Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

Συμβουλές προς ψάλλοντες και «ψάλλοντες» ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟ…

Την περασμένη εβδομάδα συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου. Μιας και χτες η Μεσσηνία γιόρτασε με λαμπρότητα την Υπαπαντή του Χριστού, σκέφτηκα να αφιερώσω αυτό το άρθρο στην προσωπικότητα του εκλειπόντος.
Προσωπικά δεν μπορώ να πω πως υπήρξα θαυμαστής του (βλ. σχετικό άρθρο από το 2006). Τον θεωρούσα μεν μια χαρισματική προσωπικότητα, ένα λαμπρό μυαλό, αλλά διατηρούσα πάντοτε ενστάσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο χειριζόταν ορισμένα ζητήματα που άπτονταν περισσότερο της πολιτικής (με τη στενά κομματική έννοια) παρά της εκκλησιαστικής αρμοδιότητας. Ο γενναίος τρόπος όμως με τον οποίο αντιμετώπισε τον θάνατο, μπορώ με βεβαιότητα να πω πως τον καθαγίασε στα βλέμματα όλων, ακόμα και των θεωρούμενων ως αντιπάλων του.

«Εγχειρίδον ιεροψάλτου»…
Σκέφτηκα λοιπόν να σταθώ σε ένα από τα πολλά «παιδιά» που άφησε πίσω του φεύγοντας: σε ένα μικρό αλλά ιδιαίτερα περιεκτικό βιβλίο με τίτλο: «Εγχειρίδιον ιεροψάλτου». Μέσα σε αυτό το βιβλιαράκι, συμπυκνώνει σοφία και εμπειρία πολλών χρόνων, αλλά και αγάπη για την ψαλτική τέχνη, στην οποία είχαμε αναφερθεί σε πρόσφατο κείμενό μας. Το ζήτημα είμαι βέβαιος πως ενδιαφέρει πολλούς. Γιατί εκτός από όσους ψάλλουν συστηματικά σε ιερούς ναούς (μεταξύ των οποίων και ο γράφων), υπάρχουν πολλοί φίλοι της βυζαντινής μουσικής ή ερασιτέχνες ψάλτες που χρειάζονται μια καθοδήγηση σχετικά με αυτά που γνωρίζουν ή νομίζουν πως γνωρίζουν. Μελετώντας τους υπότιτλους των επιμέρους κεφαλαίων και μόνο, αρκεί για να διαπιστώσει κανείς το πόσο αυτός ο άνθρωπος είχε διαπιστώσει τα προβλήματα που υφίστανται στον συγκεκριμένο κλάδο και το πόσο προσπάθησε για την αντιμετώπισή τους.

Η εξωτερική εμφάνιση ενός ψάλτη
Το πρώτο πράγμα που φαίνεται να τον απασχολεί δεν είναι τόσο η θεωρητική ή η πρακτική κατάρτιση ενός ιεροψάλτη, αλλά τα εξωτερικά στοιχεία της προσωπικότητάς του: η εμφάνιση και η στάση του πάνω στο στασίδι που ψάλλει. Ως προς την εμφάνιση, θεωρεί πως το εξεζητημένο ντύσιμο δεν βοηθά στη σωστή παρουσία του ψάλτη («Ίσως το περίφημον “φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας” του Περικλέους να έχη και εδώ την θέσιν του. Γενικώς δυνάμεθα να είπωμεν ότι η καθόλου αμφίεσις του ιεροψάλτου πρέπει να είναι ιεροπρεπής»). Για να μπορέσει να είναι ιεροπρεπής, θα πρέπει ο ψάλτης να φορά το ράσο που θεωρείται η ενδεδειγμένη στολή («Ιεροπρέπειαν δε προσδίδει εις τον ψάλτην κατά πολύ η περιβολή του ράσου κατά την διάρκειαν της ασκήσεως του ιερού του λειτουργήματος»). Εκτός από αυτές τις παρατηρήσεις, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος συνιστά και κάτι επιπλέον: την αποφυγή κατά τις θερινές ημέρες μιας κακής συνήθειας πολλών, που την καλλιεργούν και στον ναό: το άνοιγμα των κουμπιών του πουκαμίσου, σε σημείο που να προκαλεί τους πιστούς, καθώς και αρκετών ακόμη συνηθειών, όπως η μακριά κόμη κ.ο.κ.

Η στάση των ιεροψαλτών…
Όσον αφορά τη στάση που πρέπει να έχουν οι ιεροψάλτες όταν βρίσκονται στο ψαλτήρι, αναφέρεται σε ένα ζήτημα που έχει εξελιχθεί σε πραγματική μάστιγα όχι μόνο για τους ψάλτες, αλλά και για τους πιστούς που συμμετέχουν στις ιερές ακολουθίες, ακόμα (και κυριότερα) και στους κληρικούς: Την ώρα που ψάλλονται μέλη που έχουν συγγράψει άγιοι υμνωδοί της Εκκλησίας μας ή διαβάζεται το ιερό ευαγγέλιο ή έστω το κήρυγμα, μια μεγάλη μερίδα πιστών, ψαλτών αλλά και κληρικών, κάθε άλλο παρά δείχνει ότι συναισθάνεται το τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή! Πιστοί (κυρίως γυναίκες), θυμούνται να λύσουν όλα τους τα προσωπικά ή άλλα προβλήματα, να κουτσομπολέψουν τον διπλανό τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ψάλτες. Όταν δεν είναι η σειρά τους να ψάλλουν, συζητούν με τους γύρω τους, σχολιάζουν τον τρόπο ψαλσίματος των υπολοίπων, και γενικά προκαλούν μια αναστάτωση. Δυστυχώς αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται και από κληρικούς. Μια επίσκεψη στο ιερό ενός ναού αρκεί για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του προβλήματος: Κουβεντολόι, πικρόχολα σχόλια εις βάρος όσων δεν συμπαθούν, πλήρης απουσία ιεροπρέπειας και συναίσθησης του λειτουργήματος που επιτελούν εκείνη τη στιγμή! Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο συνίσταται η έγκαιρη κατάληψη του στασιδίου από τον ιεροψάλτη, η αποφυγή περιττών μετακινήσεων («Εξ άλλου δεν επιτρέπεται η περιοδική εγκατάλειψις του στασιδίου διαρκούσης της ιεροψαλτικής διακονίας είτε προς ανάπαυλαν, είτε προς αναψυχήν. Η τυχόν κάθοδος του ψάλτου από του στασιδίου ή και η απομάκρυνσις αυτού ή των βοηθών του εξ αυτού κατά τας ώρας ταύτας, εκθέτει τούτον ανεπανορθώτως εις τα όμματα των πιστών, ενοχλεί και σκανδαλίζει το πλήρωμα, γίνεται πρόξενος αταξίας και θορύβου και κατά πολύ ζημιώνει την ατμόσφαιραν της Λατρείας») και συζητήσεων («Επί του στασιδίου πρέπει να επικρατή άκρα σιγή, ησυχία, τάξις, ευλάβεια, ευπρέπεια και σεμνότης. Εκτός τόπου και χρόνου κείνται αστεΐσμοί μεταξύ αυτών, μειδιάματα, σχολιασμοί, συνομιλίαι παράκαιροι και ει τι έτερον επί του σημείου τούτου, όπερ δεν υποβοηθεί το έργον της Λατρείας»), οι μετρημένες κινήσεις («Κινήσεις όμως χειρών και κτυπήματα ποδών συνήθως προς τήρησιν του ρυθμού, άλλαι κινήσεις της κεφαλής και του λοιπού σώματος άμετροι, απεριόριστοι, εκτός του ότι είναι ενοχλητικαί δια τους παρακολουθούντας, καθίστανται και αντιπαθητικοί και επιδρούν δυσμενώς επί των πιστών»), οι όσο το δυνατόν λιγότεροι μορφασμοί («Τινές συνηθίζουν να συνοδεύουν την απόδοσιν των υπ' αυτών ψαλλομένων ύμνων δι’ ανεπιτρέπτων μορφασμών, οι οποίοι αποβλέπουν «είτε εις το να προσδώσουν έμφασίν τινα εις το ψαλλόμενον, είτε εις το να διευκολύνουν την ομαλήν έξοδον της φωνής, είτε διά ν’ αποδώσουν επί το καλύτερον το άσμα. Και αι τρεις πάντως αύται περιπτώσεις δεν δικαιολογούν, νομίζομεν, τας παραμορφώσεις του προσώπου, ή το υπερβολικόν άνοιγμα του στόματος ή τας συσπάσεις των μυών. Τοιούτοι μορφασμοί προσιδιάζουν μάλλον εις τους καλλιτέχνας του άσματος. Όχι εις τους ιερούς υμνωδούς. Δια παλαιούς της ιεράς τέχνης μύστας διασήμους του στασιδίου κατόχους, πολλάκις λέγεται μετά θαυμασμού ότι εσυνήθιζον να ψάλλουν ακίνητοι»), ο λεπτός τρόπος όταν διορθώνουν τους υφισταμένους τους («Ο έμπειρος ιεροψάλτης δέον να αναμένη εκ μέρους των βοηθών αυτού σφάλματα και παραλείψεις. Ενίοτε αστοχούν περί την εκτέλεσιν του μέλους καί ικανοί εισέτι ιεροψάλται, πόσω μάλλον οι αρχάριοι. Ας ενθυμήται συχνάκις πας ιεροψάλτης πώς ήρχισε την ιεροψαλτικήν του σταδιοδρομίαν…Την τυχόν μουσικήν παραφωνίαν μόνον ολίγοι επαΐοντες δύνανται να αντιληφθούν. Ο πολύς προσευχόμενος λαός, κατά κανόνα, δεν είναι εις θέσιν να επισημαίνη μουσικά σφάλματα εμφιλοχωρούντα κατά την εκτέλεσιν των βυζαντινών μελών»), η μείωση των χειρονομιών στις απολύτων απαραίτητες, καθώς και η «αποφυγή περισπασμού της διανοίας».

Πώς δει ψάλλειν…
Στο δεύτερο μέρος του έργου του, ο μακαριστός Χριστόδουλος αναφέρεται στον τρόπο της ψαλμωδίας. Εδώ χωρά πολλή συζήτηση και πολλές επίσης αντιρρήσεις. Αρχικά εξηγεί τον προορισμό της βυζαντινής μουσικής («Οι μεγάλοι μελωδοί οι οποίοι ήσαν και οι ποιηταί των ύμνων, δεν εμελοποίησαν αυτούς δια να περικαλύψουν το νόημά των δια του τεχνικού μουσικού πέπλου. Αντιθέτως επρόσεξαν την διάσωσιν ακεραίας της εννοίας του ύμνου, διότι εξ αυτής κυρίως εξαρτάται η δημιουργία των απαραιτήτων εκείνων συναισθημάτων εν τη καρδία του λαού»), συνεχίζει με το ύφος που είναι αναγκαίο να υπάρχει («Το ύφος της βυζαντινής μουσικής είναι ανάγκη να περισωθή εις τρόπον ώστε να διατηρηθή η ιεροπρέπεια της τέχνης, και η πνευματική της διαύγεια. Προς τούτο πρέπον είναι να αναληφθή προσπάθεια προς αποκάθαρσιν της εκκλησιαστικής μας μουσικής από παντός “εν ημέραις δουλείας εισδύσαντος επεισάκτου απηχήματος”…»). Στη συνέχεια δίνει ιδιαίτερη σημασία στη χρονική αγωγή που χρειάζεται σε όσους ψάλλουν («Ελέχθη ότι ο χρόνος είναι η ψυχή της μουσικής. Μέλος μουσικόν ψαλλόμενον εις χρόνον άτακτον χάνει την ωραιότητα και αξίαν του…Υπό τας σημερινάς συνθήκας επιβάλλεται η εκτέλεσις των ύμνων εν τοις ναοίς να γίνεται εις χρόνον σύντομον. Το όλον κλίμα που επικρατεί, ιδία εις τας μεγαλουπόλεις, δεν ευνοεί την εκτέλεσιν σχοινοτενών ύμνων»). Ένα επίσης σπουδαίο πρόβλημα το οποίο θίξαμε και στο προηγούμενο σημείωμά μας, είναι και αυτό της απόδοσης των νοημάτων και των προϋποθέσεων που υπάρχουν («Το να ψάλλη τις με νόημα δεν είναι εύκολον πράγμα. Απ’ εναντίας και δύσκολον είναι και πολυσύνθετον…Προϋποθέτει κατ’ αρχήν ικανάς γραμματικός γνώσεις. Είναι αυτονόητον ότι αγράμματος ή ολιγογράμματος ιεροψάλτης κατακρεουργεί το νόημα των ύμνων, μη δυνάμενος να αποδώση καλώς εκείνο το οποίον δεν κατανοεί. Υπάρχουν διασκεδαστικά επί του προκειμένου ιστορήματα και διηγήσεις, σχέσιν έχουσαι προς την από παλαιοτέρων ιδία ιεροψαλτών εν χωρίοις, ως επί το πλείστον διακονούντων, μεταλλαγήν του νοήματος του ύμνου, είτε δια μετατοπίσεως της στίξεως, είτε δι’ αδεξίου χωρισμού λέξεων ή συλλαβών, είτε διά...διορθώσεως της ως εσφαλμένης εκλαμβανομένης λέξεως επί το... καλλιεπέστερον, κατά την κρίσιν πάντοτε του αδαώς ψάλλοντος [Π.χ. Το “κούφοι προς την άνω πορείαν μετίωμεν”, διωρθώθη εις “κουφοί προς...”, ή το “Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν” εις “Θεός Κύριος και επέθανεν ημίν”…]»).
Θα μπορούσαμε βέβαια να επισημάνουμε πολλά περισσότερα, αλλά ο χώρος δεν θα μας ήταν αρκετός. Νομίζω όμως ότι οι αναγνώστες μας – ιδιαίτερα όσοι ασχολούνται με το ιερό αναλόγιο – θα διδάχθηκαν πολλά απ’ όσα μας επισήμανε αυτός ο σπουδαίος ιεράρχης. Καιρός είναι και να τα εφαρμόσουν!

Δεν υπάρχουν σχόλια: