Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ - ΑΡΘΡΟ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ", τ. 108

Ναι, ακόμα θα μιλάμε για το «Κρυφό Σχολειό»!

Σε αρκετές εθνικές επετείους πιάνω τον εαυτό μου να αναπολεί την εποχή που κι εγώ ήμουν μαθητής. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάθε φορά που παρακολουθώ μια γιορτή για την εθνεγερσία του 1821, στον νου μου έρχεται εκείνος ο πίνακας του Γύζη με τον γερο-καλόγερο και τα παιδάκια γύρω του να μαθαίνουν «γράμματα σπουδάγματα, του Θεού τα πράγματα…».
Τα τελευταία χρόνια, μια ομάδα αναθεωρητών συναδέλφων ιστορικών, μας καλεί να ξεχάσουμε αυτή την εικόνα που έχουμε και προσπαθεί να μας πείσει ότι το «Κρυφό Σχολειό» είναι απλώς ένας από τους πολλούς μύθους που έπλασε ο λαός μετά την απελευθέρωση του τόπου μας, για να διεκτραγωδήσει τα δεινά της Τουρκοκρατίας. Στα αζήτητα λοιπόν και ο Γύζης, και το «Φεγγαράκι μου λαμπρό…». Στο πυρ το εξώτερον και η Αγία Λαύρα και η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου. Όσα ξέραμε για το ’21 θα πρέπει να τα ξεχάσουμε πλέον…
Διαβάζοντας αυτόν τον καταιγισμό άρθρων, δημοσιευμάτων, βιβλίων κ.λπ., θα πρέπει να ομολογήσω ότι κλονίστηκα∙ Μήπως έχουν δίκιο όλοι αυτοί που υποστηρίζουν πως το «Κρυφό Σχολειό» ήταν μύθος τελικά;
Ώσπου μια μέρα, κατά τη διάρκεια των πρόσφατων Πανελληνίων εξετάσεων, και όντας μέλος σε μια Λυκειακή Επιτροπή, προσπάθησα να περάσω την ώρα μου διαβάζοντας από τη βιβλιοθήκη του σχολείου «κάτι». Το πρώτο βιβλίο που έπεσε στα χέρια μου είχε τη σφραγίδα του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου και διαπραγματευόταν τον Κυπριακό Αγώνα 1955 – 1959[1]. Ξεφυλλίζοντας αυτό το βιβλίο, το μάτι μου έπεσε σε μια συγκλονιστική για μένα φωτογραφία: Ένας νέος Γύζης, αντί να ζωγραφίσει τον περιβόητο πίνακα, είχε φωτογραφήσει μέσα σε μια εκκλησία της Λευκωσίας έναν καθηγητή (μάλλον Γαλλικών) καθισμένο σε μια ψάθινη καρέκλα, έχοντας αριστερά του έναν πίνακα και μπροστά του μαθητές που παρακολουθούσαν τον πίνακα! Κάτω από αυτή τη φωτογραφία υπήρχε και το εξής σχόλιο: «Ο κυβερνήτης έκλεισε το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Οι μαθητές προσέρχονται στις εκκλησίες της Λευκωσίας. Κάνουν την προσευχή τους και συνεχίζουν τα μαθήματά τους»[2]! Πιο κάτω (σελ. 131) κι άλλη, παρόμοια φωτογραφία με αντίστοιχο σχόλιο («Το “κρυφό σχολειό” αναβιώνει στις εκκλησίες, στην ατμόσφαιρα του δέους και της αγωνιστικής θέλησης»). Τι είχε συμβεί; Μας το εξηγεί το ίδιο βιβλίο στις επόμενες σελίδες του (σελ. 134 – 135): «Ο Στρατάρχης Χάρντιγκ δια να καταστείλη, ως ενόμιζε, την δράσιν της Νεολαίας διέταξε την δια παντός μέσου πάταξιν της “μαθητικής”, ως απεκάλει την εθνικήν εξέγερσιν των Ελληνοπαίδων της Κύπρου…Συγχρόνως διετάχθη η απέλασις των εξ Ελλάδος καθηγητών…και κατέστη υποχρεωτική η διδασκαλία των Αγγλικών εις τους μαθητάς της Ε΄ και ΣΤ΄ τάξεως των δημοτικών σχολείων, με πέντε ώρας εβδομαδιαίως, ενώ δια τα Ελληνικά αφέθησαν τρεις ώραι…». Αυτή η αντίδραση των Άγγλων αποικιοκρατών, οδήγησε στη λειτουργία διδακτηρίων στους ναούς της Κύπρου, ώσπου έληξε η Αγγλοκρατία στο νησί.
Αυτό, δεν ήταν μια μορφή «κρυφού σχολειού»; Το ίδιο δεν συνέβη και στους άτυχους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου για τους οποίους γράφει ο Γάλλος δημοσιογράφος Rene Puaux σε βιβλίο του γι’ αυτούς αμέσως μετά την απελευθέρωσή τους από τον ελληνικό στρατό το 1913[3] τα εξής: «Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα δεν γινόταν δεκτό στα σχολεία της Ηπείρου. Ήταν επιβεβλημένο να τα προμηθεύονται όλα από την Κωνσταντινούπολη. Η Ελληνική Ιστορία ήταν απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, όπου χωρίς βιβλία, χωρίς τετράδια, ο νεαρός Ηπειρώτης μάθαινε για τη μητέρα Πατρίδα, διδασκόταν τον Εθνικό της Ύμνο, τα ποιήματά της και τους ήρωές της. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους την ζωή των δασκάλων τους. Μία ακριτομυθία, μια καταγγελία ήταν αρκετή. Δεν είναι συγκινητικό, αυτά τα διακόσια μικρά αγόρια και τα διακόσια πενήντα κοριτσάκια να δέχονται τις επιπλέον ώρες των μαθημάτων (στην ηλικία, που τόσο αγαπούν τα παιχνίδια), να συζητούν για την Ελλάδα και επιστρέφοντας στις οικογένειές τους με τα χείλη ραμμένα να κρατούν τον ενθουσιασμό μυστικό στην καρδιά;».
Αυτό δεν ήταν «κρυφό σχολειό»; Αλλά ας πάμε και σε μια ζωντανή μαρτυρία ενός απλού ανθρώπου, του Κυρ. Ι. Φίνα, τότε προέδρου της κοινότητας Λίνδου από τη Ρόδο, ο οποίος αναφέρεται στην εποχή της Ιταλοκρατίας, που έγραψε μια επιστολή την οποία δημοσίευσε η εφημερίδα Καθημερινή στις 16 Ιουνίου1998 και η οποία γράφει επί λέξει: «Με αφορμή τα όσα γράφονται στην στήλη της εφημερίδας σας για το “Κρυφό Σχολειό” της τουρκοκρατίας, θα μου επιτρέψετε συμπληρωματικά να αναφερθώ με συντομία, στο πότε και κατά ποιον τρόπο λειτούργησε κατά την φασιστική κατοχή η μορφή αυτή του σχολείου, στην επαρχία της Ρόδου. Το 1937, ο πολύς Ντε Βέκκι, τετράρχης του φασισμού και Γενικός Διοικητής Δωδεκανήσου, 1936-1940, έχοντας ελεύθερο το πεδίο και εκμεταλλευόμενος την ισχυροποίηση της Ιταλίας σε διεθνές επίπεδο, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, επιδίδεται συστηματικότερα στον εξιταλισμό των πάντων στη Δωδεκάνησο, αρχίζοντας από τον ευαίσθητο τομέα της Παιδείας. Και κατά τρόπον απροσχημάτιστο, τον Ιούλιο του έτους εκείνου, καταργεί με κυβερνητικό Διάταγμα το από αιώνων κρατούν εκπαιδευτικό καθεστώς. Όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά σχολεία της Δωδεκανήσου μετατράπηκαν σε ιταλικά και αντί των Δωδεκανησίων που παύθηκαν, ήρθαν φανατικοί Ιταλοί εκπαιδευτικοί, επιλεγμένοι από το φασιστικό καθεστώς. Μπροστά σε αυτή τη σκληρή πραγματικότητα έλαμψε η ελληνική επινοητικότητα, σε όλο της το μεγαλείο. Ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος δραστηριοποιείται ενεργότερα και εκμεταλλεύεται ορισμένες συγκυρίες. Επιδέξια και αθόρυβα αποσπά, το 1938, με νωπή ακόμη τη μελάνη της υπογραφής του Διατάγματος, που καθιέρωνε τη σκληρή φασιστική εκπαιδευτική πολιτική, τη συγκατάθεση του Τοποτηρητή του φασιστικού καθεστώτος στη Δωδεκάνησο, να διδάσκεται και στα παιδιά των χωριών το Θρησκευτικό μάθημα στις εκκλησίες κάθε Κυριακή, με τη διευρυμένη μορφή του Κατηχητικού. Ας σημειωθεί ότι τα Κατηχητικά, μέσα στις εκκλησίες, στην πόλη της Ρόδου, λειτουργούσαν από το 1934, κατά τρόπον όμως υποτυπώδη. Το 1938 επεκτάθηκαν σε όλο το γεωγραφικό χώρο της επαρχίας Ρόδου. Η παραπάνω άδεια του Ντε Βέκκι για τα Κατηχητικά, δόθηκε με τον όρο, ότι το μάθημα θα γινόταν μέσα στην εκκλησία και θα χρησιμοποιούνταν ως δάσκαλοι, κληρικοί. Είναι η εποχή, που ο κάθε ιερωμένος στην ύπαιθρο, ή την πρωτεύουσα της Ρόδου, ανεξάρτητα από το βαθμό μόρφωσής του, πρόσφερε στους συγχωριανούς του, αλλά και στη διατήρηση των ιερών και οσίων υπηρεσίες ισάξιες των ιερωμένων του Γένους. Στα σκοτεινά εκείνα χρόνια διδάσκονταν τα Ροδιτόπουλα κάθε Κυριακή, μέσα στην εκκλησία, τα ελληνικά γράμματα, κάτω από το πρόσχημα των Θρησκευτικών. Παράλληλα με το Κατηχητικό, ιδρύθηκαν και Χορωδίες Βυζαντινής Μουσικής, που αποτέλεσαν κίνητρο, όχι μόνο για την προσέλκυση μεγάλου αριθμού παιδιών στο Κατηχητικό, αλλά και άλλων ενηλίκων κατοίκων στην εκκλησία. Το Κατηχητικό λειτουργούσε κανονικά κάθε γιορτή και Κυριακή. Μια δυο φορές το χρόνο γινόταν επιθεώρηση από τη Μητρόπολη. Τηρούνταν φύλλα προόδου και μοιράζονταν Συνόψεις, Συνέκδημοι και άλλα θρησκευτικά βιβλία που χρησιμοποιούνταν σαν Αναγνωστικά. Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε, ότι τα Κατηχητικά μεταβλήθηκαν πράγματι σε “Κρυφό Σχολειό”. Έτσι με τα δεδομένα αυτά, γίνεται φανερό ότι η Εκκλησία στην επαρχία Ρόδου, υπό το πρόσχημα των Κατηχητικών Σχολείων, βρήκε τρόπον εύσχημο, ένα “μονοπάτι”, ώστε να επαναρχίσει, έστω και περιορισμένα, η λειτουργία των ελληνικών σχολείων στη Ρόδο, καθώς και σε άλλα νησιά της Δωδεκανήσου. Το Πατριαρχείο επιδοκίμασε τη λειτουργία των Κατηχητικών και με απόφαση της Ιεράς Συνόδου, εξέφρασε την ευαρέσκειά του προς τον Μητροπολίτη Τρύφωνος. Και η Πολιτεία μεταπελευθερωτικά αναγνώρισε τους τίτλους σπουδών»[4].
Αυτές οι σύγχρονες πηγές με οδήγησαν να ασχοληθώ περαιτέρω με το ζήτημα και να αναζητήσω στοιχεία για το θέμα και από την επίμαχη περίοδο. Το σύνολο των ευρημάτων λόγω του μεγέθους τους δεν μπορώ να το παρουσιάσω στη Φιλολογική, ωστόσο θα προσπαθήσω για χάρη των συναδέλφων να είμαι όσο περιεκτικότερος μπορώ.
Ο πρώτος ο οποίος αναφέρεται στην οικτρή κατάσταση που βρίσκονται τα ελληνικά γράμματα, είναι ο πρώτος πατριάρχης μετά την Άλωση, ο Γεννάδιος Σχολάριος («Πού τα παιδευτήρια της σοφίας; […] Κατεπόθησαν υπό του Μωάμεθ»[5]), για να συνεχίσει ο Ζυγομαλάς εκατό περίπου χρόνια αργότερα: «Πάντα δεδουλωμένα δουλεία Αγαρηνών [εισί], και ουκ έχοντα τας ελευθέρους επιστήμας. […] Το δ’ αίτιον, ότι αι κακώσεις και αι συζητήσεις των τυραννούντων δειναί»[6]. Τα ίδια θα πει και ο κατ’ εξοχήν φίλος των γραμμάτων, πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης: «Πως δεν έχομεν σοφίαν και μαθήματα, αλήθεια είναι. […] Αν είχε [όμως] βασιλεύσει ο Τούρκος εις την Φραγγίαν δέκα χρόνους, χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες. […] Και σεις μου λέγετε πως δεν έχομεν σοφίαν;»[7].
Εάν υπήρχαν τόσα σχολεία και τόση ελευθερία όση διατείνονται οι φίλοι του νεοθωμανισμού, τότε γιατί ο Κολοκοτρώνης επισημαίνει στα απομνημονεύματά του ότι «Εις τον καιρό της νεότητος, όπου ημπορούσα να μάθω κάτι τι, σχολεία, ακαδημίαι δεν υπήρχαν. Μόλις ήσαν μερικά σχολεία, εις τα οποία εμάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν. Οι παλαιοί κοτσαμπάσιδες, όπου ήσαν οι πρώτιστοι του τόπου, μόλις ήξευραν να γράφουν το όνομά τους. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχιερέων δεν ήξευρε παρά εκκλησιαστικά κατά πράξιν, κανένας όμως δεν είχε μάθησι. Το ψαλτήρι, το κτωήχι, ο μηναίος, άλλαι προφητείαι ήσαν τα βιβλία οπού ανέγνωσα»[8], ο δε Κανέλλος Δεληγιάννης, προεστός της εποχής, έρχεται να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα από τον Κολοκοτρώνη τονίζοντας πως ο ίδιος ήταν «άνευ παιδείας, καθότι τότε δεν υπήρχον εις την Πελοπόννησον Ελληνικά Σχολεία» [9];
Παρόμοια είναι και η άποψη του Στέφανου Κανέλλου, την οποία ο ίδιος εκφράζει στη Leucothea που εξέδωσε ο Γερμανός C. Iken το 1825 και υπογραμμίζει: «Οι Τούρκοι εμπόδιζαν τα σχολεία αυστηρότερα και από τας εκκλησίας. […] Δια τούτο… [ οι Γραικοί] επροσπαθούσαν […] να συστένουν κοινά σχολεία κρυφίως, όπου και των πτωχών τα τέκνα ανεξόδως εδιδάσκοντο»[10].
Εάν ο χώρος δεν πίεζε, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε μια πλειάδα άλλων προσώπων με κοινή θέση στο όλο ζήτημα, και μάλιστα όχι πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση (επομένως και απευθυνομένων σε ώτα ειδότων και παθόντων), όπως του Ιάκωβου Ρίζου-Νερουλού (1826), του Μισαήλ Αποστολίδη, καθηγητή της Θεολογικής σχολής (1837), του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων (1842), του Φίλιππου Ιωάννου, πρώτου καθηγητή της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1849), του Κωνσταντίνου Φρεαρίτη, καθηγητή της Νομικής (1863), του Αμερικανού προξένου στην Αθήνα Charles Tuckermann (1867), του Νικόλαου Δραγούμη (1874), του Γεωργίου Χασιώτη, ιστορικού της εκπαίδευσης (1881) και πολλών ακόμα λογίων και επιστημόνων της εποχής…
Το συμπέρασμα από την ενδελεχή μελέτη όλων αυτών των πηγών νομίζω ότι είναι πως χρειάζεται προσεκτικότερη μελέτη για ένα τέτοιο θέμα και όχι αναμάσημα των απόψεων του Άλκη Αγγέλου[11] ή των υποστηρικτών της άποψής του. Όποιος δεν ξέρει να διαβάζει ή διαβάζει ό,τι θέλει να διαβάσει χωρίς ο ίδιος να μελετά τις πηγές, καλύτερα να ασχοληθεί με τα υποκείμενα και τα αντικείμενα των απαρεμφάτων και όχι με αυτά!
Ασφαλώς βέβαια, δεν θα πρέπει να δεχθούμε και όλες τις δήθεν λαϊκές αντιλήψεις ότι σε κάθε γωνιά της πατρίδας μας υπήρχε κι από ένα κρυφό σχολειό γιατί τότε θα παραφρονήσουμε! Δεν θα ξεχάσω όταν επισκέφτηκα παλιότερα ένα χωριό της μεσσηνιακής Μάνης, στο όποιο κάποιος φίλος μου απ’ τη μια καυχιόταν πως δεν πάτησε Τούρκος στα μέρη του, κι απ’ την άλλη μου έδειχνε με περηφάνια το «κρυφό σχολειό» που λειτουργούσε σε ένα κοντινό μοναστήρι…
Εννοώ ότι θα πρέπει επιτέλους να τεθεί το ζήτημα στις σωστές του βάσεις. Και αυτές δεν είναι ούτε η πλήρης απαξίωση του ως δήθεν μύθου, ούτε και η εξύψωσή του ως του μεγίστου παράγοντα που διατήρησε την ελληνικότητα του υπόδουλου Γένους! Είναι νομίζω επιτακτική ανάγκη να αποδοθούν οι σωστές διαστάσεις ενός φαινομένου που έλαβε χώρα κατά το παρελθόν, τόσο το προεπαναστατικό, όσο και το σχετικά πρόσφατο (βλ. σχετ. μαρτυρίες από την Κύπρο, τη Β. Ήπειρο και τα Δωδεκάνησα).
Δεν είναι ντροπή να αναγνωρίσει κανείς πως ίσως, λέω ίσως, σε περιόδους δύσκολες για την επιβίωση του Ελληνισμού και σε περιοχές που η τοπική οθωμανική εξουσία αυθαιρετούσε συχνά, υπάρχουν πηγές (τις βασικότερες απ’ αυτές τις ανέφερα πριν) που τεκμηριώνουν του λόγου το αληθές. Γιατί δεν είναι δυνατόν να συγκρίνουμε την εποχή που τον οσμανικό θρόνο κατείχε ο μεταρρυθμιστής σουλτάνος Σελίμ Γ΄ (1761-1808) για παράδειγμα, με αυτήν του Μουράτ Δ΄ (1623-1640) γνωστού για τη βιαιότητα του χαρακτήρα του! Ας μην ξεχνάμε επίσης πως η πληθώρα των επαναστάσεων σε διάφορα σημεία της αυτοκρατορίας, αναλόγως σκλήραινε ή μη τη στάση των τοπικών αρχών. Τοπικών αρχών που το μόνο που τις απασχολούσε ήταν το μπαξίσι. Αυτό επισημαίνει και ο Ρίζος-Νερουλός γράφοντας πως «Ο Μαυροκορδάτος, απολαύων ευνοίας και τιμής παρά το οθωμανικώ υπουργείω, υπερησπίζετο το έθνος αυτού κατά των αρπαγών και συκοφαντιών των εν ταις επαρχίαις διοικητών, ελάμβανεν άδειαν του συνιστάν σχολεία δημόσια εν διαφόροις τουρκικαίς πόλεσι της ευρωπαϊκής και ασιατικής Τουρκίας…έκλειον δε τα στόματα των εν ταις επαρχίαις διοικητών ότε μεν δια δώρων, ότε δε δια της ισχυράς προς τους πάτρωνας αυτών μεσιτείας»[12].
Ο Κων/νος Κούμας, προσφέρει εδώ τη δική του μαρτυρία[13], ο οποίος αναφέρει πως 10ετής ων, μετά τα Ορλωφικά, δεν είχε δει μπροστά του ούτε εκκλησία, ούτε σχολείο, επειδή κρυβόταν εξαιτίας του φόβου των γενιτσάρων που βρίσκονταν στη Λάρισα. Μια πόλη λοιπόν σαν τη Λάρισα, δεν διέθετε επί 24 χρόνια ναό για να εκκλησιάζονται οι χριστιανοί, και για άλλα τόσα περίπου σχολείο για να μαθαίνουν γράμματα τα παιδιά! Θα πρέπει να είναι αφελής κανείς για να πιστέψει πως ο Κων/νος Κούμας έφτασε στην ηλικία των 10 χρόνων χωρίς να έχει διδαχθεί καθόλου γράμματα και εξαίφνης ως άλλο παιδί-θαύμα εξελίχθηκε στον λόγιο που γνωρίζουμε όλοι!
Βέβαια, όσοι επιμένουν να ζητούν μαθητολόγια και επίσημα έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι το κρυφό σχολειό υπήρξε, ας μείνουν ήσυχοι. Τέτοια στοιχεία ούτε υπάρχουν, ούτε πρόκειται να βρεθούν ποτέ!
Το κείμενο αυτό δεν είχε σκοπό του να πείσει απαραίτητα τους αρνητές του κρυφού σχολειού ότι σφάλουν. Είχε όμως την επιθυμία να προσφέρει σε όλους τους καλοπροαίρετους συναδέλφους ιστορικούς και φιλολόγους μια άλλη άποψη για το θέμα. Σωστή ή λάθος, πάλι η ιστορία θα το δείξει…

[1] Ο απελευθερωτικός μας Αγώνας ’55 – ’59. Μια πρώτη γνωριμία, εκδ. Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου, Λευκωσία 2003.
[2] ό.π. (σελ. 58).
[3] Rene Puaux, Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος, εκδ. Τροχαλία, Αθήναι χ. χ., σελ. 126.
[4] Εφημ. Καθημερινή, 16/6/1998, επιστολή Κυρ. Ι. Φίνα, τότε προέδρου της κοινότητας Λίνδου από τη Ρόδο.
[5] Κ.Β. Σκουτέρη, Κείμενα του Νέου Ελληνισμού, Εκκλησιαστικαί Εκδόσεις Εθνικής Εκατονπεντηκονταετηρίδος 3, εν Αθήναις 1971, σσ. 35-36.
[6] Μ. Crusius, Turcograecia, Basileae 1584, σσ. 93-94.
[7] Κ.Β. Σκουτέρη, ό.π. σσ. 63-64.
[8] Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης, Αθήνησιν 1846, σ. 48.
[9] Κ. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. 1, Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21 16, Αθήναι 1957, σ. 27.
[10] Άλκη Αγγέλου, ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Χρονικό ενός μύθου, εκδ. Εστία, Αθήνα 1999, σ. 19.
[11] Άλκη Αγγέλου, ό.π.
[12] Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός, Ιστορία των Γραμμάτων παρά τοις Νεωτέροις Έλλησι, Αθήνησι 1870. Πρωτότυπη έκδοση: J. Rizo-Nérοulοs, Cοurs de Littérature Grecque Mοderne, seconde édition revue et augmentée, Genève-Paris 1828 (A΄ έκδοση, Genève-Paris 1827).
[13] Κ. Μ. Κούμας, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων, τ. 10, εν Βιέννη της Αυστρίας 1831, σσ. 383-384: («Συνηθισθέντες οι γιανίτσαροι να φονεύουν χριστιανούς, ετουφέκιζαν καθ’ εκάστην 10-20 χριστιανούς. Ένα μόνον ναόν είχαν πέντε χιλιάδες κάτοικοι της πόλεως εκείνης, τιμώμενον εις όνομα του αγίου Αχιλλίου, και τούτον τον εκρήμνισαν, με όρκον να μη συγχωρήσωσι πλέον την ανάκτισίν του. Μετά παρέλευσιν εικοσιτεσσάρων ετών, κατά τα οποία οι χριστιανοί εστερούντο την ιεράν ταύτην παραμυθίαν […] ανεκτίσθη ο ναός ούτος επί Σελίμ Γ΄, δια φροντίδος του αξιεπαίνου μητροπολίτου Λαρίσσης Διονυσίου Καλλιάρχου, οπότε ο καλός ούτος ποιμήν ανήγειρε και το παλαιόν Ελληνικόν σχολείον»).

Δεν υπάρχουν σχόλια: