Την Άνοιξη του έτους 1465, ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κων/νου ΙΑ΄, κάλεσε από την Ιταλία την οικογένειά του να τον ακολουθήσει εσπευσμένα για να σωθεί από την τουρκική λαίλαπα που στο πέρασμά της παρέσυρε τα πάντα. Πράγματι, τα παιδιά και η θυγατέρα του τον ακολούθησαν φτάνοντας στην Αγκόνα λίγο καιρό αργότερα. Ωστόσο ο ίδιος δεν μπόρεσε να δει τα παιδιά του ποτέ, αφού στις 12 Μαΐου πέθανε στη Ρώμη σε ηλικία 57 περίπου ετών, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιστορικού της Αλώσεως, Γεωργίου Σφραντζή. Ενώ τα παιδιά του άτυχου Θωμά βρίσκονταν στην Αγκόνα, ο γνωστός καρδινάλιος Βησσαρίων συνέγραψε και απέστειλε μια επιστολή προς τον παιδαγωγό των ορφανών πλέον παιδιών, με οδηγίες για τη διαπαιδαγώγησή τους, ιδιαίτερα κατατοπιστική όχι μόνο όσον αφορά τα συγκεκριμένα παιδιά και τον τρόπο με τον οποίο επεδίωκαν οι Δυτικοί Χριστιανοί να προσεγγίσουν τους Ορθοδόξους Βυζαντινούς, αλλά κυρίως για το πώς πιθανότατα επιθυμούν και σήμερα τις σχέσεις με τους απογόνους τους, τους νυν καλουμένους Έλληνες.
Εδώ θα παραθέσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτή την επιστολή. Το πλήρες κείμενο θα το βρει όποιος επιθυμεί στο Χρονικό του Γ. Σφραντζή (Δ΄, 21).
Αρχικά ο Βησσαρίων εξηγεί τους λόγους της καθυστέρησης να απαντήσει στις επιστολές που είχε λάβει νωρίτερα από τον παιδαγωγό, επειδή επιθυμούσε πρώτα να ρυθμιστούν οικονομικά ζητήματα που αφορούσαν την παραμονή των παιδιών. Επισημαίνει πως «…ο αγιώτατος πάπας δια παρακλήσεως φίλων τινών και οικείας καλοθελείας…» αποφάσισε να ενισχύσει τα ορφανά παιδιά του Θωμά Παλαιολόγου με 300 δουκάτα μηνιαίως.
Η συνέχεια είναι εξόχως διδακτική, θυμίζοντας τη σημερινή οικονομική κατάσταση της χώρας μας και τις αντιδράσεις των Δυτικών Ευρωπαίων που αισθάνονται ότι οι συνεχείς χορηγίες τους γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από ορισμένους επιτήδειους: «ακούσας δε ο αγιώτατος πάπας το πόσοι είναι αυτού υπερεθαύμασε και καταγινώσκεταί μας∙ και γαρ εάν εις τον αυθέντην τον μακαρισμένον εκείνον τοιούτον άνθρωπον εθαύμαζον πώς είχεν εδώ τόσους και εκατηγόρουν τον ότι εις την ξενιτείαν να τρέφη τόσους με ξένα δουκάτα και ξένας ελπίδας, πόσω μάλλον τώρα, οπού ήλθον και άλλοι πλειότεροι παρά οπού ήσαν εδώ, καταγινώσκοντές των και κατηγορούσι των, και μάλιστα εις αυθεντόπουλα νέα και ορφανά, οπού ούτε αξίωμα ούτε όνομα ούτε φήμην έχουσι…επαναστήσωμεν τις να τα διοική, ή τις είναι αναγκαίος να κρατηθή. και μετά ταύτα θέλουσι μερισθήν μετά βουλής εδικής μας εις εκείνους οπού θέλουσιν απομένειν». Στα πρόσωπα που ο Βησσαρίων θεωρεί απαραίτητα, είναι και «…είς ή δύο παπάδες Λατίνοι…δια να ψάλλωσι λειτουργίαν Λατινικήν συνεχώς». Αυτό, εξηγεί, θα πρέπει να γίνει, επειδή «είναι γαρ χρεία να ζώσι τα παιδία Λατινικώς, ώσπερ εβούλετο και ο μακαρισμένος πατήρ των [σημ.: ο Θωμάς Παλαιολόγος είχε ασπαστεί τον Καθολικισμό με την έλευσή του στην Ιταλία]. και οι άρχοντες οπού θέλουσιν είσθαι μετ’ εκείνους, είναι χρεία να προσέχωσιν εις τούτο, να μηδέν φεύγωσιν από την εκκλησίαν δια το μνημόσυνον του πάπα, ωσάν το εποίησαν εις την στράταν οπού ήρχεσθε, διότι αν φεύγωσιν από την εκκλησίαν, είναι χρεία να φεύγωσι και από την Φραγγίαν∙ ουδέ τινας γαρ θέλει άνθρωπον οπού τον ονομάζει άπιστον και αιρετικόν, και αποστρέφεταί τον φανερά». Ο παπικός πλέον καρδινάλιος Βησσαρίων δηλαδή, απειλεί τα παιδιά που απ’ ό,τι φαίνεται διέθεταν ακραιφνές ορθόδοξο φρόνημα, πως εάν συνεχίσουν να ζουν και να πολιτεύονται με τον Ορθόδοξο τρόπο ζωής, τότε δεν έχουν καμία θέση στη Δύση και θα πρέπει να διακοπεί και η χρηματική χορηγία από τον πάπα!
Εντύπωση προκαλεί και η συνέχεια, όπου ο Βησσαρίων κάνει λόγο για κάποια συμφωνία που είχε κάνει με τον πατέρα τους Θωμά πριν τον θάνατό του, ο οποίος «εβούλετο να τα ενδύση και να ποιήση να ζουν Φράγγικα παντελώς, ήγουν να ακολουθούσι την εκκλησίαν κατά πάντα ωσάν Λατίνοι και ουχί αλλέως, να ενδύνωνται Λατινικώς, να μάθουν, να γονατίζουν τους υπερέχοντας και πάπαν και καρδιναλίους και τους άλλους αυθέντας, να αποσκεπάζωνται το κεφάλι τους, να τιμώσι τους χαιρετώντας αυτούς, όταν υπάγουν να ιδούν καρδινάλιν ή άλλον όμοιον αυθέντην, να μηδέν καθίσουν ποσώς, αμή να γονατίζουν και απέκει όταν τους είπη εκείνος να σηκωθούσιν».
Ένα σημείο στο οποίο επιμένει ο Βησσαρίων σε πολλά σημεία της επιστολής του, είναι να λησμονήσουν τη βασιλική γενιά από την οποία προέρχονται. Να ταπεινωθούν όσο περισσότερο γίνεται, ιδιαίτερα μπροστά στην παπική εξουσία («και μηδέν ενθυμούνται ότι είναι βασιλέως απόγονοι, αμή ας ενθυμούνται ότι είναι διωγμένοι από τον τόπον των, ορφανοί, ξένοι, ολόπτωχοι, ότι είναι χρεία να ζουν από ξένα χέρια...να μην ενθυμούνται ότι είναι ευγενικοί»).
Θα ολοκληρώσουμε αυτή τη μικρή αναφορά μας στην επιστολή του καρδινάλιου Βησσαρίωνα με μια ακόμα καίρια παρατήρησή του προς τους παραλήπτες αυτής της επιστολής: «ας μανθάνωσιν από τώρα να γονατίζουν επιτήδεια και εύμορφα. και να μην το έχωσιν εντροπήν ότι μεγάλοι ρηγάδες και βασιλείς το ποιούσιν. όταν σεβαίνουν εις εκκλησίαν Λατινικήν, ας γονατίζουν και ας εύχωνται ώσπερ οι Λατίνοι. υπαγένετέ τους συνεχώς εις τας εκκλησίας, εις τας λειτουργίας, και ας στέκωνται μετά ευλαβείας και προσοχής, χωρίς γέλωτος, χωρίς λαλίας. ας γονατίζουν και ας αποσκεπάζωνται ώσπερ οι Λατίνοι, και ας μιμούνται εκείνους. αν ούτως ποιώσι, θέλουσι βοηθηθείν, θέλουν έχειν τιμήν παρά πάντας, θέλω δυνηθείν και εγώ να τους συνεργώ. ει δε ταναντία ποιούσιν, εγώ δεν θέλω δυνηθείν να τους βοηθήσω ουδέ όλως, οι άνθρωποι θέλουν τους αποστραφείν, και τινάς δεν θέλει τους τιμήσειν ουδέ ποσώς».
Όσοι από τους αναγνώστες επιθυμούν, ας τοποθετήσουν στη θέση των παιδιών του Θωμά τους σύγχρονους Έλληνες και στη θέση του Βησσαρίωνα όλους εκείνους τους δήθεν αντικειμενικούς (πολιτικούς, δημοσιογράφους, μεγαλοεπιχειρηματίες κ.λπ.), οι οποίοι αποτελούσαν εκλεκτούς συνδαιτυμόνες στο μεγάλο φαγοπότι που γινόταν τόσα χρόνια με τα χρήματα της Ευρώπης και που σήμερα ζητούν μετ’ επιτάσεως από τον λαό να πάψει να υπάρχει για να ζήσει σύμφωνα με όσα του ζητούν από τας Ευρώπας…
Αλήθεια, θυμάται κανείς τι απέγιναν εκείνα τα παιδιά του Θωμά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου