“Ράβε ξήλωνε…” ή Περί Παιδείας (μέρος 2ον)
Στο προηγούμενο σημείωμά μας είχαμε αναφερθεί στο χάλι κυριολεκτικά που κυριαρχεί στην εκπαίδευση σήμερα. Βέβαια είχαμε ασχοληθεί μόνο με την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια. Με την τριτοβάθμια (πανεπιστήμια) δεν είχαμε τον χώρο για να δώσουμε στους αναγνώστες την απόλαυση να πληροφορηθούν τι γίνεται εκεί μέσα.
Όσοι λοιπόν έχουν φοιτήσει σε ένα πανεπιστήμιο ή Τ.Ε.Ι., θα γνωρίζουν ότι η σύγκρισή τους με οίκους ανοχής θα ήταν επιτυχημένη, εάν δεν αδικούσε τους δεύτερους! Εκεί κανείς δεν ενδιαφέρεται για κανέναν και τα πάντα είναι υπό τον ασφυκτικό έλεγχο μιας μειοψηφίας αιώνιων φοιτητοπατέρων, οι οποίοι λυμαίνονται κυριολεκτικά τον χώρο. Συνήθως ανήκουν στον χώρο της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, διαθέτουν απαραιτήτως γένι και μαλλί απεριποίητο για μήνες και ανάλογο ρουχισμό. Αυτοί οι άνθρωποι, αξιοσέβαστοι από τους υπόλοιπους συμφοιτητές τους λόγω της ηλικίας τους (κάποιοι απ’ αυτούς θα μπορούσαν να έχουν πολλούς από τους συμφοιτητές τους ακόμα και παιδιά τους) κλείνουν όποτε θέλουν τις σχολές («Έτσι γουστάρουμε και το κλείνουμε το μαγαζί») και βέβαια εξωπετάνε όσους από τους φοιτητές επιθυμούν να κάνουν μάθημα (τα «φυτά») καθώς και όσους καθηγητές ζητούν να εργαστούν στα γραφεία τους. Τον καιρό που η κάθε σχολή τελεί υπό κατάληψη, διοργανώνονται σειρά «πολιτιστικών» εκδηλώσεων (ρέιβ πάρτι, χέβι μέταλ συναυλίες, ναρκωποσίες και οινοποσίες, ομαδικές σπονδές στη θεά Αφροδίτη, κ.λπ.). Φυσικά «απαλλοτριώνονται» και κάθε λογής τιμαλφή (από υπολογιστές μέχρι μηχανήματα προβολών, κ.ά.).
Κι όλ’ αυτά υπό τα αδιάφορα βλέμματα της αστυνομίας, η οποία ασφαλώς αποφεύγει να αναμειχθεί, αφού το περιβόητο άσυλο των πανεπιστημίων δεν έχει αρθεί ποτέ και για κανέναν λόγο όταν διαπράττεται μια παρανομία (μόνο κατόπιν εορτής, για να έχουν προλάβει εν τω μεταξύ να ξεφύγουν οι δράστες). Έτσι το άσυλο που ισχύει στα πανεπιστήμια δήθεν για την προάσπιση της ελευθερίας διακίνησης των ιδεών, έχει καταντήσει άσυλο ανιάτων περιπτώσεων.
Εκτός βέβαια από τις μικρές ομάδες που προαναφέραμε, υπάρχει και η μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών που υποστηρίζει τις δύο μεγάλες παρατάξεις, τη ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ, οι οποίες είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση των μητρικών τους παρατάξεων: Ασχολούνται με εκδρομές στη Μύκονο και τη Σαντορίνη, κάνουν κάθε βδομάδα πάρτι σε γνωστά κλαμπ, ενώ οι αρχηγοί τους ανταμείβονται με υψηλούς βαθμούς από «τους δικούς μας» καθηγητές.
Στις φοιτητικές εκλογές αφισσορυπαίνουν κάθε γωνίτσα της σχολής τους με συνήθως ακαλαίσθητες εικόνες που μόνο ελληνικά πανεπιστήμια δε δείχνουν. Κι όταν με το καλό έρθουν οι πρυτανικές εκλογές, τότε βλέπουν να σέρνονται κυριολεκτικά στα πόδια τους οι ψοφοδεείς υποψήφιοι πρυτάνεις για να ικετέψουν για μια ψήφο έστω (ναι, οι εκπρόσωποι των φοιτητικών παρατάξεων ψηφίζουν και αυτοί ισότιμα με τους υπόλοιπους καθηγητές τους. Άλλη μια παγκόσμια πρωτοτυπία!).
Οι καθηγητές των πανεπιστημίων θα περίμενε κανείς λόγω της υψηλής αποστολής τους αλλά και της ανυπέρβλητης μόρφωσής τους, να είναι βράχοι ηθικής και φρουροί της νομιμότητας και της διαφάνειας. Αμ δε! Αποτελούν οι πιο πολλοί απ’ αυτούς μια κλειστή ομάδα αλληλοσυγκρουόμενων και ταυτόχρονα αλληλοϋποστηριζόμενων συμφερόντων που αποκλείουν τη συμμετοχή οποιουδήποτε άλλου. Έτσι προκηρύσσουν θέσεις φωτογραφικές για το βόλεμα των ημετέρων (μερικοί κρατούν και θεσούλες για τα παιδάκια τους), προάγουν ο ένας τον άλλον χωρίς πάντοτε διαφάνεια και αντικειμενικά κριτήρια, μοιράζουν αφειδώς πανεπιστημιακά συγγράμματα με υπερκέρδη εκατομμυρίων, ενώ σε πανεπιστήμια που οι καθηγητές ασχολούνται με εξωδιδακτικές δραστηριότητες εκεί πια συμβαίνουν κυριολεκτικά όργια.
Επειδή όμως είχαμε πει από την προηγούμενη εβδομάδα ότι θα ασχοληθούμε και με τις ευθύνες των εκπαιδευτικών στα σχολεία, θα σταματήσουμε εδώ την αναφορά μας στα πανεπιστήμια και θα επανέλθουμε στους περισσότερο γνωστούς για μας χώρους.
Μετά τη δικτατορία και κυρίως μετά την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία, έπνευσε «άνεμος» περισσού εκδημοκρατισμού και στον χώρο των εκπαιδευτικών: ο «αναχρονιστικός» θεσμός του «Επιθεωρητή» αντικαταστάθηκε από αυτόν των «Σχολικών Συμβούλων» των οποίων τη βοήθεια στο σχολικό έργο μόνο προαιρετικά ζητούν οι εκπαιδευτικοί. Δάσκαλοι και καθηγητές απαλλάχτηκαν από τον βραχνά να κρίνονται και να αξιολογούνται με βάση την απόδοση και την προσφορά τους. Με αυτόν τον τρόπο απαλείφθηκε και κάθε ιεραρχική διαβάθμιση των εκπαιδευτικών: ο διευθυντής του σχολείου, ο γυμνασιάρχης, ο λυκειάρχης, μετατράπηκαν σε τίτλους προσωρινής διοικητικής ευθύνης που την αναλαμβάνουν συνήθως οι εκλεκτοί της εκάστοτε εξουσίας αφού υποβάλουν τα σεβάσματά τους στην τοπική οργάνωση του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος.
Εκτός αυτών, πολλοί από τους διδάσκοντες, αφού έχει εκλείψει πλέον κάθε έλεγχος, αποφεύγουν να κουράζονται και προτιμούν να κάνουν το μάθημά τους πιο «ελαφρύ», διηγούμενοι στους μαθητές τους ανέκδοτα, ιστορίες από τη ζωή τους, το πώς πέρασαν την προηγούμενη μέρα, αλλά και πολιτικολογώντας, κακολογώντας άλλους συναδέλφους τους ή τον διευθυντή του σχολείου, κάνοντας δηλαδή οτιδήποτε άλλο εκτός από μάθημα.
Σε πολλές περιπτώσεις η αδιαφορία αυτή των διδασκόντων, δεν έχει μόνο ως κριτήριο τη δική τους έλλειψη ενδιαφέροντος, αλλά καθαρά υπολογισμό του συμφέροντος: εάν η παρεχόμενη μάθηση στα σχολεία είναι χαμηλή, τότε οι μαθητές θα καταφύγουν στα ιδιαίτερα μαθήματα, επομένως θα έχουμε κι από ’κει ένα εισόδημα διόλου ευκαταφρόνητο και φυσικά αφορολόγητο.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αλλαγές που συμβαίνουν τακτικά στα σχολικά βιβλία, τις μεθόδους διδασκαλίας, τα προγράμματα σπουδών κ.λπ. Οι πρώτοι που ενημερώνονται και κατέχουν καλά τα θέματα αυτά είναι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί και όχι οι δημόσιοι, ακριβώς επειδή οι δεύτεροι δεν έχουν κανένα κίνητρο για να ενημερωθούν ή όχι.
Δεν είναι βέβαια και λίγοι οι εκπαιδευτικοί που εν τέλει δεν αντέχουν στην καθημερινή πίεση των μαθημάτων και των μαθητών, με αποτέλεσμα να ασθενούν από διάφορα ψυχικά νοσήματα ελαφράς ή και βαριάς μορφής, εξακολουθώντας όμως να διδάσκουν τα παιδιά σα να μη συμβαίνει τίποτα!
Η δικαιολογία ότι οι εκπαιδευτικοί εργάζονται τόσο όσο αμείβονται, είναι αποκρουστική και μόνο στο άκουσμά της. Κανείς δε διατύπωσε την άποψη ότι οι μισθοί αυτής της κοινωνικής τάξης επαρκούν. Τουναντίον μάλιστα. Ωστόσο θα πρέπει να παραδεχτούμε πως όταν μερικά επαγγέλματα αποκτήσουν καθαρά χαρακτήρα δούναι και λαβείν, τότε ο κίνδυνος ελλοχεύει για την κοινωνία μας. Και το συγκεκριμένο επάγγελμα είναι ένα απ’ αυτά. Ας ζητούν λοιπόν οι εκπαιδευτικοί περισσότερα χρήματα στις απεργίες τους, αλλά η κοινωνία θα ήθελε απ’ αυτούς στην ιεράρχηση των αιτημάτων τους να τοποθετούνται αυτού του είδους τα αιτήματα χαμηλότερα και να αναδεικνύονται άλλα, πολύ σημαντικότερα για τον χώρο της εκπαίδευσης. Ο κόσμος θεωρεί ή μάλλον θεωρούσε τους εκπαιδευτικούς κάποτε ως κάτι το ξεχωριστό, το σημαντικό για τη συνοχή της κοινωνίας μας. Σήμερα υπάρχει η ίδια άποψη; Ποιος φταίει γι’ αυτό;
Χρειάζεται επομένως αυτοκριτική τόσο από τους εκπαιδευτικούς, όσο και από την πολιτεία αλλά και τους ίδιους τους γονείς και τους μαθητές για το ποια παιδεία θέλουμε τέλος πάντων· Παιδεία διαλυμένη που θα ευνοεί τους λίγους που θα έχουν την ευχέρεια να καλοπληρώνουν τον ιδιώτη και να απολαμβάνουν σωστής εκπαίδευσης ή παιδεία δημόσια που να ανταποκρίνεται στον υψηλό της ρόλο και στις απαιτήσεις της εποχής;
Οι υπεύθυνοι έχουν τον λόγο. Από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, μέχρι τον νεότερο μαθητή. Αν και επιτυχημένοι στον χώρο της παιδείας υπουργοί φαντάζουν όσοι δεν άγγιξαν τίποτα και την άφησαν να διαλυθεί περισσότερο. Όσοι έχετε αντίρρηση, ρωτήστε αν θέλετε τον Κοντογιαννόπουλο και τον Αρσένη.
Στο προηγούμενο σημείωμά μας είχαμε αναφερθεί στο χάλι κυριολεκτικά που κυριαρχεί στην εκπαίδευση σήμερα. Βέβαια είχαμε ασχοληθεί μόνο με την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια. Με την τριτοβάθμια (πανεπιστήμια) δεν είχαμε τον χώρο για να δώσουμε στους αναγνώστες την απόλαυση να πληροφορηθούν τι γίνεται εκεί μέσα.
Όσοι λοιπόν έχουν φοιτήσει σε ένα πανεπιστήμιο ή Τ.Ε.Ι., θα γνωρίζουν ότι η σύγκρισή τους με οίκους ανοχής θα ήταν επιτυχημένη, εάν δεν αδικούσε τους δεύτερους! Εκεί κανείς δεν ενδιαφέρεται για κανέναν και τα πάντα είναι υπό τον ασφυκτικό έλεγχο μιας μειοψηφίας αιώνιων φοιτητοπατέρων, οι οποίοι λυμαίνονται κυριολεκτικά τον χώρο. Συνήθως ανήκουν στον χώρο της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, διαθέτουν απαραιτήτως γένι και μαλλί απεριποίητο για μήνες και ανάλογο ρουχισμό. Αυτοί οι άνθρωποι, αξιοσέβαστοι από τους υπόλοιπους συμφοιτητές τους λόγω της ηλικίας τους (κάποιοι απ’ αυτούς θα μπορούσαν να έχουν πολλούς από τους συμφοιτητές τους ακόμα και παιδιά τους) κλείνουν όποτε θέλουν τις σχολές («Έτσι γουστάρουμε και το κλείνουμε το μαγαζί») και βέβαια εξωπετάνε όσους από τους φοιτητές επιθυμούν να κάνουν μάθημα (τα «φυτά») καθώς και όσους καθηγητές ζητούν να εργαστούν στα γραφεία τους. Τον καιρό που η κάθε σχολή τελεί υπό κατάληψη, διοργανώνονται σειρά «πολιτιστικών» εκδηλώσεων (ρέιβ πάρτι, χέβι μέταλ συναυλίες, ναρκωποσίες και οινοποσίες, ομαδικές σπονδές στη θεά Αφροδίτη, κ.λπ.). Φυσικά «απαλλοτριώνονται» και κάθε λογής τιμαλφή (από υπολογιστές μέχρι μηχανήματα προβολών, κ.ά.).
Κι όλ’ αυτά υπό τα αδιάφορα βλέμματα της αστυνομίας, η οποία ασφαλώς αποφεύγει να αναμειχθεί, αφού το περιβόητο άσυλο των πανεπιστημίων δεν έχει αρθεί ποτέ και για κανέναν λόγο όταν διαπράττεται μια παρανομία (μόνο κατόπιν εορτής, για να έχουν προλάβει εν τω μεταξύ να ξεφύγουν οι δράστες). Έτσι το άσυλο που ισχύει στα πανεπιστήμια δήθεν για την προάσπιση της ελευθερίας διακίνησης των ιδεών, έχει καταντήσει άσυλο ανιάτων περιπτώσεων.
Εκτός βέβαια από τις μικρές ομάδες που προαναφέραμε, υπάρχει και η μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών που υποστηρίζει τις δύο μεγάλες παρατάξεις, τη ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ, οι οποίες είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση των μητρικών τους παρατάξεων: Ασχολούνται με εκδρομές στη Μύκονο και τη Σαντορίνη, κάνουν κάθε βδομάδα πάρτι σε γνωστά κλαμπ, ενώ οι αρχηγοί τους ανταμείβονται με υψηλούς βαθμούς από «τους δικούς μας» καθηγητές.
Στις φοιτητικές εκλογές αφισσορυπαίνουν κάθε γωνίτσα της σχολής τους με συνήθως ακαλαίσθητες εικόνες που μόνο ελληνικά πανεπιστήμια δε δείχνουν. Κι όταν με το καλό έρθουν οι πρυτανικές εκλογές, τότε βλέπουν να σέρνονται κυριολεκτικά στα πόδια τους οι ψοφοδεείς υποψήφιοι πρυτάνεις για να ικετέψουν για μια ψήφο έστω (ναι, οι εκπρόσωποι των φοιτητικών παρατάξεων ψηφίζουν και αυτοί ισότιμα με τους υπόλοιπους καθηγητές τους. Άλλη μια παγκόσμια πρωτοτυπία!).
Οι καθηγητές των πανεπιστημίων θα περίμενε κανείς λόγω της υψηλής αποστολής τους αλλά και της ανυπέρβλητης μόρφωσής τους, να είναι βράχοι ηθικής και φρουροί της νομιμότητας και της διαφάνειας. Αμ δε! Αποτελούν οι πιο πολλοί απ’ αυτούς μια κλειστή ομάδα αλληλοσυγκρουόμενων και ταυτόχρονα αλληλοϋποστηριζόμενων συμφερόντων που αποκλείουν τη συμμετοχή οποιουδήποτε άλλου. Έτσι προκηρύσσουν θέσεις φωτογραφικές για το βόλεμα των ημετέρων (μερικοί κρατούν και θεσούλες για τα παιδάκια τους), προάγουν ο ένας τον άλλον χωρίς πάντοτε διαφάνεια και αντικειμενικά κριτήρια, μοιράζουν αφειδώς πανεπιστημιακά συγγράμματα με υπερκέρδη εκατομμυρίων, ενώ σε πανεπιστήμια που οι καθηγητές ασχολούνται με εξωδιδακτικές δραστηριότητες εκεί πια συμβαίνουν κυριολεκτικά όργια.
Επειδή όμως είχαμε πει από την προηγούμενη εβδομάδα ότι θα ασχοληθούμε και με τις ευθύνες των εκπαιδευτικών στα σχολεία, θα σταματήσουμε εδώ την αναφορά μας στα πανεπιστήμια και θα επανέλθουμε στους περισσότερο γνωστούς για μας χώρους.
Μετά τη δικτατορία και κυρίως μετά την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία, έπνευσε «άνεμος» περισσού εκδημοκρατισμού και στον χώρο των εκπαιδευτικών: ο «αναχρονιστικός» θεσμός του «Επιθεωρητή» αντικαταστάθηκε από αυτόν των «Σχολικών Συμβούλων» των οποίων τη βοήθεια στο σχολικό έργο μόνο προαιρετικά ζητούν οι εκπαιδευτικοί. Δάσκαλοι και καθηγητές απαλλάχτηκαν από τον βραχνά να κρίνονται και να αξιολογούνται με βάση την απόδοση και την προσφορά τους. Με αυτόν τον τρόπο απαλείφθηκε και κάθε ιεραρχική διαβάθμιση των εκπαιδευτικών: ο διευθυντής του σχολείου, ο γυμνασιάρχης, ο λυκειάρχης, μετατράπηκαν σε τίτλους προσωρινής διοικητικής ευθύνης που την αναλαμβάνουν συνήθως οι εκλεκτοί της εκάστοτε εξουσίας αφού υποβάλουν τα σεβάσματά τους στην τοπική οργάνωση του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος.
Εκτός αυτών, πολλοί από τους διδάσκοντες, αφού έχει εκλείψει πλέον κάθε έλεγχος, αποφεύγουν να κουράζονται και προτιμούν να κάνουν το μάθημά τους πιο «ελαφρύ», διηγούμενοι στους μαθητές τους ανέκδοτα, ιστορίες από τη ζωή τους, το πώς πέρασαν την προηγούμενη μέρα, αλλά και πολιτικολογώντας, κακολογώντας άλλους συναδέλφους τους ή τον διευθυντή του σχολείου, κάνοντας δηλαδή οτιδήποτε άλλο εκτός από μάθημα.
Σε πολλές περιπτώσεις η αδιαφορία αυτή των διδασκόντων, δεν έχει μόνο ως κριτήριο τη δική τους έλλειψη ενδιαφέροντος, αλλά καθαρά υπολογισμό του συμφέροντος: εάν η παρεχόμενη μάθηση στα σχολεία είναι χαμηλή, τότε οι μαθητές θα καταφύγουν στα ιδιαίτερα μαθήματα, επομένως θα έχουμε κι από ’κει ένα εισόδημα διόλου ευκαταφρόνητο και φυσικά αφορολόγητο.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αλλαγές που συμβαίνουν τακτικά στα σχολικά βιβλία, τις μεθόδους διδασκαλίας, τα προγράμματα σπουδών κ.λπ. Οι πρώτοι που ενημερώνονται και κατέχουν καλά τα θέματα αυτά είναι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί και όχι οι δημόσιοι, ακριβώς επειδή οι δεύτεροι δεν έχουν κανένα κίνητρο για να ενημερωθούν ή όχι.
Δεν είναι βέβαια και λίγοι οι εκπαιδευτικοί που εν τέλει δεν αντέχουν στην καθημερινή πίεση των μαθημάτων και των μαθητών, με αποτέλεσμα να ασθενούν από διάφορα ψυχικά νοσήματα ελαφράς ή και βαριάς μορφής, εξακολουθώντας όμως να διδάσκουν τα παιδιά σα να μη συμβαίνει τίποτα!
Η δικαιολογία ότι οι εκπαιδευτικοί εργάζονται τόσο όσο αμείβονται, είναι αποκρουστική και μόνο στο άκουσμά της. Κανείς δε διατύπωσε την άποψη ότι οι μισθοί αυτής της κοινωνικής τάξης επαρκούν. Τουναντίον μάλιστα. Ωστόσο θα πρέπει να παραδεχτούμε πως όταν μερικά επαγγέλματα αποκτήσουν καθαρά χαρακτήρα δούναι και λαβείν, τότε ο κίνδυνος ελλοχεύει για την κοινωνία μας. Και το συγκεκριμένο επάγγελμα είναι ένα απ’ αυτά. Ας ζητούν λοιπόν οι εκπαιδευτικοί περισσότερα χρήματα στις απεργίες τους, αλλά η κοινωνία θα ήθελε απ’ αυτούς στην ιεράρχηση των αιτημάτων τους να τοποθετούνται αυτού του είδους τα αιτήματα χαμηλότερα και να αναδεικνύονται άλλα, πολύ σημαντικότερα για τον χώρο της εκπαίδευσης. Ο κόσμος θεωρεί ή μάλλον θεωρούσε τους εκπαιδευτικούς κάποτε ως κάτι το ξεχωριστό, το σημαντικό για τη συνοχή της κοινωνίας μας. Σήμερα υπάρχει η ίδια άποψη; Ποιος φταίει γι’ αυτό;
Χρειάζεται επομένως αυτοκριτική τόσο από τους εκπαιδευτικούς, όσο και από την πολιτεία αλλά και τους ίδιους τους γονείς και τους μαθητές για το ποια παιδεία θέλουμε τέλος πάντων· Παιδεία διαλυμένη που θα ευνοεί τους λίγους που θα έχουν την ευχέρεια να καλοπληρώνουν τον ιδιώτη και να απολαμβάνουν σωστής εκπαίδευσης ή παιδεία δημόσια που να ανταποκρίνεται στον υψηλό της ρόλο και στις απαιτήσεις της εποχής;
Οι υπεύθυνοι έχουν τον λόγο. Από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, μέχρι τον νεότερο μαθητή. Αν και επιτυχημένοι στον χώρο της παιδείας υπουργοί φαντάζουν όσοι δεν άγγιξαν τίποτα και την άφησαν να διαλυθεί περισσότερο. Όσοι έχετε αντίρρηση, ρωτήστε αν θέλετε τον Κοντογιαννόπουλο και τον Αρσένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου