Σύγχρονες σκέψεις ενός πραγματικού αγωνιστή
(από τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη)
Στο προηγούμενο σημείωμά μας είχαμε αναφερθεί με πολύ συνοπτικό τρόπο στα όσα προηγήθηκαν της Επανάστασης του 1821 και σε μερικές από τις παραμέτρους του εθνεγερτικού Αγώνα. Επειδή δεν είχαμε την ευχέρεια να ολοκληρώσουμε λόγω του περιορισμένου χώρου που είχαμε στη διάθεσή μας, προτιμήσαμε να αφιερώσουμε και το κείμενο που θα διαβάσετε ξανά στο ίδιο θέμα, ανάγοντάς το στο παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου.
Θα προσπαθήσουμε μέσα από έναν μόνο, αλλά χαρακτηριστικό ήρωα του Αγώνα για ελευθερία του λαού μας, να αναφερθούμε σε όσα διαδραματίζονται σήμερα στον τόπο μας και μέσα απ’ αυτά να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα.
Ας δούμε λοιπόν τον θρυλικό «Γέρο του Μοριά», τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη· Μέσα από σκληρούς και συχνά ανελέητους αγώνες κατόρθωσε να προσφέρει την ελευθερία στους αγωνιζόμενους Έλληνες και γι’ αυτή του τη συμβολή δίκαια τιμάται ως η κορυφαία φυσιογνωμία του Αγώνα.
Αυτός και η οικογένειά του προσέφεραν στην πατρίδα κάθε θυσία για να την καμαρώσουν ελεύθερη από κάθε λογής δυνάστη, όπως κι αν λεγόταν αυτός. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος: «Από 36 πρωτοξαδέλφια, μόνον 8 εγλύτωσαν, οι άλλοι εχάθηκαν όλοι. Δεν είναι διάσελο, όπου δεν είναι θαμμένος Κολοκοτρώνης, χωριστά τα δευτεροξαδέλφια, θείοι και λοιποί φίλοι χαμένοι». Να κι ένας άνθρωπος που η «κληρονομικώ δικαίω» παρουσία του στη ηγεσία της πατρίδας μας ωφέλησε τον τόπο αντί να τον βλάψει!
Ο Θ. Κολοκοτρώνης αγαπούσε πραγματικά την πατρίδα του, γι’ αυτό και δικάστηκε, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε από τους ξένους που κυβερνούσαν ετσιθελικά τον τόπο μας. Βέβαια, η θαρραλέα γνώμη των δικαστών του, απέτρεψε τη θανατική καταδίκη στην οποία τον προετοίμαζαν οι κυβερνώντες. Βλέπετε εκείνος νοιαζόταν για τον λαό του, και στην έννοια του δε λογάριαζε τους «Αμερικάνους» της εποχής του, ό,τι κι αν του κάνανε! Είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητος η αποστροφή του λόγου του: «Δεν είμαι αγγλοδιωκτικός και ρωσολάτρης, αλλά είμαι φίλος εκείνου όπου θέλει να κάμη το καλόν της πατρίδος μου». Σήμερα οι πολιτικοί μας όταν βρίσκονται στην εξουσία, συναγωνίζονται στο ποιος θα ευχαριστήσει περισσότερες φορές τη μία και μοναδική υπερδύναμη (βλ. την περιώνυμη φράση: «Ευχαριστώ τους Αμερικανούς») και θα κάνει τις περισσότερες υποκλίσεις στους κυβερνήτες τους, αλλά και στους εδώ απεσταλμένους ανθυπάτους της εξουσίας τους. Βέβαια, οι ίδιοι πολιτικοί που κάνουν τις κωλοτούμπες ως μαϊμούδες εισαγωγής, μόλις βρεθούν στην αντιπολίτευση κατακεραυνώνουν αυτούς που λίγο πριν τους κατηγορούσαν για υποτέλεια, για τον ίδιο λόγο, προκαλώντας τουλάχιστον θυμηδία στους ελάχιστους Έλληνες που διαθέτουν έστω και την ελάχιστη ιστορική μνήμη και δεν «ξεχνούν εύκολα». Αν ζούσε σήμερα για παράδειγμα, είναι αμφίβολο αν θα τολμούσαν οι γνωστοί ωτακουστές της American embassy πρώτον να υποκλέπτουν ολόκληρη την πολιτική, πολιτειακή και στρατιωτική ηγεσία του τόπου, και δεύτερον να παριστάνουν και τους θιγμένους όταν τους ανακαλύψαμε, έστω και τυχαία!
Ήταν βέβαια και ριψοκίνδυνος, «τρελλός» θα μπορούσε να πει κανείς· Ποιος σημερινός ηγέτης θα τολμούσε να πάει κόντρα στο «ρεύμα» της εποχής του και να καθοδηγήσει έναν ολόκληρο λαό σ’ αυτό που θεωρούσε σωστό, παρότι οι συνθήκες ήταν γύρω του απαγορευτικές για ένα τέτοιο εγχείρημα; Ιδιαίτερα σήμερα, που οι δημοσκοπήσεις καθορίζουν το κάθε βήμα των ηγετών μας και χωρίς αυτές δεν κουνάνε ούτε το δαχτυλάκι τους; Ο Θ. Κολοκοτρώνης, γράφει σχετικά: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελλοί δεν εκάμαμεν την επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθή πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριτοθήκαις μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογαριάσει την δύναμιν την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα οπού ενικήσαμεν, όπου ετελειώσαμεν με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζώμεθα, επαινώμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμεν ηθέλαμεν τρώγει κατάραις, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα – εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μια μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν “Ιδού άνθρωπος, ιδού παληκάρια, ιδού φρόνιμος και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα έτσι δειλοί, χαϊμένοι”, και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι ήθελε ειπούν: “Μα τι τρελλός να σηκωθή με τέτοια φορτούνα, με τέτοιον άνεμο, να χαθή ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις το λαιμό του”».
Σε αντίθεση με όσα συνηθίζονται σήμερα, ο Κολοκοτρώνης ουδέποτε διεκδίκησε την ηγεσία του τόπου του, ούτε επιδίωκε τι δόξες και τις τιμές, γιατί τίποτε από αυτά δεν τον απασχολούσε, πέραν του καλού της κοινής πατρίδας. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν ξεπούλησε ό,τι είχε και δεν είχε για να καταλάβει μια θέση εξουσίας (για να μπορεί στη συνέχεια να απομυζά την «αγελάδα» που λέγεται Ελλάδα), αλλά πρόσφερε τα πάντα χωρίς να ζητά ποτέ τιμές και μεγαλεία. Αν και ολιγογράμματος, είχε σπουδάσει άριστα την ψυχολογία του Έλληνα και γνώριζε ως νέος Περικλής το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρεται στον καθέναν, χωρίς να σέρνει πίσω του στρατιές ψυχολόγων, εκλογολόγων, ειδικών αναλυτών, και λοιπών τρωκτικών. Ο ίδιος εξηγεί: «Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν κάθε ημέρα και πάλιν να έρχωνται, να βαστάη ένα στρατόπεδον με ψέμματα, με κολακείες, με παραμύθια, να του λείπουν και ζωοτροφίαις και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζει ο αρχηγός…Να μου δώσει ο Βελιγκτών 40.000 στράτευμα το εδιοικούσα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν 500 Έλληνας δεν ημπορούσε ούτε μια ώρα να τους διοικήση. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτσια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμη κανείς δουλειά με αυτούς, άλλον να φοβερίζη, άλλον να κολακεύη, κατά τους ανθρώπους». Πέστε μου, ειλικρινά, μπορείτε να βρείτε καλύτερη περιγραφή της ψυχολογίας του νεοέλληνα απ’ αυτήν;
Φυσικά ο θρυλικός «γέρος του Μοριά» δεν παρέλειπε ποτέ να επισημάνει πως χωρίς τη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας δε θα μπορούσε ποτέ η πατρίδα να ελευθερωθεί. Πόσοι από τα σημερινά ανθρωπάρια που παριστάνουν τους ηγέτες παραδέχονται πως τα καλά για τον τόπο δεν έχουν ως αποκλειστικούς χορηγούς τους ίδιους και μόνον; Πόσοι «τολμούν» να διακηρύξουν (όχι βέβαια υποκριτικά και άρα ψηφοθηρικά) την πίστη τους στον Θεό και την Εκκλησία; Ο ήρωας πάντως δεν ντρεπόταν να κάνει τον σταυρό του και να καλέσει τους αγωνιστές της πατρίδας κοντά του, λέγοντας: «έκαμα το σταυρό μου. Όσοι αγαπάτε την Πατρίδα, ελάτε κοντά μου».
Τον κομματισμό τον θεωρούσε επιζήμιο για το Γένος και τον απέφευγε πάντοτε. Γράφει σχετικά: «Εκάμαμεν την Συνέλευσιν δια όλην την Ελλάδα, και εκείνοι το καταμέρισαν εις την συγγένειαν και εις τα κόμματα. Επήγα ο ίδιος μια βολά και τους είπα: “Τι είναι αυτό που κάνουνε οι Μινίστροι ό,τι σας προβάλλουν κάνετε. Η συνέλευσις σας ώρκωσε να τηράτε του έθνους την υπόθεσι και να βάλετε εις τα υπουργήματα από όλους να δουλεύουν την Πατρίδα και να πορεύωνται και εκείνοι εις την δυστυχίαν, και εγώ βλέπω τους υπουργούς να κάνουνε κατά μέρος, και έτσι διαιρούνται και οι πολιτικοί, διαιρούνται και τα άρματα”».
Η σκέψη του, όσο κι αν αυτό μας φαίνεται περίεργο, ήταν πολύ πιο προχωρημένη απ’ ό,τι των σημερινών ηγετών μας· Άνθρωπος με οικολογική συνείδηση, που καταδεικνύεται και από την περήφανη απάντησή του στον Ιμπραήμ που είχε δώσει διαταγή να κοπούν όλα τα δέντρα του κάμπου της Μεσσηνίας: «…του αποκρίθηκα, όχι από μέρος μου, από μέρος του λαού της Μεσσηνίας, ότι: “Αυτό όπου μας φοβερίζεις, να μας κόψης και κάψης τα καρποφόρα δένδρα μας δεν είναι της πολεμικής έργον, διατί τα άψυχα δένδρα δεν εναντιώνονται εις κανένα, μόνον οι άνθρωποι οπού εναντιώνονται έχουνε στρατεύματα και σκλαβώνεις, και έτσι είναι το δίκαιον του πολέμου…Με τους ανθρώπους και όχι με τα άψυχα δένδρα, όχι τα κλαδιά να μας κόψης, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνον πέτρα απάνω στην πέτρα να μην μείνη, ημείς δεν προσκυνούμεν. Τι τα δένδρα μας αν τα κόψης και κάψης την γην δεν θέλει την σηκώσης και η ίδια η γης που τα έθρεψε, αυτή η ίδια γη μένει δική μας και τα ματακάνει. Μόνον ένας Έλληνας να μείνη, πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζης πωςτην γην μας θα την κάμης δική σου, βγάλτο από το νου σου”».
Εκτός από οικολογική συνείδηση, ο Κολοκοτρώνης διέθετε και μακρόπνοη πολιτική σκέψη· Αντιλαμβανόταν το πόσο σημαντικό κεφάλαιο για τον τόπο αποτελούσαν οι αρχαιότητες, ένας τρόπος προσέλκυσης ξένων στη χώρα και ανάδειξης νέων φίλων του σύγχρονου Ελληνισμού που τόσο τους είχε ανάγκη το αγωνιζόμενο έθνος. Γράφει λοιπόν: «…του έδωκα γνώμη να μην γίνη εις το περιβόλι, μόνε να διορίσωμε το θέατρο πούναι στην Παναγιά κοντά, και μου απεκρίθη: “θέλει έξοδα”. Και εγώ του απεκρίθηκα: “Ας πάνε τόσα έξοδα, διατί έρχονται από την Ευρώπην και εξοδεύουν να βλέπουν εκείναις ταις πέτραις και μας είναι τιμή να καθαρίσωμε ταις πέτραις να φαίνωνται και να κάμωμε την συνέλευσίν μας”».
Για το τέλος αφήσαμε τις συμβουλές του προς τη νεολαία της εποχής του, που είναι ωστόσο συμβουλές και για τη σημερινή νεολαία όπως θα διαπιστώσουμε, από μια ομιλία του στην Πνύκα: «Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και εις τα μπιλιάρδα. Να δοθείτε εις τας σπουδάς σας, και καλύτερα να κοπιάσετε ολίγον δύο και τρεις χρόνους και να ζήσετε ελεύθεροι εις το υπόλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τεσσάρους και πέντε χρόνους τη νεότητά σας και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθείτε εις τα γράμματά σας. Να ακούτε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων και κατά την παροιμίαν «μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε». Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μη γίνει σκεπάρνι μόνο για το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της Κοινότητας, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας. Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξαιτίας των περιστάσεων έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθείτε από τα περασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχόνοιας, την οποία να αποστρέφεσθε και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε τον δρόμο, θα περάσουν σε λίγο. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθεί η νύχτα του θανάτου μας....Εις εσάς μένει να ιάσετε και να στολίσετε τον τόπον όπου ημείς ελευθερώσαμε, και δια να γίνει τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλιο της πολιτείας την ομόνοιαν, την θρησκείαν,...και την φρόνιμον ελευθερίαν».
Με αυτά τα λόγια του «Γέρου του Μοριά» κλείνουμε και αυτό το σημείωμά μας. Ο έχων ώτα ακούειν…
(από τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη)
Στο προηγούμενο σημείωμά μας είχαμε αναφερθεί με πολύ συνοπτικό τρόπο στα όσα προηγήθηκαν της Επανάστασης του 1821 και σε μερικές από τις παραμέτρους του εθνεγερτικού Αγώνα. Επειδή δεν είχαμε την ευχέρεια να ολοκληρώσουμε λόγω του περιορισμένου χώρου που είχαμε στη διάθεσή μας, προτιμήσαμε να αφιερώσουμε και το κείμενο που θα διαβάσετε ξανά στο ίδιο θέμα, ανάγοντάς το στο παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου.
Θα προσπαθήσουμε μέσα από έναν μόνο, αλλά χαρακτηριστικό ήρωα του Αγώνα για ελευθερία του λαού μας, να αναφερθούμε σε όσα διαδραματίζονται σήμερα στον τόπο μας και μέσα απ’ αυτά να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα.
Ας δούμε λοιπόν τον θρυλικό «Γέρο του Μοριά», τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη· Μέσα από σκληρούς και συχνά ανελέητους αγώνες κατόρθωσε να προσφέρει την ελευθερία στους αγωνιζόμενους Έλληνες και γι’ αυτή του τη συμβολή δίκαια τιμάται ως η κορυφαία φυσιογνωμία του Αγώνα.
Αυτός και η οικογένειά του προσέφεραν στην πατρίδα κάθε θυσία για να την καμαρώσουν ελεύθερη από κάθε λογής δυνάστη, όπως κι αν λεγόταν αυτός. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος: «Από 36 πρωτοξαδέλφια, μόνον 8 εγλύτωσαν, οι άλλοι εχάθηκαν όλοι. Δεν είναι διάσελο, όπου δεν είναι θαμμένος Κολοκοτρώνης, χωριστά τα δευτεροξαδέλφια, θείοι και λοιποί φίλοι χαμένοι». Να κι ένας άνθρωπος που η «κληρονομικώ δικαίω» παρουσία του στη ηγεσία της πατρίδας μας ωφέλησε τον τόπο αντί να τον βλάψει!
Ο Θ. Κολοκοτρώνης αγαπούσε πραγματικά την πατρίδα του, γι’ αυτό και δικάστηκε, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε από τους ξένους που κυβερνούσαν ετσιθελικά τον τόπο μας. Βέβαια, η θαρραλέα γνώμη των δικαστών του, απέτρεψε τη θανατική καταδίκη στην οποία τον προετοίμαζαν οι κυβερνώντες. Βλέπετε εκείνος νοιαζόταν για τον λαό του, και στην έννοια του δε λογάριαζε τους «Αμερικάνους» της εποχής του, ό,τι κι αν του κάνανε! Είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητος η αποστροφή του λόγου του: «Δεν είμαι αγγλοδιωκτικός και ρωσολάτρης, αλλά είμαι φίλος εκείνου όπου θέλει να κάμη το καλόν της πατρίδος μου». Σήμερα οι πολιτικοί μας όταν βρίσκονται στην εξουσία, συναγωνίζονται στο ποιος θα ευχαριστήσει περισσότερες φορές τη μία και μοναδική υπερδύναμη (βλ. την περιώνυμη φράση: «Ευχαριστώ τους Αμερικανούς») και θα κάνει τις περισσότερες υποκλίσεις στους κυβερνήτες τους, αλλά και στους εδώ απεσταλμένους ανθυπάτους της εξουσίας τους. Βέβαια, οι ίδιοι πολιτικοί που κάνουν τις κωλοτούμπες ως μαϊμούδες εισαγωγής, μόλις βρεθούν στην αντιπολίτευση κατακεραυνώνουν αυτούς που λίγο πριν τους κατηγορούσαν για υποτέλεια, για τον ίδιο λόγο, προκαλώντας τουλάχιστον θυμηδία στους ελάχιστους Έλληνες που διαθέτουν έστω και την ελάχιστη ιστορική μνήμη και δεν «ξεχνούν εύκολα». Αν ζούσε σήμερα για παράδειγμα, είναι αμφίβολο αν θα τολμούσαν οι γνωστοί ωτακουστές της American embassy πρώτον να υποκλέπτουν ολόκληρη την πολιτική, πολιτειακή και στρατιωτική ηγεσία του τόπου, και δεύτερον να παριστάνουν και τους θιγμένους όταν τους ανακαλύψαμε, έστω και τυχαία!
Ήταν βέβαια και ριψοκίνδυνος, «τρελλός» θα μπορούσε να πει κανείς· Ποιος σημερινός ηγέτης θα τολμούσε να πάει κόντρα στο «ρεύμα» της εποχής του και να καθοδηγήσει έναν ολόκληρο λαό σ’ αυτό που θεωρούσε σωστό, παρότι οι συνθήκες ήταν γύρω του απαγορευτικές για ένα τέτοιο εγχείρημα; Ιδιαίτερα σήμερα, που οι δημοσκοπήσεις καθορίζουν το κάθε βήμα των ηγετών μας και χωρίς αυτές δεν κουνάνε ούτε το δαχτυλάκι τους; Ο Θ. Κολοκοτρώνης, γράφει σχετικά: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελλοί δεν εκάμαμεν την επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθή πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριτοθήκαις μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογαριάσει την δύναμιν την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα οπού ενικήσαμεν, όπου ετελειώσαμεν με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζώμεθα, επαινώμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμεν ηθέλαμεν τρώγει κατάραις, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα – εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μια μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν “Ιδού άνθρωπος, ιδού παληκάρια, ιδού φρόνιμος και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα έτσι δειλοί, χαϊμένοι”, και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι ήθελε ειπούν: “Μα τι τρελλός να σηκωθή με τέτοια φορτούνα, με τέτοιον άνεμο, να χαθή ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις το λαιμό του”».
Σε αντίθεση με όσα συνηθίζονται σήμερα, ο Κολοκοτρώνης ουδέποτε διεκδίκησε την ηγεσία του τόπου του, ούτε επιδίωκε τι δόξες και τις τιμές, γιατί τίποτε από αυτά δεν τον απασχολούσε, πέραν του καλού της κοινής πατρίδας. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν ξεπούλησε ό,τι είχε και δεν είχε για να καταλάβει μια θέση εξουσίας (για να μπορεί στη συνέχεια να απομυζά την «αγελάδα» που λέγεται Ελλάδα), αλλά πρόσφερε τα πάντα χωρίς να ζητά ποτέ τιμές και μεγαλεία. Αν και ολιγογράμματος, είχε σπουδάσει άριστα την ψυχολογία του Έλληνα και γνώριζε ως νέος Περικλής το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρεται στον καθέναν, χωρίς να σέρνει πίσω του στρατιές ψυχολόγων, εκλογολόγων, ειδικών αναλυτών, και λοιπών τρωκτικών. Ο ίδιος εξηγεί: «Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν κάθε ημέρα και πάλιν να έρχωνται, να βαστάη ένα στρατόπεδον με ψέμματα, με κολακείες, με παραμύθια, να του λείπουν και ζωοτροφίαις και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζει ο αρχηγός…Να μου δώσει ο Βελιγκτών 40.000 στράτευμα το εδιοικούσα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν 500 Έλληνας δεν ημπορούσε ούτε μια ώρα να τους διοικήση. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτσια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμη κανείς δουλειά με αυτούς, άλλον να φοβερίζη, άλλον να κολακεύη, κατά τους ανθρώπους». Πέστε μου, ειλικρινά, μπορείτε να βρείτε καλύτερη περιγραφή της ψυχολογίας του νεοέλληνα απ’ αυτήν;
Φυσικά ο θρυλικός «γέρος του Μοριά» δεν παρέλειπε ποτέ να επισημάνει πως χωρίς τη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας δε θα μπορούσε ποτέ η πατρίδα να ελευθερωθεί. Πόσοι από τα σημερινά ανθρωπάρια που παριστάνουν τους ηγέτες παραδέχονται πως τα καλά για τον τόπο δεν έχουν ως αποκλειστικούς χορηγούς τους ίδιους και μόνον; Πόσοι «τολμούν» να διακηρύξουν (όχι βέβαια υποκριτικά και άρα ψηφοθηρικά) την πίστη τους στον Θεό και την Εκκλησία; Ο ήρωας πάντως δεν ντρεπόταν να κάνει τον σταυρό του και να καλέσει τους αγωνιστές της πατρίδας κοντά του, λέγοντας: «έκαμα το σταυρό μου. Όσοι αγαπάτε την Πατρίδα, ελάτε κοντά μου».
Τον κομματισμό τον θεωρούσε επιζήμιο για το Γένος και τον απέφευγε πάντοτε. Γράφει σχετικά: «Εκάμαμεν την Συνέλευσιν δια όλην την Ελλάδα, και εκείνοι το καταμέρισαν εις την συγγένειαν και εις τα κόμματα. Επήγα ο ίδιος μια βολά και τους είπα: “Τι είναι αυτό που κάνουνε οι Μινίστροι ό,τι σας προβάλλουν κάνετε. Η συνέλευσις σας ώρκωσε να τηράτε του έθνους την υπόθεσι και να βάλετε εις τα υπουργήματα από όλους να δουλεύουν την Πατρίδα και να πορεύωνται και εκείνοι εις την δυστυχίαν, και εγώ βλέπω τους υπουργούς να κάνουνε κατά μέρος, και έτσι διαιρούνται και οι πολιτικοί, διαιρούνται και τα άρματα”».
Η σκέψη του, όσο κι αν αυτό μας φαίνεται περίεργο, ήταν πολύ πιο προχωρημένη απ’ ό,τι των σημερινών ηγετών μας· Άνθρωπος με οικολογική συνείδηση, που καταδεικνύεται και από την περήφανη απάντησή του στον Ιμπραήμ που είχε δώσει διαταγή να κοπούν όλα τα δέντρα του κάμπου της Μεσσηνίας: «…του αποκρίθηκα, όχι από μέρος μου, από μέρος του λαού της Μεσσηνίας, ότι: “Αυτό όπου μας φοβερίζεις, να μας κόψης και κάψης τα καρποφόρα δένδρα μας δεν είναι της πολεμικής έργον, διατί τα άψυχα δένδρα δεν εναντιώνονται εις κανένα, μόνον οι άνθρωποι οπού εναντιώνονται έχουνε στρατεύματα και σκλαβώνεις, και έτσι είναι το δίκαιον του πολέμου…Με τους ανθρώπους και όχι με τα άψυχα δένδρα, όχι τα κλαδιά να μας κόψης, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνον πέτρα απάνω στην πέτρα να μην μείνη, ημείς δεν προσκυνούμεν. Τι τα δένδρα μας αν τα κόψης και κάψης την γην δεν θέλει την σηκώσης και η ίδια η γης που τα έθρεψε, αυτή η ίδια γη μένει δική μας και τα ματακάνει. Μόνον ένας Έλληνας να μείνη, πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζης πωςτην γην μας θα την κάμης δική σου, βγάλτο από το νου σου”».
Εκτός από οικολογική συνείδηση, ο Κολοκοτρώνης διέθετε και μακρόπνοη πολιτική σκέψη· Αντιλαμβανόταν το πόσο σημαντικό κεφάλαιο για τον τόπο αποτελούσαν οι αρχαιότητες, ένας τρόπος προσέλκυσης ξένων στη χώρα και ανάδειξης νέων φίλων του σύγχρονου Ελληνισμού που τόσο τους είχε ανάγκη το αγωνιζόμενο έθνος. Γράφει λοιπόν: «…του έδωκα γνώμη να μην γίνη εις το περιβόλι, μόνε να διορίσωμε το θέατρο πούναι στην Παναγιά κοντά, και μου απεκρίθη: “θέλει έξοδα”. Και εγώ του απεκρίθηκα: “Ας πάνε τόσα έξοδα, διατί έρχονται από την Ευρώπην και εξοδεύουν να βλέπουν εκείναις ταις πέτραις και μας είναι τιμή να καθαρίσωμε ταις πέτραις να φαίνωνται και να κάμωμε την συνέλευσίν μας”».
Για το τέλος αφήσαμε τις συμβουλές του προς τη νεολαία της εποχής του, που είναι ωστόσο συμβουλές και για τη σημερινή νεολαία όπως θα διαπιστώσουμε, από μια ομιλία του στην Πνύκα: «Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και εις τα μπιλιάρδα. Να δοθείτε εις τας σπουδάς σας, και καλύτερα να κοπιάσετε ολίγον δύο και τρεις χρόνους και να ζήσετε ελεύθεροι εις το υπόλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τεσσάρους και πέντε χρόνους τη νεότητά σας και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθείτε εις τα γράμματά σας. Να ακούτε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων και κατά την παροιμίαν «μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε». Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μη γίνει σκεπάρνι μόνο για το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της Κοινότητας, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας. Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξαιτίας των περιστάσεων έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθείτε από τα περασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχόνοιας, την οποία να αποστρέφεσθε και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε τον δρόμο, θα περάσουν σε λίγο. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθεί η νύχτα του θανάτου μας....Εις εσάς μένει να ιάσετε και να στολίσετε τον τόπον όπου ημείς ελευθερώσαμε, και δια να γίνει τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλιο της πολιτείας την ομόνοιαν, την θρησκείαν,...και την φρόνιμον ελευθερίαν».
Με αυτά τα λόγια του «Γέρου του Μοριά» κλείνουμε και αυτό το σημείωμά μας. Ο έχων ώτα ακούειν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου