάνουν και όλοι οι άλλοι λαοί. Μήπως τελικά είμαστε πολεμοχαρείς όπως μας χαρακτήρισε εκείνος ο Άγγλος;
Εδώ θα σας αποκαλύψω τι απάντησα τότε σε εκείνον τον άνθρωπο: Εμείς οι Έλληνες, του είπα, δεν υπήρξαμε ποτέ πολεμοχαρείς∙ Τρανή απόδειξη η ίδια η ιστορία: δεν υπήρξε ούτε μία φορά που να επιτεθήκαμε σε έναν άλλον λαό χωρίς λόγο και αιτία. Όπου βρεθήκαμε, είχαμε έναν σκοπό: να διατηρήσουμε την ελευθερία μας ή να τη χαρίσουμε σε Έλληνες που δεν την είχαν γευτεί ως τότε! Πάντως πολέμους για να διατηρήσουμε τις αποικίες μας ποτέ δεν κάναμε!
Παρά την απάντηση που έδωσα, το ερώτημα έκαιγε μέσα μου: Γιατί; Αυτό το ερώτημα ήρθε να απαντήσει πριν λίγο καιρό ένας σοφός άνθρωπος όταν έθεσα και σ’ αυτόν το ίδιο ερώτημα: Γιατί γιορτάζουμε την έναρξη και όχι τον τερματισμό του πολέμου; Εκείνος μου απάντησε με σιγανή αλλά σταθερή φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις: «Άκουσε να σου πω∙ οι ξένοι, γιορτάζουν τη λήξη του πολέμου γιατί δεν θέλουν να θυμούνται. Θέλουν να τον ξεχάσουν εκείνο τον πόλεμο! Έκαμαν πολλά σφάλματα που οδήγησαν στην καταστροφή και νικητές και νικημένους. Έτσι αποφάσισαν να ξεχάσουν. Να θυμούνται μόνο τις ευχάριστες στιγμές απ’ αυτόν τον πόλεμο. Δηλαδή το τέλος του. Εμείς οι Έλληνες αντίθετα, δεν έχουμε κανέναν λόγο να ξεχάσουμε. Η ιστορία θα μας κατατρέχει όπου κι αν βρεθούμε, ό,τι κι αν κάνουμε…Γιατί οι πρόγονοί μας θεωρούσαν τη λήθη ως τον μεγαλύτερο εχθρό της αλήθειας. Και μας έμαθαν να μην ξεχνάμε εύκολα. Να γιατί συμβαίνει αυτό το παράδοξο».
Και πράγματι κυρίες και κύριοι∙ Η λήθη είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της μνήμης. Κι αν σβήσουμε το παρελθόν από τη σκέψη μας, τότε το πιθανότερο είναι να ζήσουμε σ’ ένα ακατοίκητο μέλλον για να παραφράσουμε τον μεγάλο μας ποιητή Γ. Σεφέρη.
Από την άποψη αυτή είναι άξιοι επαίνου και η πολιτεία και ο λαός μας που δεν ξεχνούν να τιμούν τα μεγάλα στρατιωτικά γεγονότα, να τιμούν τους επιζώντες παλαιμάχους και να συντηρούν το ευγενές στρατιωτικό πνεύμα, που για μας δεν ήταν ποτέ μιλιταρισμός αλλά πάθος προασπιστικό της εδαφικής μας ακεραιότητας, πόθος προασπιστικός της ειρήνης και σε παλαιότερους καιρούς πόθος απελευθερωτικός των αλύτρωτων ελληνικών περιοχών.
Τον πόλεμο του 1940 δεν τον επιζητήσαμε. Δεν τον επιδιώξαμε. Ακόμα και μετά την ταπείνωση του τορπιλισμού της «Έλλης» ανεχτήκαμε την προσβολή πρώτα στην Παναγία κι ύστερα στο έθνος μας και συνεχίσαμε αποφεύγοντας κάθε κίνηση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως πρόκληση. Το ξέραμε όμως ότι έρχεται, ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι διαφορετικό; Το ξέραμε και γι’ αυτό ο πόλεμος αυτός μας βρήκε ταλαιπωρημένους μεν, αλλά έτοιμους να αγωνιστούμε για την ελευθερία μας.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι σε όλους γνωστά: ο ελληνικός στρατός με ηρωισμό και αυταπάρνηση όχι μόνο αντιστάθηκε, αλλά εξευτέλισε έναν αντίπαλο υπέρτερό του τόσο σε αριθμό, όσο και σε δύναμη πυρός: σε κάθε περίπτωση η σύγκριση ήταν συντριπτική υπέρ των Ιταλών: στο ναυτικό, στον αέρα, στο πυροβολικό, στα άρματα μάχης…Νίκησε όμως αυτό που έχουμε μάθει να ονομάζουμε «ψυχή του Έλληνα». Που νίκησε εκτός από τους επιτιθέμενους Ιταλούς και τις κακουχίες που του προκάλεσε ο βαρύς χειμώνας στη Βόρειο Ήπειρο. Στο διάστημα αυτό ο στρατός, το ναυτικό και η αεροπορία επιτέλεσαν θαύματα. Εκμηδένισαν την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου και κατέδειξαν για μια ακόμη φορά τη σημασία του ηθικού παράγοντα, τον οποίο όψιμοι θεωρητικοί του πολέμου έχουν αρχίσει να αμφισβητούν λόγω των νέων «υπερσύγχρονων» δήθεν οπλικών συστημάτων. Οι Έλληνες όμως του ’40 απέδειξαν πως όλα τα όπλα είναι καλά, ακόμα και οι «γκράδες» όταν τα χέρια που τους κρατάνε δεν τρέμουν κι όταν η ψυχή φλογίζεται από το πάθος της θυσίας. Αυτό, όμως, προϋποθέτει πίστη σε ιδανικά, που ποτέ δεν έλειψαν από τη ζωή μας.
Κι όμως. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν συκοφαντηθεί όσο σήμερα ιδανικά αιώνια, όπως αυτά της πατρίδας, της πίστης, της οικογένειας. Ιδανικά για τα οποία οι Έλληνες όλων των εποχών όρθωσαν το ανάστημά τους ενάντια σε κάθε εισβολέα.
Μάλιστα, φοβάμαι, πως αν το χάραμα εκείνου του Οκτώβρη, οι Έλληνες μαχητές πηγαίνοντας στα σύνορα, μπορούσαν να ξέρουν σε τι χέρια μακρινών επιγόνων θα άφηναν τα άγια χώματα για τα οποία σε λίγο θα έπεφταν νεκροί υπερτάφιοι, είναι αμφίβολο αν θα πραγμάτωναν για άλλη μια φορά τον άθλο της υπεράσπισης της ελευθερίας του σύμπαντος κόσμου.
Ας ρίξουμε μια ματιά γύρω μας για να κατανοήσουμε το μέγεθος της σύγκρισης: στους πολιτικούς μας ταγούς που συνωστίζονται για μια θεσούλα στα νυχτερινά παράθυρα των τηλεσκουπιδιών, που φαίνεται πως έχουν ξεχάσει πως η ιστορία γράφεται με τα ΟΧΙ και ποτέ μα ποτέ με το σκύψιμο του κεφαλιού στους δυνατούς αυτού του κόσμου…Ας έχουν για παράδειγμα την απάντηση του Μεταξά ή τη μοναδική ενέργεια του διαδόχου του Αλέξ. Κορυζή, μια ενέργεια που κανείς άλλος ευρωπαίος ηγέτης, μετά την υποταγή της χώρας του στον Άξονα, δεν τόλμησε να πράξει. Ο Κορυζής αυτοκτόνησε. Η αυτοκτονία αυτή υπήρξε μέγιστη πολιτική πράξη. Η Ελλάδα πεθαίνει αλλά δεν παραδίνεται. Δεν ήταν μια πράξη απογνώσεως∙ ήταν πράξη φιλοτιμίας, πράξη αντιστάσεως στην ατιμία.
Αν συνεχίσουμε τη ματιά μας στους θρησκευτικούς μας ταγούς, μάλλον θα πρέπει να κλάψουμε όχι από συγκίνηση, αλλά από απογοήτευση: αστράτευτοι, χωρίς φόβο Θεού, υπηρετώντας «τα καλά και συμφέροντα αυτών». Ας μην ξεχνούν πως όταν η Ελλάδα έπεσε στα χέρια του Άξονα το 1941, ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος απάντησε με ανδρεία σε όσους του «συνέστησαν» πως έπρεπε να «προσκυνήσει» τους νέους δυνάστες του λαού που εποίμενε αρνούμενος να ορκίσει τη δωσίλογη κυβέρνηση Τσολάκογλου, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς». Για τη στάση του αυτή, στις 2 Ιουνίου του 1941, με Συντακτική Πράξη της κατοχικής κυβέρνησης καθαιρέθηκε από το αξίωμά του.
Αλλά τα ίδια και ίσως χειρότερα συμβαίνουν σήμερα και στον λεγόμενο πνευματικό/καλλιτεχνικό χώρο: καλλιτέχνες και λογοτέχνες όλων των ειδών και αποχρώσεων, συναγωνίζονται στο ποιος θα περιφρονήσει περισσότερο τα εθνικά μας σύμβολα. Αυτού του είδους η περιφρόνηση έχει λάβει επιδημικό χαρακτήρα πλέον. Τόσο, που για να εισέλθει κανείς στους «εκλεκτούς» του χώρου, θα πρέπει να δηλώσει πρώτα την απέχθειά του για κάθε τι το εθνικό, να ειρωνευτεί τη θρησκευτική πίστη του λαού μας, να αγνοήσει την παράδοση και την ιδιοπροσωπία μας. Πού είναι άραγε ποιητές σαν τον Γ. Σαραντάρη που έπεσε μαχόμενος για την Ελλάδα; Πού είναι ο Ελύτης που έγραψε ένα θαυμάσιο κείμενο για τον «χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»; Πού είναι οι ηθοποιοί που όσοι ήταν νέοι έφυγαν αμέσως για την πρώτη γραμμή του μετώπου; Πού να είναι άραγε οι τραγουδιστές που έθεσαν τις υπηρεσίες τους από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του αγωνιζόμενου λαού;
Αλλά και ’μεις, που θέλουμε να λεγόμαστε εκπαιδευτικοί, που θέλουμε να καμαρώνουμε πως με τα λόγια και κυρίως με τις πράξεις μας δίνουμε το καλό παράδειγμα στη νεολαία, τι δίνουμε τελικά; Μιλάμε για Ελλάδα στα παιδιά μας; Τους δίνουμε να καταλάβουν πως υπάρχουν επιτέλους και μερικές περιπτώσεις που αξίζει να θυσιάζεται κανείς; Πως η ζωή είναι ιερή και απαραβίαστη, αλλά αυτή τη ζωή οφείλουμε να την παραμερίζουμε όταν κινδυνεύουν ιδανικά αδιαπραγμάτευτα όπως η ελευθερία, η πατρίδα; Συμβιβασμένοι υπαλληλίσκοι του ωρολογίου προγράμματος σκύβουμε το κεφάλι καρτερικά περιμένοντας πότε θα έρθει η ευλογημένη μέρα που θα απαλλαγούμε από τα βάρη της διδασκαλίας…Πού ο θρυλικός δάσκαλος του υψώματος 731, όπου διεξήχθη η φονικότερη μάχη που διαδραματίστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου; Διαβάζω από το βιβλίο του Χρ. Ζαρόκωστα με τίτλο «Πίνδος» γι’ αυτόν τον άνθρωπο που «με προβιές και επιδέσμους, γύρω από τα κρυοπαγημένα πόδια του, αντί για παπούτσια, χωρίς να προφυλάγεται τρέχει νευριασμένος από διμοιρία σε διμοιρία και δίνει οδηγίες.
- Μην πυροβολείτε στα στραβά, παιδιά! Μην ξοδεύετε ασκόπως τις χειροβομβίδες σας, τους λέει.
Κι όταν ο ταγματάρχης του φωνάζει να μην εκθέτει τόσο τον εαυτό του, ο δάσκαλος του απαντάει:
- Φοβάμαι μήπως χάσουμε σήμερα το ύψωμα. Και τι θα δικαιολογηθώ ύστερα εγώ στους μαθητές μου, άμα γυρίσω στο σχολείο;» (Χρ. Ζαλοκώστα, «Πίνδος», εκδ. «Εστία», σελ. 194).
Εθνική επέτειος αύριο. Ίσως σταματήσουν, έστω και για μια μέρα, οι τσιρίδες για την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία, για τα χρηματιστήρια, που τα ονομάζουμε πια «ναούς του χρήματος».
Η γιορτή του «ΟΧΙ», να ανασάνουμε λίγο και λίγο ψηλότερα να σηκωθούμε, να βάλουμε και τη σημαία μας στο μπαλκόνι – ευλογημένη παράδοση – να ακούσουμε και τον εθνικό μας ύμνο, τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν».
Θα κλείσω με ένα δημοσίευμα σε μια εφημερίδα της εποχής εκείνης, την «Πρωΐα». Εκεί δημοσιεύτηκε η επιστολή μιας μάνας, χήρας από τα Μέγαρα, που μόλις είχε λάβει τον πολεμικό σταυρό ανδρείας του σκοτωμένου γιου της. (Δεν πήγαν να σκοτώσουν εκείνα τα παιδιά, πήγαν να πεθάνουν για την πατρίδα τους). Έγραφε η χαροκαμένη μάνα στην επιστολή: «Ο Δημητρός μου, ο μοναχογιός μου, προστάτης των τριών κοριτσιών μου, έπεσε υπέρ πίστεως και πατρίδος. Χαλάλι της πατρίδος ο Δημητρός μου. Ας ήτανε να πέθαινα κι εγώ πολεμώντας μαζί του. Ζήτω η Ελλάς».
Τέτοιοι δάσκαλοι, που ντρέπονταν να ντροπιαστούν, και τέτοιες μάνες, που χαλάλιζαν μονάκριβους στην πατρίδα, ανέστησαν και ανέθρεψαν τη γενιά του ’40. Τέτοιοι πολιτικοί, τέτοιοι θρησκευτικοί ηγέτες, τέτοιοι καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι, τέτοιοι Έλληνες.
Ας μην ξεχνάμε ποτέ τα λόγια αυτών των ανθρώπων. Γιατί ίσως να ’χουμε ξεχάσει πως δεν κατοικούμε σε γειτονιά αγγέλων. Όλοι γύρω μας έχουν επίβουλες βλέψεις. Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε ως λαός υψηλό μαχητικό φρόνημα και ισχυρό στρατό, για να μη χρειαστεί να τον χρησιμοποιήσουμε ποτέ. Γιατί τιμώντας σήμερα εκείνους τους ήρωες, είναι σαν να δίνει ο σημερινός Έλληνας όρκο-υπόσχεση όπως οι άλκιμοι νεανίες της αρχαίας Σπάρτης: «Άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρονες» (εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροί σας).
Γιατί «μνήμη ηρώων σημαίνει μίμηση ηρώων».
Σας ευχαριστώ
Αγαπητοί μας μαθητές και μαθήτριες,
Πριν από μερικά χρόνια, βρέθηκα σε μια παρέα όπου κάποιος, Άγγλος στην καταγωγή, παρατήρησε κάτι που είμαι βέβαιος ότι κανείς από τους παρισταμένους δεν έχει σκεφτεί: Πώς είναι δυνατόν – είπε – εσείς οι Έλληνες να γιορτάζετε όχι τη λήξη ενός πολέμου, αλλά την έναρξή του; Θεώρησε μάλιστα παγκόσμια πρωτοτυπία το να συμβαίνει αυτό και στη συνέχεια αναρωτήθηκε μήπως τελικά ο πόλεμος μας ταιριάζει περισσότερο από την ειρήνη.
Το ερώτημα αυτό ήρθε ξανά στο μυαλό μου όταν έμαθα πως η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μεσσηνίας μου έκανε την εξαιρετική τιμή να μου αναθέσει την εκφώνηση αυτής της ομιλίας.
Είναι αλήθεια ότι θα ήταν λογικότερο να γιορτάζουμε τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ή έστω την επέτειο της αποχώρησης των στρατευμάτων κατοχής από τη χώρα μας. Το ίδιο κάνουν και όλοι οι άλλοι λαοί. Μήπως τελικά είμαστε πολεμοχαρείς όπως μας χαρακτήρισε εκείνος ο Άγγλος;
Εδώ θα σας αποκαλύψω τι απάντησα τότε σε εκείνον τον άνθρωπο: Εμείς οι Έλληνες, του είπα, δεν υπήρξαμε ποτέ πολεμοχαρείς∙ Τρανή απόδειξη η ίδια η ιστορία: δεν υπήρξε ούτε μία φορά που να επιτεθήκαμε σε έναν άλλον λαό χωρίς λόγο και αιτία. Όπου βρεθήκαμε, είχαμε έναν σκοπό: να διατηρήσουμε την ελευθερία μας ή να τη χαρίσουμε σε Έλληνες που δεν την είχαν γευτεί ως τότε! Πάντως πολέμους για να διατηρήσουμε τις αποικίες μας ποτέ δεν κάναμε!
Παρά την απάντηση που έδωσα, το ερώτημα έκαιγε μέσα μου: Γιατί; Αυτό το ερώτημα ήρθε να απαντήσει πριν λίγο καιρό ένας σοφός άνθρωπος όταν έθεσα και σ’ αυτόν το ίδιο ερώτημα: Γιατί γιορτάζουμε την έναρξη και όχι τον τερματισμό του πολέμου; Εκείνος μου απάντησε με σιγανή αλλά σταθερή φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις: «Άκουσε να σου πω∙ οι ξένοι, γιορτάζουν τη λήξη του πολέμου γιατί δεν θέλουν να θυμούνται. Θέλουν να τον ξεχάσουν εκείνο τον πόλεμο! Έκαμαν πολλά σφάλματα που οδήγησαν στην καταστροφή και νικητές και νικημένους. Έτσι αποφάσισαν να ξεχάσουν. Να θυμούνται μόνο τις ευχάριστες στιγμές απ’ αυτόν τον πόλεμο. Δηλαδή το τέλος του. Εμείς οι Έλληνες αντίθετα, δεν έχουμε κανέναν λόγο να ξεχάσουμε. Η ιστορία θα μας κατατρέχει όπου κι αν βρεθούμε, ό,τι κι αν κάνουμε…Γιατί οι πρόγονοί μας θεωρούσαν τη λήθη ως τον μεγαλύτερο εχθρό της αλήθειας. Και μας έμαθαν να μην ξεχνάμε εύκολα. Να γιατί συμβαίνει αυτό το παράδοξο».
Και πράγματι κυρίες και κύριοι∙ Η λήθη είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της μνήμης. Κι αν σβήσουμε το παρελθόν από τη σκέψη μας, τότε το πιθανότερο είναι να ζήσουμε σ’ ένα ακατοίκητο μέλλον για να παραφράσουμε τον μεγάλο μας ποιητή Γ. Σεφέρη.
Από την άποψη αυτή είναι άξιοι επαίνου και η πολιτεία και ο λαός μας που δεν ξεχνούν να τιμούν τα μεγάλα στρατιωτικά γεγονότα, να τιμούν τους επιζώντες παλαιμάχους και να συντηρούν το ευγενές στρατιωτικό πνεύμα, που για μας δεν ήταν ποτέ μιλιταρισμός αλλά πάθος προασπιστικό της εδαφικής μας ακεραιότητας, πόθος προασπιστικός της ειρήνης και σε παλαιότερους καιρούς πόθος απελευθερωτικός των αλύτρωτων ελληνικών περιοχών.
Τον πόλεμο του 1940 δεν τον επιζητήσαμε. Δεν τον επιδιώξαμε. Ακόμα και μετά την ταπείνωση του τορπιλισμού της «Έλλης» ανεχτήκαμε την προσβολή πρώτα στην Παναγία κι ύστερα στο έθνος μας και συνεχίσαμε αποφεύγοντας κάθε κίνηση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως πρόκληση. Το ξέραμε όμως ότι έρχεται, ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι διαφορετικό; Το ξέραμε και γι’ αυτό ο πόλεμος αυτός μας βρήκε ταλαιπωρημένους μεν, αλλά έτοιμους να αγωνιστούμε για την ελευθερία μας.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι σε όλους γνωστά: ο ελληνικός στρατός με ηρωισμό και αυταπάρνηση όχι μόνο αντιστάθηκε, αλλά εξευτέλισε έναν αντίπαλο υπέρτερό του τόσο σε αριθμό, όσο και σε δύναμη πυρός: σε κάθε περίπτωση η σύγκριση ήταν συντριπτική υπέρ των Ιταλών: στο ναυτικό, στον αέρα, στο πυροβολικό, στα άρματα μάχης…Νίκησε όμως αυτό που έχουμε μάθει να ονομάζουμε «ψυχή του Έλληνα». Που νίκησε εκτός από τους επιτιθέμενους Ιταλούς και τις κακουχίες που του προκάλεσε ο βαρύς χειμώνας στη Βόρειο Ήπειρο. Στο διάστημα αυτό ο στρατός, το ναυτικό και η αεροπορία επιτέλεσαν θαύματα. Εκμηδένισαν την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου και κατέδειξαν για μια ακόμη φορά τη σημασία του ηθικού παράγοντα, τον οποίο όψιμοι θεωρητικοί του πολέμου έχουν αρχίσει να αμφισβητούν λόγω των νέων «υπερσύγχρονων» δήθεν οπλικών συστημάτων. Οι Έλληνες όμως του ’40 απέδειξαν πως όλα τα όπλα είναι καλά, ακόμα και οι «γκράδες» όταν τα χέρια που τους κρατάνε δεν τρέμουν κι όταν η ψυχή φλογίζεται από το πάθος της θυσίας. Αυτό, όμως, προϋποθέτει πίστη σε ιδανικά, που ποτέ δεν έλειψαν από τη ζωή μας.
Κι όμως. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν συκοφαντηθεί όσο σήμερα ιδανικά αιώνια, όπως αυτά της πατρίδας, της πίστης, της οικογένειας. Ιδανικά για τα οποία οι Έλληνες όλων των εποχών όρθωσαν το ανάστημά τους ενάντια σε κάθε εισβολέα.
Μάλιστα, φοβάμαι, πως αν το χάραμα εκείνου του Οκτώβρη, οι Έλληνες μαχητές πηγαίνοντας στα σύνορα, μπορούσαν να ξέρουν σε τι χέρια μακρινών επιγόνων θα άφηναν τα άγια χώματα για τα οποία σε λίγο θα έπεφταν νεκροί υπερτάφιοι, είναι αμφίβολο αν θα πραγμάτωναν για άλλη μια φορά τον άθλο της υπεράσπισης της ελευθερίας του σύμπαντος κόσμου.
Ας ρίξουμε μια ματιά γύρω μας για να κατανοήσουμε το μέγεθος της σύγκρισης: στους πολιτικούς μας ταγούς που συνωστίζονται για μια θεσούλα στα νυχτερινά παράθυρα των τηλεσκουπιδιών, που φαίνεται πως έχουν ξεχάσει πως η ιστορία γράφεται με τα ΟΧΙ και ποτέ μα ποτέ με το σκύψιμο του κεφαλιού στους δυνατούς αυτού του κόσμου…Ας έχουν για παράδειγμα την απάντηση του Μεταξά ή τη μοναδική ενέργεια του διαδόχου του Αλέξ. Κορυζή, μια ενέργεια που κανείς άλλος ευρωπαίος ηγέτης, μετά την υποταγή της χώρας του στον Άξονα, δεν τόλμησε να πράξει. Ο Κορυζής αυτοκτόνησε. Η αυτοκτονία αυτή υπήρξε μέγιστη πολιτική πράξη. Η Ελλάδα πεθαίνει αλλά δεν παραδίνεται. Δεν ήταν μια πράξη απογνώσεως∙ ήταν πράξη φιλοτιμίας, πράξη αντιστάσεως στην ατιμία.
Αν συνεχίσουμε τη ματιά μας στους θρησκευτικούς μας ταγούς, μάλλον θα πρέπει να κλάψουμε όχι από συγκίνηση, αλλά από απογοήτευση: αστράτευτοι, χωρίς φόβο Θεού, υπηρετώντας «τα καλά και συμφέροντα αυτών». Ας μην ξεχνούν πως όταν η Ελλάδα έπεσε στα χέρια του Άξονα το 1941, ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος απάντησε με ανδρεία σε όσους του «συνέστησαν» πως έπρεπε να «προσκυνήσει» τους νέους δυνάστες του λαού που εποίμενε αρνούμενος να ορκίσει τη δωσίλογη κυβέρνηση Τσολάκογλου, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς». Για τη στάση του αυτή, στις 2 Ιουνίου του 1941, με Συντακτική Πράξη της κατοχικής κυβέρνησης καθαιρέθηκε από το αξίωμά του.
Αλλά τα ίδια και ίσως χειρότερα συμβαίνουν σήμερα και στον λεγόμενο πνευματικό/καλλιτεχνικό χώρο: καλλιτέχνες και λογοτέχνες όλων των ειδών και αποχρώσεων, συναγωνίζονται στο ποιος θα περιφρονήσει περισσότερο τα εθνικά μας σύμβολα. Αυτού του είδους η περιφρόνηση έχει λάβει επιδημικό χαρακτήρα πλέον. Τόσο, που για να εισέλθει κανείς στους «εκλεκτούς» του χώρου, θα πρέπει να δηλώσει πρώτα την απέχθειά του για κάθε τι το εθνικό, να ειρωνευτεί τη θρησκευτική πίστη του λαού μας, να αγνοήσει την παράδοση και την ιδιοπροσωπία μας. Πού είναι άραγε ποιητές σαν τον Γ. Σαραντάρη που έπεσε μαχόμενος για την Ελλάδα; Πού είναι ο Ελύτης που έγραψε ένα θαυμάσιο κείμενο για τον «χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»; Πού είναι οι ηθοποιοί που όσοι ήταν νέοι έφυγαν αμέσως για την πρώτη γραμμή του μετώπου; Πού να είναι άραγε οι τραγουδιστές που έθεσαν τις υπηρεσίες τους από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του αγωνιζόμενου λαού;
Αλλά και ’μεις, που θέλουμε να λεγόμαστε εκπαιδευτικοί, που θέλουμε να καμαρώνουμε πως με τα λόγια και κυρίως με τις πράξεις μας δίνουμε το καλό παράδειγμα στη νεολαία, τι δίνουμε τελικά; Μιλάμε για Ελλάδα στα παιδιά μας; Τους δίνουμε να καταλάβουν πως υπάρχουν επιτέλους και μερικές περιπτώσεις που αξίζει να θυσιάζεται κανείς; Πως η ζωή είναι ιερή και απαραβίαστη, αλλά αυτή τη ζωή οφείλουμε να την παραμερίζουμε όταν κινδυνεύουν ιδανικά αδιαπραγμάτευτα όπως η ελευθερία, η πατρίδα; Συμβιβασμένοι υπαλληλίσκοι του ωρολογίου προγράμματος σκύβουμε το κεφάλι καρτερικά περιμένοντας πότε θα έρθει η ευλογημένη μέρα που θα απαλλαγούμε από τα βάρη της διδασκαλίας…Πού ο θρυλικός δάσκαλος του υψώματος 731, όπου διεξήχθη η φονικότερη μάχη που διαδραματίστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου; Διαβάζω από το βιβλίο του Χρ. Ζαρόκωστα με τίτλο «Πίνδος» γι’ αυτόν τον άνθρωπο που «με προβιές και επιδέσμους, γύρω από τα κρυοπαγημένα πόδια του, αντί για παπούτσια, χωρίς να προφυλάγεται τρέχει νευριασμένος από διμοιρία σε διμοιρία και δίνει οδηγίες.
- Μην πυροβολείτε στα στραβά, παιδιά! Μην ξοδεύετε ασκόπως τις χειροβομβίδες σας, τους λέει.
Κι όταν ο ταγματάρχης του φωνάζει να μην εκθέτει τόσο τον εαυτό του, ο δάσκαλος του απαντάει:
- Φοβάμαι μήπως χάσουμε σήμερα το ύψωμα. Και τι θα δικαιολογηθώ ύστερα εγώ στους μαθητές μου, άμα γυρίσω στο σχολείο;» (Χρ. Ζαλοκώστα, «Πίνδος», εκδ. «Εστία», σελ. 194).
Εθνική επέτειος αύριο. Ίσως σταματήσουν, έστω και για μια μέρα, οι τσιρίδες για την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία, για τα χρηματιστήρια, που τα ονομάζουμε πια «ναούς του χρήματος».
Η γιορτή του «ΟΧΙ», να ανασάνουμε λίγο και λίγο ψηλότερα να σηκωθούμε, να βάλουμε και τη σημαία μας στο μπαλκόνι – ευλογημένη παράδοση – να ακούσουμε και τον εθνικό μας ύμνο, τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν».
Θα κλείσω με ένα δημοσίευμα σε μια εφημερίδα της εποχής εκείνης, την «Πρωΐα». Εκεί δημοσιεύτηκε η επιστολή μιας μάνας, χήρας από τα Μέγαρα, που μόλις είχε λάβει τον πολεμικό σταυρό ανδρείας του σκοτωμένου γιου της. (Δεν πήγαν να σκοτώσουν εκείνα τα παιδιά, πήγαν να πεθάνουν για την πατρίδα τους). Έγραφε η χαροκαμένη μάνα στην επιστολή: «Ο Δημητρός μου, ο μοναχογιός μου, προστάτης των τριών κοριτσιών μου, έπεσε υπέρ πίστεως και πατρίδος. Χαλάλι της πατρίδος ο Δημητρός μου. Ας ήτανε να πέθαινα κι εγώ πολεμώντας μαζί του. Ζήτω η Ελλάς».
Τέτοιοι δάσκαλοι, που ντρέπονταν να ντροπιαστούν, και τέτοιες μάνες, που χαλάλιζαν μονάκριβους στην πατρίδα, ανέστησαν και ανέθρεψαν τη γενιά του ’40. Τέτοιοι πολιτικοί, τέτοιοι θρησκευτικοί ηγέτες, τέτοιοι καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι, τέτοιοι Έλληνες.
Ας μην ξεχνάμε ποτέ τα λόγια αυτών των ανθρώπων. Γιατί ίσως να ’χουμε ξεχάσει πως δεν κατοικούμε σε γειτονιά αγγέλων. Όλοι γύρω μας έχουν επίβουλες βλέψεις. Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε ως λαός υψηλό μαχητικό φρόνημα και ισχυρό στρατό, για να μη χρειαστεί να τον χρησιμοποιήσουμε ποτέ. Γιατί τιμώντας σήμερα εκείνους τους ήρωες, είναι σαν να δίνει ο σημερινός Έλληνας όρκο-υπόσχεση όπως οι άλκιμοι νεανίες της αρχαίας Σπάρτης: «Άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρονες» (εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροί σας).
Γιατί «μνήμη ηρώων σημαίνει μίμηση ηρώων».
Σας ευχαριστώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου