Με αφορμή μια επέτειο…
Ας πάμε νοερά στα 1461· Η Πόλη, η Κων/πολη, έχει πέσει εδώ και 8 χρόνια στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων και τίποτα το ενθαρρυντικό δε διαφαίνεται στον ορίζοντα. Αντίθετα, η ηττοπάθεια έχει καταλάβει μια από τις τελευταίες νησίδες αντίστασης των Ελλήνων, την Πελοπόννησο. Εδώ, με επίκεντρο τη φημισμένη καστροπολιτεία του Μιστρά, ζει και ανθεί ένα κομμάτι του Ελληνισμού ελεύθερο και δημιουργικό. Μια επίσκεψη στην ερειπωμένη πολιτεία που δεσπόζει στους πρόποδες του λακωνικού Ταϋγέτου, αρκεί για να διαπιστώσει κανείς του λόγου το αληθές· Κτίσματα πλασμένα με μεράκι και φαντασία, τοιχογραφίες στους ναούς που συνιστούν ένα νέο καλλιτεχνικό ρεύμα για την εποχή (την ονομαζόμενη στην ιστορία της Τέχνης «Παλαιολόγεια Τέχνη»), λόγιοι όπως ο Πλήθων ο Γεμιστός που ανανεώνουν τη φιλοσοφική σκέψη κ.ο.κ.
Την ίδια ωστόσο εποχή της ακμής των γραμμάτων και των τεχνών, τα πράγματα δεν είναι το ίδιο ανθηρά και πολιτικά: Ο Μιστράς κυβερνιέται από τα αδέρφια του τελευταίου αυτοκράτορα της υπερχιλιόχρονης αυτοκρατορίας των Ρωμαίων (την οποία συμβατικά, ή μάλλον ασύμβατα αποκαλούμε σήμερα Βυζάντιο) τον Δημήτριο – που θα φύγει από τη ζωή ως μοναχός Δαυΐδ το 1470 στο Διδυμότειχο – και τον Θωμά – οι οποίοι περιμένουν όπως οι Συγκλητικοί του Καβάφη στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους» να παραδώσουν τον τόπο τους στον Τούρκο. Κατά τραγική συγκυρία, αυτό θα γίνει την ίδια ημερομηνία που έγινε και η Άλωση της Πόλης: στις 29 Μαΐου.
Από τότε αρχίζει μια μακρά περίοδος σκληρής δουλείας και δοκιμασίας όχι μόνο για τον Ελληνισμό, αλλά και για όλους τους βαλκανικούς λαούς.
Όσο σκληρή όμως κι αν είναι αυτή η περίοδος, δεν μπορεί να συγκριθεί με την κατοχή περιοχών από τους Δυτικούς «χριστιανούς»· Στα μέρη που κατακτούν οι Οθωμανοί διατηρούν εν πολλοίς τη διάρθρωση της κοινωνίας που υφίστατο ως τότε, αναθέτοντας τη διοίκηση των ραγιάδων (=re aya, δηλαδή των φόρου υποτελών) Ρωμιών στον κλήρο και την επίσημη Εκκλησία (από τότε έχουν αυτή τη «σύζευξη» Εκκλησίας και Κράτους που μας ταλανίζει ως τις μέρες μας, με τους επισκόπους να οικειοποιούνται κι αυτές τις στολές των δεσποτών – των τοπικών δηλαδή πολιτικών αρχόντων – και έκτοτε να αυτοαποκαλούνται δεσπότες). Αντίθετα όπου κυριαρχούν οι Δυτικοί (Κρήτη, Επτάνησα, Μεθώνη, Κορώνη κ.α.) η πρώτη τους κίνηση είναι να εκδιώξουν τον κλήρο (ιδίως τον ανώτερο) και να προσπαθήσουν παντί τρόπω να εκλατινίσουν τους Ρωμιούς. Σχηματικά θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη βία και την τρομοκρατία που ασκούσαν οι Τούρκοι ως σωματική, ενώ των Δυτικών ως ψυχολογική.
Οι Τούρκοι, όσο κι αν τα εθνικά μας στερεότυπα δε μας το επιτρέπουν να το παραδεχτούμε, ήταν σε γενικές γραμμές σχετικά ήπιοι· ενδιαφέρονταν μόνο για τον παρά, το χρήμα. Όταν δωροδοκούνταν, όταν έπαιρναν το «μπαξίς», τίποτα δεν τάραζε τη μακαριότητά τους. Σε αυτό συνέτεινε και το γεγονός ότι η θρησκευτική τους πίστη, το Ισλάμ, προδιέθετε τους πιστούς μουσουλμάνους να δείχνουν ανεκτικότητα προς τους λεγόμενους «λαούς της Βίβλου», τους χριστιανούς δηλαδή και τους Εβραίους. Φυσικά δεν έλειψαν και οι ακρότητες, οι οποίες τις περισσότερες όμως φορές έλαβαν χώρα στην πρώτη περίοδο της κατάκτησης, και συνήθως είχαν κάποια αφορμή (μια επαναστατική ενέργεια από πλευράς των υπόδουλων Ρωμιών για παράδειγμα).
Όσον αφορά τώρα την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων, εδώ το τοπίο είναι πραγματικά θολό· Υπάρχουν δύο πλευρές οι οποίες υποστηρίζουν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις: η μία, πιστή στον ζωγραφικό πίνακα του Λύτρα, αλλά και στις παραδόσεις κάθε τόπο που μιλούν για «κρυφά σχολειά», υπερτονίζει τον ρόλο που διαδραμάτισαν στην ανάσταση του Γένους και κατακεραυνώνει την άλλη πλευρά, η οποία αρνείται να αποδεχτεί κάτι τέτοιο, γιατί όπως υποστηρίζει δεν ήταν ανάγκη να δημιουργηθούν «κρυφά σχολειά», αφού υπήρχαν φανερά, με την έγκριση μάλιστα των οθωμανικών τοπικών αρχών. Η αλήθεια φαίνεται να βρίσκεται περίπου στη μέση· «Κρυφά σχολειά» με την έννοια που τα θέλουν οι μεν υπέρμαχοι της ύπαρξής τους, μάλλον δεν υπήρξαν, τουλάχιστον σε όλη την περίοδο της δουλείας. Οι Τούρκοι αγράμματοι και απολίτιστοι καθώς ήταν, δεν είχαν πιθανώς κανένα πρόβλημα για το εάν θα λειτουργούσε ένα σχολείο κάπου, αρκεί να είχαν πριν λάβει ένα γερό «μπαξίς» για να δώσουν την τυπική συγκατάθεσή τους. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε τις μεγάλες σχολές που λειτουργούσαν επισήμως, με άδεια των Οθωμανών κατακτητών, όπως αυτή της Δημητσάνας στην Πελοπόννησο που προσέφεραν ανώτερη μόρφωση. Το να φτάνουμε όμως στο σημείο να αρνούμαστε μαρτυρίες που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πράγματι, σε περιόδους δύσκολες για τον Ελληνισμό (όταν γίνονταν οι ουκ ολίγες επαναστάσεις των υπόδουλων Ρωμιών ή οι επιθέσεις εναντίον των Τούρκων από τη Δύση) οι Τούρκοι για λόγους αντεκδίκησης ή «φρονηματισμού» των ραγιάδων, έκλειναν τα σχολεία και έτσι αυτά λειτουργούσαν πράγματι υπό τις συνθήκες που όλοι γνωρίζουμε από το γνωστό παιδικό τραγουδάκι «Φεγγαράκι μου λαμπρό…».
Μόλις οι Τούρκοι έπαψαν να είναι οι γνωστές πολεμικές ορδές που κατατρόμαζαν ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, όταν δηλαδή υποχρεώθηκαν να σταματήσουν μπροστά από τα τείχη της Βιέννης, τότε άρχισε και η παρακμή τους. Θύμιζαν περισσότερο πρώην αθλητές, οι οποίοι μόλις αναγκάζονται να σταματήσουν για διάφορους λόγους τον αθλητισμό γίνονται τρυφηλοί, μαλθακοί και σε λίγο καιρό δε θυμίζουν σε τίποτα τον παλιό καλό τους εαυτό. Το ίδιο έπαθαν και οι Τούρκοι· Αυτοί οι άγριοι που ήρθαν από τις στέπες της Ανατολής, οι σπαχήδες (καβαλάρηδες πολεμιστές), προτίμησαν πλέον τον ναργιλέ, το κομπολόι, τον καφέ και τη ρακή από τον πόλεμο. Η παροιμιώδης μαλθακότητα της Ανατολής έκανε πάλι το θαύμα της!
Όταν άρχισαν να οργανώνουν το κράτος τους πλέον, διάλεξαν – όπως ήταν φυσικό – τα πεδινά και εύφορα εδάφη για λογαριασμό τους, αφήνοντας τα υπόλοιπα στους ραγιάδες. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος για τον οποίο τα βουνά της πατρίδας μας έσφυζαν εκείνη την περίοδο από ζωή· Ήταν φωλιές ανυπότακτων Ρωμιών, που δεν μπορούσαν να ανεχτούν άλλο την τυραννία των εχθρών. Ο Ταΰγετος, υπήρξε μια τέτοια φωλιά, από τις σημαντικότερες μάλιστα. Είτε κοιτάξει κανείς από τη νότια πλευρά του, την περιοχή της Μάνης, είτε τη βορειοδυτική του, την περιοχή της σημερινής Αλαγονίας, θα βρει ηρωικές μορφές που έλαμψαν κατά τη διάρκεια της δουλείας στον αγώνα για ελευθερία. Μάλιστα, για να θυμηθώ τα λόγια ενός μανιάτη συναδέλφου, οι Μανιάτες όταν ξεσηκώθηκαν για τελευταία φορά εναντίον της σουλτανικής τυραννίας το 1821, δεν είχαν ως σύνθημα στη σημαία τους το γνωστό «Ελευθερία ή θάνατος», αλλά το «Νίκη ή θάνατος» και το σπαρτιάτικο «ταν ή επί τας», επειδή ζούσαν ήδη ελεύθεροι. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η νίκη κατά του εχθρού!
Η δουλεία ασφαλώς δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτή από όλους. Κάποιοι, λίγοι πάντοτε, έφευγαν για το βουνό, όπου συγκροτούσαν ανταρτικά σώματα που πολεμούσαν για την ελευθερία της πατρίδας. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Κολοκοτρώνη, ο οποίος στα απομνημονεύματά του γράφει: «Εμείς…ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δυο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα…Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά»!
Η επανάσταση λοιπόν του 1821, μόνο κεραυνός εν αιθρία δεν υπήρξε. Ήταν μια άριστα οργανωμένη επιχείρηση, που πέτυχε όχι γιατί ευνοήθηκε από τις συγκυρίες της εποχής, αλλά κυρίως επειδή οι ίδιοι οι Έλληνες πήραν την κατάσταση στα χέρια τους, έκοψαν τους δεσμούς που τους συνέδεαν με τους δυνατούς εκείνης της εποχής από τους οποίους ήλπιζαν πως θα λάβουν ενίσχυση, και οργανώθηκαν μόνοι, αποφασισμένοι για όλα: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» ήταν το σύνθημά τους, μην το ξεχνάμε. Αλλά στο θέμα θα επανέλθουμε και στο επόμενο σημείωμά μας.
Υ.Γ.: Την Κυριακή που μας πέρασε, βρέθηκα στην ιστορική μονή Μαρδακίου, στην περιοχή της Αλαγονίας όπου οι ντόπιοι κάτοικοι εόρτασαν την επέτειο της συγκέντρωσης των οπλαρχηγών και των οπλισμένων Αλαγονίων που στις 23 Μαρτίου απελευθέρωσαν την πόλη της Καλαμάτας. Με λύπη αλλά και αγανάκτηση διαπίστωσα πως η κεραμοσκεπή του καθολικού μιας τόσο σπουδαίας (καλλιτεχνικά και ιστορικά) μονής ήταν κυριολεκτικά διαλυμένη, με αποτέλεσμα να έχουν νοτίσει οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό (είχαν πρασινίσει) και να κινδυνεύουν με αποκόλληση! Η παροιμιώδης αδιαφορία των αρμοδίων αρχών δυστυχώς έχει βάλει και εδώ τη σφραγίδα της. Μήπως όμως ήρθε η ώρα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας; Δηλαδή, επειδή η μόνιμη επωδός των αρμοδίων υπηρεσιών είναι η έλλειψη χρημάτων, αναρωτιέμαι εάν οι κάτοικοι όλης της Αλαγονίας έκαναν έναν έρανο για τη συγκέντρωση του απαραίτητου ποσού σχετικά με την αντικατάσταση της κεραμοσκεπής αλλά και παρεμβάσεων ήπιου χαρακτήρα στο εσωτερικό του ναού σε συνεργασία με την αρχαιολογική υπηρεσία πάντοτε (αγορά ψαλτηρίου, στασιδιών, παγκαριού κ.λπ.) η κατάσταση θα ήταν πολύ καλύτερη.
Στην ανικανότητα και την παραλυσία του κράτους, ας απαντήσουμε με τη συλλογική και ανιδιοτελή προσφορά στον τόπο μας. Ας μην τα περιμένουμε όλα από το κράτος! Οι Αλαγόνιοι έχουν τον λόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου