Το «Μακεδονικό» και οι προεκτάσεις του
Στο προηγούμενο σημείωμά μας αναφερθήκαμε στην ιστορία του λεγόμενου Μακεδονικού προβλήματος το οποίο ταλανίζει την εξωτερική πολιτική της χώρας μας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Σήμερα υποσχεθήκαμε στους αναγνώστες μας ότι θα ασχοληθούμε ξανά μ’ αυτό, επισημαίνοντας κάποιες λύσεις που θα μπορούσαν να δοθούν, αλλά και κάποιες προεκτάσεις που μπορεί να λάβει αυτό το ζήτημα.
Κατ’ αρχάς, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε επ’ ουδενί ούτε το γειτονικό μας κράτος (κι ας είναι κρατίδιο για τα δικά μας δεδομένα) ούτε – πολύ περισσότερο – το πρόβλημα με την ονομασία του. Πολλοί δηλαδή συνέλληνες δείχνουν σημάδια κόπωσης από τον αγώνα που διεξάγουμε ως λαός αυτά τα τελευταία χρόνια και παρουσιάζονται αρκετές φορές αυτόκλητοι σύμμαχοι της Ψευδομακεδονίας, υποστηρίζοντας πως δεν είναι και τόσο σημαντικό πια ένα όνομα, αλλά η πολυδιαφημισμένη «οικονομική διείσδυση» σ’ αυτό το κράτος που θα το καταστήσει (οικονομικά πάντοτε) υποτελές στην πολιτική μας. Οι άνθρωποι αυτοί, ξεχνούν ορισμένες παραμέτρους της πολιτικής αυτής, οι οποίες είναι απαραίτητο να υπογραμμιστούν και να αναδειχθούν. Ας εξηγηθούμε καλύτερα: Η χώρα μας μπορεί σε παγκόσμιο ή ευρωπαϊκό επίπεδο να μη «μετράει» ως ισχυρή (πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά) δύναμη, σε επίπεδο όμως Βαλκανίων και Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί μια πανίσχυρη ατμομηχανή που ουσιαστικά σέρνει πίσω της όλες τις γειτονικές της χώρες και συνιστά χώρα – πρότυπο για την ανάπτυξη και την πρόοδο των υπολοίπων. Ανήκει στην ομάδα των χωρών που κατά ευτυχή συγκυρία δεν κατέστη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο δορυφόρος της Μόσχας και του κομμουνισμού, που συμμετέχει εδώ και πολλές δεκαετίες στο ΝΑΤΟ, έναν Οργανισμό που όσοι δεν μετέχουν σ’ αυτόν επιθυμούν διακαώς την ένταξή τους, και, φυσικά, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παρά τα σημερινά προβλήματα που έχουν προκύψει, δεν παύει να είναι ο μοναδικός χώρος στον οποίο προσβλέπουν ως νέα «γη της επαγγελίας» όλοι οι μη μετέχοντες. Μια χώρα λοιπόν η οποία διαθέτει όλα αυτά τα πλεονεκτήματα και αυτή την ισχύ στην περιοχή, είναι αδιανόητο να συζητά έστω την πιθανότητα οπισθοχώρησης ή παραίτησής της από ένα αναφαίρετο μάλιστα δικαίωμά της σε μια διαμάχη με ένα κράτος – προτεκτοράτο, με ένα κράτος – φάντασμα, το οποίο συντηρείται στη ζωή περισσότερο χάρη στη «γενναιοδωρία» ορισμένων, παρά από τη δική του δύναμη. Με αυτά τα δεδομένα είναι κυριολεκτικά έγκλημα ακόμα και η υποχώρηση από τις θέσεις μας στο όλο ζήτημα. Γιατί η διαμάχη δεν είναι ένα όνομα (που τεχνηέντως προσπαθούν να μας πείσουν ορισμένοι) αλλά η ικανότητά μας ως υποτίθεται σοβαρού κράτους να διαπραγματευόμαστε με ανίσχυρα και σαφώς πιο αδύναμα κράτη και να επιβάλλουμε εν τέλει τους όρους μας. Μια υποχώρηση στο όνομα, πρακτικά θα σημάνει το τέλος της όποιας δύναμης διαθέτουμε ακόμα, θα συμβάλει στη διεθνή ανυποληψία της χώρας μας και, τέλος, το σημαντικότερο: θα ανοίξει την ήδη ανοιχτή όρεξη των γειτόνων μας (Αλβανών, Ψευδομακεδόνων, Βουλγάρων και ιδίως Τούρκων) οι οποίοι θα διαγκωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα αρπάξει τα περισσότερα από την ανύπαρκτη πολιτικά Ελλαδίτσα. Και τότε ας μην παραξενευτούμε αν τα σύνορα της Ελλαδίτσας φτάσουν μέχρι τη Λάρισα ή το χειρότερο, μέχρι το Ασπρόχωμα! Γιατί μια χώρα σαν τη δική μας, πρέπει να μοιάζει με τη γυναίκα του καίσαρα: Δε φτάνει να είναι ισχυρή, πρέπει να το δείχνει κιόλας.
Εκτός αυτού, οι Ψευδομακεδόνες ας μην το ξεχνάμε ποτέ αυτό, δεν έχουν και τόσο ανάγκη την αναγνώριση από κράτη που ήδη τους ονομάζουν «Μακεδονία», αλλά από εμάς αποκλειστικά. Τι νομίζει κανείς ότι τους πρόσφερε η αναγνώριση από τον διεθνή χωροφύλακα, τις Η.Π.Α., αν όχι μόνο ηθική υποστήριξη; Πιστεύει κανείς σοβαρά ότι τώρα οι Αμερικάνοι θα ξυπνούν και θα κοιμούνται με την έγνοια της Ψευδομακεδονίας; Ότι θα την στηρίξουν οικονομικά με τα δολάριά τους; Η εποχές αυτές έχει πλέον παρέλθει. Δεν πρέπει να μας ξεφεύγει το γεγονός ότι αυτοί προσβλέπουν μόνο σε μας: Μόνο η δική μας αναγνώριση τους «καίει» πραγματικά· Ό,τι κι αν κάνουν, ό,τι κι αν δηλώνουν, την Ελλάδα παρακολουθούν και επιθυμούν διακαώς να συναινέσει ούτως ώστε να γίνουν δεκτοί σε διεθνείς Οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ ή η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό είναι το μεγάλο όπλο της Ελλάδας το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να απεμπολήσει ποτέ. Το υπογραμμίζουμε αυτό, γιατί δυστυχώς στην εξωτερική πολιτική αυτού του έρημου τόπου έχουμε δει στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν πολύ χειρότερα (από σχέδια Ανάν για την Κύπρο, μέχρι «Ευχαριστώ» στους Αμερικανούς επειδή μας υποχρέωσαν να υποστείλουμε τη σημαία μας από ελληνική επικράτεια).
Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε ως χώρα για να αντιμετωπίσουμε και αυτή την απειλή; Πρώτα απ’ όλα είναι αναγκαία η εθνική ομοψυχία. Η οποία είναι απαραίτητο να καταδεικνύεται όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα· Είναι αδιανόητη η συμπεριφορά των κομμάτων της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα αυτού της αξιωματικής κάθε φορά που οι εξελίξεις είναι δυσμενείς: Φωνασκίες, καυγάδες από τηλεοπτικών παραθύρων, δημόσιες αντιπαραθέσεις που το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να ενισχύουν την αδιαλλαξία των Ψευδομακεδόνων. Και ομοψυχία έμπρακτη είναι η συμφωνία κάτω από το τραπέζι των πολιτικών αρχηγών σε ορισμένες κινήσεις που θα καταστήσουν τη χώρα μας και πάλι αξιοπρεπή και εθνικά υπερήφανη (η μισή προσπάθεια από αυτήν που κάναμε για να αναγνωριστεί το τυρί φέτα ως ελληνικό και μόνο προϊόν, αρκεί). Θα μπορούσαν να συζητήσουν ποια λύση θα ήταν εθνικά συμφέρουσα, τα όρια των υποχωρήσεών μας, τις επόμενες κινήσεις μας είτε σε μικρο – είτε σε μακρο – χρόνια βάση. Αν αυτό επιτευχθεί, τότε και ο λαός που θα δει την ηγεσία του ενωμένη θα οδηγηθεί αναφανδόν σε συσπείρωση και ενότητα. Τότε ας έρθουν δέκα Αμερικές να μας πιέσουν! Υπενθυμίζουμε εδώ σε όσους δε θυμούνται, πως η μόνη χώρα που υποχωρεί διαρκώς από τις υποτίθεται «πάγιες» θέσεις της είναι η δική μας στην υπόθεση· Οι Ψευδομακεδόνες δεν έχουν κάνει ούτε βήμα πίσω από τις διεκδικήσεις τους: Θέλουν να ονομάζονται Μακεδονία, τελεία και παύλα. Εμείς ας εξετάσουμε τις τραγελαφικές θέσεις που κατά καιρούς έχουμε λάβει και οι οποίες ξεκινούν από την καθολική απαγόρευση της χρήσης του ονόματος Μακεδονία και φτάνουν στη χρήση σύνθετων ονομασιών ή ακόμα και στη χρήση διπλής ονομασίας, γεγονός το οποίο θα αποτελούσε απλώς καταστροφή για την πατρίδα μας. Μία λοιπόν θέση πρέπει να λάβει η Ελλάδα και σ’ αυτήν να επιμείνει ως το τέλος. Και όσοι επισημαίνουν με «κροκο – δείλια δάκρυα» ότι αυτό θα σημάνει την απομόνωση της χώρας μας, ας εξετάσουν τι έπαθαν οι Ψευδομακεδόνες τόσα χρόνια που έμειναν άκαμπτοι στις θέσεις τους· Ή τι έπαθαν τα αδέρφια μας στην Κύπρο που ψήφισαν ένα ηχηρό ΟΧΙ στα κελεύσματα των ισχυρών της γης για υποταγή τους σε Τούρκους και Αμερικάνους. Όσο βλάφτηκαν αυτοί, άλλο τόσο κινδυνεύουμε κι εμείς από την ανυποχώρητη στάση μας.
Ωστόσο δε φτάνουν μόνο αυτές οι ενέργειες. Είναι απαραίτητη η κινητοποίηση των ομογενών μας ιδίως στην Αμερική. Δεν είναι δυνατόν να διαθέτουμε μια τέτοια δύναμη και να την αφήνουμε αναξιοποίητη. Είναι σα να διαθέτουμε ένα τρακτέρ, αλλά να πολεμάμε να οργώσουμε το χωράφι μας με τα βόδια που έτυχε να έχουμε επειδή δεν ξέρουμε πώς λειτουργεί! Μια ακόμα απαραίτητη κίνηση είναι να κινητοποιήσουμε τους κοιμισμένους ακαδημαϊκούς και πανεπιστημιακούς μας οι οποίοι πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων κοιμούνται μακαρίως μέσα στη ραστώνη που τους εξασφαλίζει το ελληνικό δημόσιο· Να ενημερώσουμε σύσσωμοι τους ξένους φίλους της Ελλάδας (αν μπει κανείς στο διαδίκτυο θα μείνει άναυδος από την παρουσία χιλιάδων ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο που με επιστολές και με ενέργειές τους αγωνίζονται για έναν τόπο που ίσως δεν έχουν γνωρίσει ποτέ) για να δώσουν κι αυτοί τη μάχη της ενημέρωσης· Να μεταφέρουμε σε όλο τον κόσμο το μήνυμα ότι η Ελλάδα ξεκινά έναν αγώνα αποφασισμένη να νικήσει ή να χαθεί. Μόνο τότε θα μας πάρουν πραγματικά στα σοβαρά αυτοί που αποφασίζουν για τις τύχες των λαών. Μόνο τότε θα μπορούμε να κοιταχτούμε στον καθρέφτη του σπιτιού μας και να μη ραγίσει από το βάρος της ιστορίας. Έχουμε τη δύναμη; Ο καιρός κι η ιστορία θα δείξουν.
Στο προηγούμενο σημείωμά μας αναφερθήκαμε στην ιστορία του λεγόμενου Μακεδονικού προβλήματος το οποίο ταλανίζει την εξωτερική πολιτική της χώρας μας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Σήμερα υποσχεθήκαμε στους αναγνώστες μας ότι θα ασχοληθούμε ξανά μ’ αυτό, επισημαίνοντας κάποιες λύσεις που θα μπορούσαν να δοθούν, αλλά και κάποιες προεκτάσεις που μπορεί να λάβει αυτό το ζήτημα.
Κατ’ αρχάς, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε επ’ ουδενί ούτε το γειτονικό μας κράτος (κι ας είναι κρατίδιο για τα δικά μας δεδομένα) ούτε – πολύ περισσότερο – το πρόβλημα με την ονομασία του. Πολλοί δηλαδή συνέλληνες δείχνουν σημάδια κόπωσης από τον αγώνα που διεξάγουμε ως λαός αυτά τα τελευταία χρόνια και παρουσιάζονται αρκετές φορές αυτόκλητοι σύμμαχοι της Ψευδομακεδονίας, υποστηρίζοντας πως δεν είναι και τόσο σημαντικό πια ένα όνομα, αλλά η πολυδιαφημισμένη «οικονομική διείσδυση» σ’ αυτό το κράτος που θα το καταστήσει (οικονομικά πάντοτε) υποτελές στην πολιτική μας. Οι άνθρωποι αυτοί, ξεχνούν ορισμένες παραμέτρους της πολιτικής αυτής, οι οποίες είναι απαραίτητο να υπογραμμιστούν και να αναδειχθούν. Ας εξηγηθούμε καλύτερα: Η χώρα μας μπορεί σε παγκόσμιο ή ευρωπαϊκό επίπεδο να μη «μετράει» ως ισχυρή (πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά) δύναμη, σε επίπεδο όμως Βαλκανίων και Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί μια πανίσχυρη ατμομηχανή που ουσιαστικά σέρνει πίσω της όλες τις γειτονικές της χώρες και συνιστά χώρα – πρότυπο για την ανάπτυξη και την πρόοδο των υπολοίπων. Ανήκει στην ομάδα των χωρών που κατά ευτυχή συγκυρία δεν κατέστη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο δορυφόρος της Μόσχας και του κομμουνισμού, που συμμετέχει εδώ και πολλές δεκαετίες στο ΝΑΤΟ, έναν Οργανισμό που όσοι δεν μετέχουν σ’ αυτόν επιθυμούν διακαώς την ένταξή τους, και, φυσικά, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παρά τα σημερινά προβλήματα που έχουν προκύψει, δεν παύει να είναι ο μοναδικός χώρος στον οποίο προσβλέπουν ως νέα «γη της επαγγελίας» όλοι οι μη μετέχοντες. Μια χώρα λοιπόν η οποία διαθέτει όλα αυτά τα πλεονεκτήματα και αυτή την ισχύ στην περιοχή, είναι αδιανόητο να συζητά έστω την πιθανότητα οπισθοχώρησης ή παραίτησής της από ένα αναφαίρετο μάλιστα δικαίωμά της σε μια διαμάχη με ένα κράτος – προτεκτοράτο, με ένα κράτος – φάντασμα, το οποίο συντηρείται στη ζωή περισσότερο χάρη στη «γενναιοδωρία» ορισμένων, παρά από τη δική του δύναμη. Με αυτά τα δεδομένα είναι κυριολεκτικά έγκλημα ακόμα και η υποχώρηση από τις θέσεις μας στο όλο ζήτημα. Γιατί η διαμάχη δεν είναι ένα όνομα (που τεχνηέντως προσπαθούν να μας πείσουν ορισμένοι) αλλά η ικανότητά μας ως υποτίθεται σοβαρού κράτους να διαπραγματευόμαστε με ανίσχυρα και σαφώς πιο αδύναμα κράτη και να επιβάλλουμε εν τέλει τους όρους μας. Μια υποχώρηση στο όνομα, πρακτικά θα σημάνει το τέλος της όποιας δύναμης διαθέτουμε ακόμα, θα συμβάλει στη διεθνή ανυποληψία της χώρας μας και, τέλος, το σημαντικότερο: θα ανοίξει την ήδη ανοιχτή όρεξη των γειτόνων μας (Αλβανών, Ψευδομακεδόνων, Βουλγάρων και ιδίως Τούρκων) οι οποίοι θα διαγκωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα αρπάξει τα περισσότερα από την ανύπαρκτη πολιτικά Ελλαδίτσα. Και τότε ας μην παραξενευτούμε αν τα σύνορα της Ελλαδίτσας φτάσουν μέχρι τη Λάρισα ή το χειρότερο, μέχρι το Ασπρόχωμα! Γιατί μια χώρα σαν τη δική μας, πρέπει να μοιάζει με τη γυναίκα του καίσαρα: Δε φτάνει να είναι ισχυρή, πρέπει να το δείχνει κιόλας.
Εκτός αυτού, οι Ψευδομακεδόνες ας μην το ξεχνάμε ποτέ αυτό, δεν έχουν και τόσο ανάγκη την αναγνώριση από κράτη που ήδη τους ονομάζουν «Μακεδονία», αλλά από εμάς αποκλειστικά. Τι νομίζει κανείς ότι τους πρόσφερε η αναγνώριση από τον διεθνή χωροφύλακα, τις Η.Π.Α., αν όχι μόνο ηθική υποστήριξη; Πιστεύει κανείς σοβαρά ότι τώρα οι Αμερικάνοι θα ξυπνούν και θα κοιμούνται με την έγνοια της Ψευδομακεδονίας; Ότι θα την στηρίξουν οικονομικά με τα δολάριά τους; Η εποχές αυτές έχει πλέον παρέλθει. Δεν πρέπει να μας ξεφεύγει το γεγονός ότι αυτοί προσβλέπουν μόνο σε μας: Μόνο η δική μας αναγνώριση τους «καίει» πραγματικά· Ό,τι κι αν κάνουν, ό,τι κι αν δηλώνουν, την Ελλάδα παρακολουθούν και επιθυμούν διακαώς να συναινέσει ούτως ώστε να γίνουν δεκτοί σε διεθνείς Οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ ή η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό είναι το μεγάλο όπλο της Ελλάδας το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να απεμπολήσει ποτέ. Το υπογραμμίζουμε αυτό, γιατί δυστυχώς στην εξωτερική πολιτική αυτού του έρημου τόπου έχουμε δει στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν πολύ χειρότερα (από σχέδια Ανάν για την Κύπρο, μέχρι «Ευχαριστώ» στους Αμερικανούς επειδή μας υποχρέωσαν να υποστείλουμε τη σημαία μας από ελληνική επικράτεια).
Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε ως χώρα για να αντιμετωπίσουμε και αυτή την απειλή; Πρώτα απ’ όλα είναι αναγκαία η εθνική ομοψυχία. Η οποία είναι απαραίτητο να καταδεικνύεται όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα· Είναι αδιανόητη η συμπεριφορά των κομμάτων της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα αυτού της αξιωματικής κάθε φορά που οι εξελίξεις είναι δυσμενείς: Φωνασκίες, καυγάδες από τηλεοπτικών παραθύρων, δημόσιες αντιπαραθέσεις που το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να ενισχύουν την αδιαλλαξία των Ψευδομακεδόνων. Και ομοψυχία έμπρακτη είναι η συμφωνία κάτω από το τραπέζι των πολιτικών αρχηγών σε ορισμένες κινήσεις που θα καταστήσουν τη χώρα μας και πάλι αξιοπρεπή και εθνικά υπερήφανη (η μισή προσπάθεια από αυτήν που κάναμε για να αναγνωριστεί το τυρί φέτα ως ελληνικό και μόνο προϊόν, αρκεί). Θα μπορούσαν να συζητήσουν ποια λύση θα ήταν εθνικά συμφέρουσα, τα όρια των υποχωρήσεών μας, τις επόμενες κινήσεις μας είτε σε μικρο – είτε σε μακρο – χρόνια βάση. Αν αυτό επιτευχθεί, τότε και ο λαός που θα δει την ηγεσία του ενωμένη θα οδηγηθεί αναφανδόν σε συσπείρωση και ενότητα. Τότε ας έρθουν δέκα Αμερικές να μας πιέσουν! Υπενθυμίζουμε εδώ σε όσους δε θυμούνται, πως η μόνη χώρα που υποχωρεί διαρκώς από τις υποτίθεται «πάγιες» θέσεις της είναι η δική μας στην υπόθεση· Οι Ψευδομακεδόνες δεν έχουν κάνει ούτε βήμα πίσω από τις διεκδικήσεις τους: Θέλουν να ονομάζονται Μακεδονία, τελεία και παύλα. Εμείς ας εξετάσουμε τις τραγελαφικές θέσεις που κατά καιρούς έχουμε λάβει και οι οποίες ξεκινούν από την καθολική απαγόρευση της χρήσης του ονόματος Μακεδονία και φτάνουν στη χρήση σύνθετων ονομασιών ή ακόμα και στη χρήση διπλής ονομασίας, γεγονός το οποίο θα αποτελούσε απλώς καταστροφή για την πατρίδα μας. Μία λοιπόν θέση πρέπει να λάβει η Ελλάδα και σ’ αυτήν να επιμείνει ως το τέλος. Και όσοι επισημαίνουν με «κροκο – δείλια δάκρυα» ότι αυτό θα σημάνει την απομόνωση της χώρας μας, ας εξετάσουν τι έπαθαν οι Ψευδομακεδόνες τόσα χρόνια που έμειναν άκαμπτοι στις θέσεις τους· Ή τι έπαθαν τα αδέρφια μας στην Κύπρο που ψήφισαν ένα ηχηρό ΟΧΙ στα κελεύσματα των ισχυρών της γης για υποταγή τους σε Τούρκους και Αμερικάνους. Όσο βλάφτηκαν αυτοί, άλλο τόσο κινδυνεύουμε κι εμείς από την ανυποχώρητη στάση μας.
Ωστόσο δε φτάνουν μόνο αυτές οι ενέργειες. Είναι απαραίτητη η κινητοποίηση των ομογενών μας ιδίως στην Αμερική. Δεν είναι δυνατόν να διαθέτουμε μια τέτοια δύναμη και να την αφήνουμε αναξιοποίητη. Είναι σα να διαθέτουμε ένα τρακτέρ, αλλά να πολεμάμε να οργώσουμε το χωράφι μας με τα βόδια που έτυχε να έχουμε επειδή δεν ξέρουμε πώς λειτουργεί! Μια ακόμα απαραίτητη κίνηση είναι να κινητοποιήσουμε τους κοιμισμένους ακαδημαϊκούς και πανεπιστημιακούς μας οι οποίοι πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων κοιμούνται μακαρίως μέσα στη ραστώνη που τους εξασφαλίζει το ελληνικό δημόσιο· Να ενημερώσουμε σύσσωμοι τους ξένους φίλους της Ελλάδας (αν μπει κανείς στο διαδίκτυο θα μείνει άναυδος από την παρουσία χιλιάδων ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο που με επιστολές και με ενέργειές τους αγωνίζονται για έναν τόπο που ίσως δεν έχουν γνωρίσει ποτέ) για να δώσουν κι αυτοί τη μάχη της ενημέρωσης· Να μεταφέρουμε σε όλο τον κόσμο το μήνυμα ότι η Ελλάδα ξεκινά έναν αγώνα αποφασισμένη να νικήσει ή να χαθεί. Μόνο τότε θα μας πάρουν πραγματικά στα σοβαρά αυτοί που αποφασίζουν για τις τύχες των λαών. Μόνο τότε θα μπορούμε να κοιταχτούμε στον καθρέφτη του σπιτιού μας και να μη ραγίσει από το βάρος της ιστορίας. Έχουμε τη δύναμη; Ο καιρός κι η ιστορία θα δείξουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου