Οι απόκριες στη Νέδουσα Αλαγονίας
αφορμή για εθνική αυτοσυνειδησία
Ένα έθιμο που βαστά τις ρίζες του από τα πανάρχαια, προχριστιανικά χρόνια, έρχεται να μας θυμίσει μια πολυσυζητημένη θέση που είχε εκφράσει από τον 19ο αι. ο γνωστός Γερμανός συγγραφέας Φαλμεράγιερ· ο ίδιος, επισκεπτόμενος την Ελλάδα, διατύπωσε μια σειρά θέσεων που επιγραμματικά θα μπορούσε κανείς να αποδώσει σε μια φράση: οι σημερινοί νεοέλληνες, ουδεμία φυλετική συγγένεια έχουν με τους αρχαίους Έλληνες, πλην του τόπου παραμονής. Πίστευε δηλαδή πως οι Έλληνες που γνώρισε δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες, αλλά ένας συρφετός λαών που τον αποτελούσαν Σλάβοι, Αλβανοί, Τούρκοι κ.λπ. και οι οποίοι λόγω της παραμονής τους στον γεωγραφικό χώρο που παλαιότερα ονομαζόταν Ελλάδα, χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα, κάποια από τα ήθη και έθιμα των Ελλήνων, και, εν τέλει, αυτοαποκαλούνταν Έλληνες. Ιδιαίτερα κατηγορηματικός ήταν αναφερόμενος στους κατοίκους της περιοχής της σημερινής Αλαγονίας, που περιλαμβάνει μια σειρά από έξι χωριά: την Αλαγονία (παλ. Σίτσοβα), τη Νέδουσα (παλ. Μεγ. Αναστάσοβα), την Αρτεμισία (παλ. Τσερνίτσα), τις Πηγές (παλ. Μικρ. Αναστάσοβα), το Λαδά (παλ. Κουτσαβά – Λαδά) και το Καρβέλι (παλ. Κουτσαβά – Καρβέλι). Εξαιτίας των σλαβικών τοπωνυμίων που παραθέσαμε σε παρένθεση και που αποτελούσαν τις επίσημες ονομασίες των χωριών αυτών παλαιότερα (και οι οποίες είναι σε χρήση ως και σήμερα), αλλά και έχοντας υπόψη του μια σειρά από ιστορικές πηγές, δήλωνε απόλυτα βέβαιος πως σε αυτές τις περιοχές, όπως και στη Μάνη, δεν υπάρχει ίχνος ελληνικής φυλετικά παρουσίας, αλλά Σλάβοι και Αλβανοί που βρέθηκαν εκεί λίγους αιώνες πριν.
Να όμως που ένα έθιμο αρχαιότατο και κατά πάσα πιθανότητα ελληνικής προέλευσης (υπάρχουν ασφαλώς αντίστοιχα σε βορειότερες από τη δική μας χώρες, τα οποία όμως διαφέρουν ως προς κάποια μικρά, αλλά βασικά στοιχεία) θα ερχόταν να βάλει σε μπελάδες τον μακαρίτη Φαλμεράγιερ αλλά και τους οπαδούς του, που δεν είναι και λίγοι σήμερα.
Αν λοιπόν είχαμε μια μηχανή του χρόνου, και καταφέρναμε να μεταφέρουμε στο σήμερα έναν αρχαίο κάτοικο της Δενθαλιάτιδος (έτσι ονομαζόταν η περιοχή της Αλαγονίας τότε), το μόνο που ίσως να μην του προκαλούσε έκπληξη, θα ήταν τα έθιμα που επαναλαμβάνονται με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια κάθε Καθαρά Δευτέρα στη Νέδουσα! Αν προσθέσουμε μάλιστα τις μαρτυρίες που αναφέρει και ο ίδιος ο Παυσανίας όταν επισκέφτηκε την περιοχή στα αρχαία χρόνια (αναφέρει πως αυτά που είδε και άκουσε εκεί, δεν μπορεί να τα περιγράψει, γιατί είναι πράγματα που δεν κατανοεί, αφού προφανώς αντλούσαν την προέλευσή τους από πολύ αρχαιότερα χρόνια από τα αρχαία) τότε θα αντιληφθούμε το μέγεθος του προβληματισμού που θέτουν αυτά τα έθιμα.
Για όσους δε γνωρίζουν, η Νέδουσα βρίσκεται κρυμμένη πίσω από βουνά και επομένως προστατευμένη από κάθε λογής «επιδρομή» φίλων ή εχθρών. Δεν είναι εύκολο να τη βρει κανείς αν δε γνωρίζει πώς να βρεθεί εκεί, και αυτό μπορεί να εξηγήσει και τη διατήρηση μόνο σε αυτό το μέρος εθίμων όπως αυτό της αποκριάς.
Στο σημείο αυτό θα ήταν σκόπιμο να αναφέρουμε περιληπτικά της γιορτές στην αρχαιότητα που ταιριάζουν με τη σημερινή αποκριά. Στην αρχαιότητα λοιπόν οι κύριες γιορτές κατά την περίοδο που διανύουμε ήταν δύο: τα Ανθεστήρια που γιορτάζονταν τον Φεβρουάριο και τα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια που γιορτάζονταν στα τέλη Μαρτίου.
Σύμφωνα με τον Γ. Α. Μέγα («Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας») «Τα Ανθεστήρια ήταν η γιορτή των ανθέων (Άνοιξη), του οίνου και της αχαλίνωτης χαράς και αφετέρου εορτή των νεκρών και των ψυχών» (σελ. 108). Τα Μεγάλα Διονύσια αποτελούσαν την κορύφωση των εορταστικών εκδηλώσεων που ήταν αφιερωμένες στον θεό Διόνυσο.
Στις γιορτές αυτές μετείχαν μεταμφιεσμένοι σε τράγους με αλειμμένα τα πρόσωπά τους με κατακάθια από κρασί. Αυτοί, και ενώ βρίσκονταν σε κατάσταση ένθεης μανίας και μέθης, ανέβαιναν σε άμαξες που περνούσαν από τους δρόμους και από εκεί χυδαιολογούσαν εναντίον των θεατών της πομπής (εξ ου και η φράση: «του έσουρε τα εξ αμάξης»). Κύρια σύμβολα των τελετών αυτών ήταν οι φαλλοί, ομοιώματα ανδρικών γεννητικών οργάνων που προπορεύονταν της πομπής.
Οι γιορτές αυτές συνεχίστηκαν με τους τύπους που περιγράψαμε πριν, ως την εμφάνιση και την επικράτηση του Χριστιανισμού. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι οι κάτοικοι του Ταϋγέτου (Μανιάτες και Αλαγόνιοι) ήταν οι τελευταίοι ίσως εθνικοί (ειδωλολάτρες) που υπήρχαν ως και τις μέρες του Βυζαντίου. Αυτός ήταν και ο λόγος που βρέθηκε και δίδαξε στην περιοχή ο Νίκων ο Μετανοείτε εκχριστιανίζοντας και ξεριζώνοντας κάθε εστία εθνικών στην περιοχή. Τότε λοιπόν παρουσιάστηκε δυσαρμονία μεταξύ της νέας θρησκείας και των εθίμων με ειδωλολατρικές καταβολές.
Είναι γεγονός πως η Εκκλησία σοφά πράττοντας, με τη μέθοδο του προσεταιρισμού, κατάφερε σε πολλές περιπτώσεις να αποκόψει παρόμοια έθιμα και τελετές ή στη χειρότερη περίπτωση επειδή είχαν βαθιές ρίζες, να τα μετασχηματίσει σε χριστιανικά (για παράδειγμα τοποθέτησε την εορτή της γεννήσεως του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα εορτής του Ηλίου ως θεότητας, ενώ γνωρίζουμε πως ο Χριστός στην πραγματικότητα γεννήθηκε τη Άνοιξη. Έτσι ο Σωτήρας Χριστός στη συνείδηση του λαού του συνηθισμένου στην ειδωλολατρία, ταυτίστηκε με τον Ήλιο – αυτό μαρτυρά και το απολυτίκιο της Υπαπαντής, το οποίο μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: «…εκ σου γαρ ανέτειλλεν η ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός ο Θεός ημών, φωτίζων τους εν σκότει»). Κατά τον ίδιο τρόπο έγινε απόπειρα αντί των Ανθεστηρίων ή των Μ. Διονυσίων, να καθιερωθεί ένα εντελώς αντίθετο ως προς το περιεχόμενο έθιμο, αυτό του Τριωδίου, που ήταν σοβαρό και προπαρασκευαστικό για τον ερχομό της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Ωστόσο ο λαός, παρότι υιοθέτησε το μοντέλο αυτό του Τριωδίου, το ενέταξε εν τέλει μέσα στα προηγούμενα έθιμα που ακολουθούσε. Έτσι τον Β΄ αι. μ.Χ. ο Κλίμης ο Αλεξανδρεύς ομιλεί περί του «γελοίως κατά τας πομπάς σχηματιζομένων» υπονοώντας τους μεταμφιεσμένους. Αργότερα, τον Δ΄ αι. ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιτίθεται κατά των Χριστιανών για «την καταγέλαστον κωμωδίαν» καθ’ ην, εθνικά ακολουθούντες έθιμα, αφανίζουσι τα πρόσωπά των, ενδύοντες γυναίκας με ανδρικά φορέματα.
Όλα αυτά οδήγησαν τον Ζ΄ αι. την εν Τρούλλω σύνοδο να προσθέσει τον 62ο κανόνα, ο οποίος επί ποινή αφορισμού για τους λαϊκούς και καθαίρεσης των κληρικών, διέτασσε: «μηδένα άνδρα γυναικεία στολήν ενδιδύσκεσθαι ή γυναίκα την ανδράσιν αρμόδιον, αλλά μήτε προσωπεία κωμικά ή σατυρικά υποδύεσθαι».
Παρά τις αυστηρές διατάξεις και απαγορεύσεις της Εκκλησίας όμως, έχουμε πολλές μαρτυρίες για το αντίθετο: Κατά τον ΙΒ΄ αι. μάλιστα, μαρτυρούνται κληρικοί που μεταμφιέζονταν με στρατιωτικές στολές ή φορούσαν προσωπεία ή που μεταμφιέζονταν ακόμη και σε ζώα (!) μέσα στους ναούς (ακόμα και στον ναό της Αγίας Σοφίας στην Κων/πολη) κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και των Φώτων (μιμούμενοι προφανώς τα γεγονότα που περιγράφονταν στα ευαγγέλια). Το έθιμο αυτό κατάργησε την ίδια εποχή ο Οικουμενικός Πατριάρχης Λουκάς ο Χρυσοβέργης.
Έτσι λοιπόν φτάσαμε με το πέρασμα των αιώνων στη σημερινή εποχή όπου κάθε χρόνο στον ίδιο χώρο λαμβάνουν χώρα αυτές οι εκδηλώσεις. Δεν αποτελούν αναβίωση ενός αρχαίου εθίμου, αφού απλώς δεν έπαψαν ποτέ να πραγματοποιούνται ακόμα και σε εποχές ιδιαίτερα δύσκολες για τον τόπο. Όποιος δεν επισκέφτηκε χτες τη Νέδουσα, αξίζει να βάλει στο πρόγραμμά του μια επίσκεψη για την προσεχή χρονιά. Θα δει πράγματα που μπορεί στη σημερινή εποχή της νεωτερικότητας να φαντάζουν φολκλορικά, ωστόσο για τους ανθρώπους που τα βιώνουν αποτελούν μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη που εκφράζεται κάθε τέτοια εποχή που η γη ανθίζει και ζωντανεύει. Είναι η προσπάθεια και του ανθρώπου να συνεισφέρει κι αυτός ό,τι μπορεί για αυτό το γεγονός που επηρεάζει άμεσα τη ζωή και την επιβίωσή του.
Αποκριές στη Νέδουσα λοιπόν. Ένα έθιμο ευετηρίας που μας γυρίζει πολλούς αιώνες πίσω, ένα έθιμο που μας ενώνει με το απώτερο παρελθόν μας. Κι αν αποτελεί ανέκδοτο το να διεκδικήσει κανείς φυλετική καθαρότητα ή συγγένεια αίματος με τους αρχαίους Έλληνες, εντούτοις είναι μια ευκαιρία για εθνική αυτοσυνειδησία. Για να αντιληφθούμε το πέρασμα του Ελληνισμού από τον αρχαίο κόσμο στον Βυζαντινό, τη συνέχειά του στην Τουρκοκρατία και την παράδοσή του στο σήμερα. Και το συγκεκριμένο έθιμο, είναι ένας από τους πολλούς κρίκους αυτής της συνέχειας.
αφορμή για εθνική αυτοσυνειδησία
Ένα έθιμο που βαστά τις ρίζες του από τα πανάρχαια, προχριστιανικά χρόνια, έρχεται να μας θυμίσει μια πολυσυζητημένη θέση που είχε εκφράσει από τον 19ο αι. ο γνωστός Γερμανός συγγραφέας Φαλμεράγιερ· ο ίδιος, επισκεπτόμενος την Ελλάδα, διατύπωσε μια σειρά θέσεων που επιγραμματικά θα μπορούσε κανείς να αποδώσει σε μια φράση: οι σημερινοί νεοέλληνες, ουδεμία φυλετική συγγένεια έχουν με τους αρχαίους Έλληνες, πλην του τόπου παραμονής. Πίστευε δηλαδή πως οι Έλληνες που γνώρισε δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες, αλλά ένας συρφετός λαών που τον αποτελούσαν Σλάβοι, Αλβανοί, Τούρκοι κ.λπ. και οι οποίοι λόγω της παραμονής τους στον γεωγραφικό χώρο που παλαιότερα ονομαζόταν Ελλάδα, χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα, κάποια από τα ήθη και έθιμα των Ελλήνων, και, εν τέλει, αυτοαποκαλούνταν Έλληνες. Ιδιαίτερα κατηγορηματικός ήταν αναφερόμενος στους κατοίκους της περιοχής της σημερινής Αλαγονίας, που περιλαμβάνει μια σειρά από έξι χωριά: την Αλαγονία (παλ. Σίτσοβα), τη Νέδουσα (παλ. Μεγ. Αναστάσοβα), την Αρτεμισία (παλ. Τσερνίτσα), τις Πηγές (παλ. Μικρ. Αναστάσοβα), το Λαδά (παλ. Κουτσαβά – Λαδά) και το Καρβέλι (παλ. Κουτσαβά – Καρβέλι). Εξαιτίας των σλαβικών τοπωνυμίων που παραθέσαμε σε παρένθεση και που αποτελούσαν τις επίσημες ονομασίες των χωριών αυτών παλαιότερα (και οι οποίες είναι σε χρήση ως και σήμερα), αλλά και έχοντας υπόψη του μια σειρά από ιστορικές πηγές, δήλωνε απόλυτα βέβαιος πως σε αυτές τις περιοχές, όπως και στη Μάνη, δεν υπάρχει ίχνος ελληνικής φυλετικά παρουσίας, αλλά Σλάβοι και Αλβανοί που βρέθηκαν εκεί λίγους αιώνες πριν.
Να όμως που ένα έθιμο αρχαιότατο και κατά πάσα πιθανότητα ελληνικής προέλευσης (υπάρχουν ασφαλώς αντίστοιχα σε βορειότερες από τη δική μας χώρες, τα οποία όμως διαφέρουν ως προς κάποια μικρά, αλλά βασικά στοιχεία) θα ερχόταν να βάλει σε μπελάδες τον μακαρίτη Φαλμεράγιερ αλλά και τους οπαδούς του, που δεν είναι και λίγοι σήμερα.
Αν λοιπόν είχαμε μια μηχανή του χρόνου, και καταφέρναμε να μεταφέρουμε στο σήμερα έναν αρχαίο κάτοικο της Δενθαλιάτιδος (έτσι ονομαζόταν η περιοχή της Αλαγονίας τότε), το μόνο που ίσως να μην του προκαλούσε έκπληξη, θα ήταν τα έθιμα που επαναλαμβάνονται με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια κάθε Καθαρά Δευτέρα στη Νέδουσα! Αν προσθέσουμε μάλιστα τις μαρτυρίες που αναφέρει και ο ίδιος ο Παυσανίας όταν επισκέφτηκε την περιοχή στα αρχαία χρόνια (αναφέρει πως αυτά που είδε και άκουσε εκεί, δεν μπορεί να τα περιγράψει, γιατί είναι πράγματα που δεν κατανοεί, αφού προφανώς αντλούσαν την προέλευσή τους από πολύ αρχαιότερα χρόνια από τα αρχαία) τότε θα αντιληφθούμε το μέγεθος του προβληματισμού που θέτουν αυτά τα έθιμα.
Για όσους δε γνωρίζουν, η Νέδουσα βρίσκεται κρυμμένη πίσω από βουνά και επομένως προστατευμένη από κάθε λογής «επιδρομή» φίλων ή εχθρών. Δεν είναι εύκολο να τη βρει κανείς αν δε γνωρίζει πώς να βρεθεί εκεί, και αυτό μπορεί να εξηγήσει και τη διατήρηση μόνο σε αυτό το μέρος εθίμων όπως αυτό της αποκριάς.
Στο σημείο αυτό θα ήταν σκόπιμο να αναφέρουμε περιληπτικά της γιορτές στην αρχαιότητα που ταιριάζουν με τη σημερινή αποκριά. Στην αρχαιότητα λοιπόν οι κύριες γιορτές κατά την περίοδο που διανύουμε ήταν δύο: τα Ανθεστήρια που γιορτάζονταν τον Φεβρουάριο και τα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια που γιορτάζονταν στα τέλη Μαρτίου.
Σύμφωνα με τον Γ. Α. Μέγα («Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας») «Τα Ανθεστήρια ήταν η γιορτή των ανθέων (Άνοιξη), του οίνου και της αχαλίνωτης χαράς και αφετέρου εορτή των νεκρών και των ψυχών» (σελ. 108). Τα Μεγάλα Διονύσια αποτελούσαν την κορύφωση των εορταστικών εκδηλώσεων που ήταν αφιερωμένες στον θεό Διόνυσο.
Στις γιορτές αυτές μετείχαν μεταμφιεσμένοι σε τράγους με αλειμμένα τα πρόσωπά τους με κατακάθια από κρασί. Αυτοί, και ενώ βρίσκονταν σε κατάσταση ένθεης μανίας και μέθης, ανέβαιναν σε άμαξες που περνούσαν από τους δρόμους και από εκεί χυδαιολογούσαν εναντίον των θεατών της πομπής (εξ ου και η φράση: «του έσουρε τα εξ αμάξης»). Κύρια σύμβολα των τελετών αυτών ήταν οι φαλλοί, ομοιώματα ανδρικών γεννητικών οργάνων που προπορεύονταν της πομπής.
Οι γιορτές αυτές συνεχίστηκαν με τους τύπους που περιγράψαμε πριν, ως την εμφάνιση και την επικράτηση του Χριστιανισμού. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι οι κάτοικοι του Ταϋγέτου (Μανιάτες και Αλαγόνιοι) ήταν οι τελευταίοι ίσως εθνικοί (ειδωλολάτρες) που υπήρχαν ως και τις μέρες του Βυζαντίου. Αυτός ήταν και ο λόγος που βρέθηκε και δίδαξε στην περιοχή ο Νίκων ο Μετανοείτε εκχριστιανίζοντας και ξεριζώνοντας κάθε εστία εθνικών στην περιοχή. Τότε λοιπόν παρουσιάστηκε δυσαρμονία μεταξύ της νέας θρησκείας και των εθίμων με ειδωλολατρικές καταβολές.
Είναι γεγονός πως η Εκκλησία σοφά πράττοντας, με τη μέθοδο του προσεταιρισμού, κατάφερε σε πολλές περιπτώσεις να αποκόψει παρόμοια έθιμα και τελετές ή στη χειρότερη περίπτωση επειδή είχαν βαθιές ρίζες, να τα μετασχηματίσει σε χριστιανικά (για παράδειγμα τοποθέτησε την εορτή της γεννήσεως του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα εορτής του Ηλίου ως θεότητας, ενώ γνωρίζουμε πως ο Χριστός στην πραγματικότητα γεννήθηκε τη Άνοιξη. Έτσι ο Σωτήρας Χριστός στη συνείδηση του λαού του συνηθισμένου στην ειδωλολατρία, ταυτίστηκε με τον Ήλιο – αυτό μαρτυρά και το απολυτίκιο της Υπαπαντής, το οποίο μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: «…εκ σου γαρ ανέτειλλεν η ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός ο Θεός ημών, φωτίζων τους εν σκότει»). Κατά τον ίδιο τρόπο έγινε απόπειρα αντί των Ανθεστηρίων ή των Μ. Διονυσίων, να καθιερωθεί ένα εντελώς αντίθετο ως προς το περιεχόμενο έθιμο, αυτό του Τριωδίου, που ήταν σοβαρό και προπαρασκευαστικό για τον ερχομό της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Ωστόσο ο λαός, παρότι υιοθέτησε το μοντέλο αυτό του Τριωδίου, το ενέταξε εν τέλει μέσα στα προηγούμενα έθιμα που ακολουθούσε. Έτσι τον Β΄ αι. μ.Χ. ο Κλίμης ο Αλεξανδρεύς ομιλεί περί του «γελοίως κατά τας πομπάς σχηματιζομένων» υπονοώντας τους μεταμφιεσμένους. Αργότερα, τον Δ΄ αι. ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιτίθεται κατά των Χριστιανών για «την καταγέλαστον κωμωδίαν» καθ’ ην, εθνικά ακολουθούντες έθιμα, αφανίζουσι τα πρόσωπά των, ενδύοντες γυναίκας με ανδρικά φορέματα.
Όλα αυτά οδήγησαν τον Ζ΄ αι. την εν Τρούλλω σύνοδο να προσθέσει τον 62ο κανόνα, ο οποίος επί ποινή αφορισμού για τους λαϊκούς και καθαίρεσης των κληρικών, διέτασσε: «μηδένα άνδρα γυναικεία στολήν ενδιδύσκεσθαι ή γυναίκα την ανδράσιν αρμόδιον, αλλά μήτε προσωπεία κωμικά ή σατυρικά υποδύεσθαι».
Παρά τις αυστηρές διατάξεις και απαγορεύσεις της Εκκλησίας όμως, έχουμε πολλές μαρτυρίες για το αντίθετο: Κατά τον ΙΒ΄ αι. μάλιστα, μαρτυρούνται κληρικοί που μεταμφιέζονταν με στρατιωτικές στολές ή φορούσαν προσωπεία ή που μεταμφιέζονταν ακόμη και σε ζώα (!) μέσα στους ναούς (ακόμα και στον ναό της Αγίας Σοφίας στην Κων/πολη) κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και των Φώτων (μιμούμενοι προφανώς τα γεγονότα που περιγράφονταν στα ευαγγέλια). Το έθιμο αυτό κατάργησε την ίδια εποχή ο Οικουμενικός Πατριάρχης Λουκάς ο Χρυσοβέργης.
Έτσι λοιπόν φτάσαμε με το πέρασμα των αιώνων στη σημερινή εποχή όπου κάθε χρόνο στον ίδιο χώρο λαμβάνουν χώρα αυτές οι εκδηλώσεις. Δεν αποτελούν αναβίωση ενός αρχαίου εθίμου, αφού απλώς δεν έπαψαν ποτέ να πραγματοποιούνται ακόμα και σε εποχές ιδιαίτερα δύσκολες για τον τόπο. Όποιος δεν επισκέφτηκε χτες τη Νέδουσα, αξίζει να βάλει στο πρόγραμμά του μια επίσκεψη για την προσεχή χρονιά. Θα δει πράγματα που μπορεί στη σημερινή εποχή της νεωτερικότητας να φαντάζουν φολκλορικά, ωστόσο για τους ανθρώπους που τα βιώνουν αποτελούν μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη που εκφράζεται κάθε τέτοια εποχή που η γη ανθίζει και ζωντανεύει. Είναι η προσπάθεια και του ανθρώπου να συνεισφέρει κι αυτός ό,τι μπορεί για αυτό το γεγονός που επηρεάζει άμεσα τη ζωή και την επιβίωσή του.
Αποκριές στη Νέδουσα λοιπόν. Ένα έθιμο ευετηρίας που μας γυρίζει πολλούς αιώνες πίσω, ένα έθιμο που μας ενώνει με το απώτερο παρελθόν μας. Κι αν αποτελεί ανέκδοτο το να διεκδικήσει κανείς φυλετική καθαρότητα ή συγγένεια αίματος με τους αρχαίους Έλληνες, εντούτοις είναι μια ευκαιρία για εθνική αυτοσυνειδησία. Για να αντιληφθούμε το πέρασμα του Ελληνισμού από τον αρχαίο κόσμο στον Βυζαντινό, τη συνέχειά του στην Τουρκοκρατία και την παράδοσή του στο σήμερα. Και το συγκεκριμένο έθιμο, είναι ένας από τους πολλούς κρίκους αυτής της συνέχειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου